Η Μάχη της Αλαμάνας

Έλληνες  23/04/2021  

Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Αθανάσιος Διάκος - O Ήρωας Εθνομάρτυρας

Περνώντας από την εθνική οδό λίγο έξω από τη Λαμία, - στην Αλαμάνα - δέσποζε αγέρωχος ο ανδριάντας του μαρτυρικού ήρωα Αθανασίου Διάκου, που Ω του θαύματος, οι ελληνόφωνοι οι οποίοι σχεδίασαν και κατασκεύασαν τη Νέα Εθνική οδό ξέχασαν να αφήσουν πρόσβαση για τον τόπο της θυσίας και πλέον το μνημείο χορταριάζει αφημένο στο έλεος του Θεού και των σκουπιδιών.

ΣΤΙΣ 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821 Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΙ ΟΙ 300 ΤΟΥ, ΔΗΛΩΣΑΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΠΑΡΩΝ. ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΑΝ ΣΕ ΕΧΘΡΟΥΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΥΣ, ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, ΌΤΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ ΡΕΕΙ ΚΑΘΑΡΙΟ ΚΑΙ ΟΡΜΗΤΙΚΟ ΣΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΠΙ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΑΔΙΑΚΟΠΑ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

Αθανάσιος Διάκος (σύντομο βιογραφικό του Ήρωα)

Γεννήθηκε στην Μουσουνίτσα της Φωκίδας - σήμερα Αθανάσιος Διάκος - ή σύμφωνα με άλλους ιστορικούς στην γειτονική Αρτοτίνα απ' όπου καταγόταν η μητέρα του.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή Μασαβέτας.

Ο πατέρας του μη μπορώντας να αντέξει την φτώχεια, έχοντας πολυμελή οικογένεια, τον έστειλε σε ηλικία 12 ετών στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου όπου πολύ σύντομα χειροτονήθηκε Διάκος. Μετά από πέντε χρόνια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την καλογερική, αφού εκτέλεσε έναν διερχόμενο αγά, ο οποίος λόγω της εξαιρετικής ομορφιάς του Αθανάσιου, τόλμησε να θίξει τον ανδρισμό του.

Ο νεαρός και επαναστάτης από το χαρακτήρα του Αθανάσιος, βγήκε στο βουνό, έγινε κλέφτης και εντάχθηκε ως πρωτοπαλίκαρο στο σώμα του οπλαρχηγού Γούλα Σκαλτσά, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, καθώς ο παππούς και ο θείος του είχαν διατελέσει κλέφτες. Τότε έλαβε και το προσωνύμιο Διάκος, με το οποίο έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία.

Ο Διάκος δεν άργησε να γίνει φόβος και τρόμος των Τούρκων σε όλη την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Από την Λαμία (Ζητούνι), μέχρι τη Λιβαδειά, τη Θήβα, τα Σάλωνα.

Οι Τούρκοι για να τον εκδικηθούν συνέλαβαν τον πατέρα του και τον έναν αδελφό του, τον Απόστολο, τους οδήγησαν στην Υπάτη Φθιώτιδας, όπου τους βασάνισαν και τελικά τους έσφαξαν.

Ο Διάκος είχε άλλον έναν αδελφό του Κωνσταντή που σκοτώθηκε μπροστά του στη μάχη της Αλαμάνας και δύο αδελφές την Καλομοίρα και τη Σοφία.

Στην αυλή του Αλή Πασά Η φήμη και η ανδρεία του Διάκου έφτασαν μέχρι τα Γιάννενα στον Αλή Πασά ο οποίος είχε επαναστατήσει κατά της Πύλης.

Οι Έλληνες κλέφτες και αρματολοί εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο ανάμεσα στον Αλή Πασά και τον σουλτάνο στήριζαν ποτέ τον έναν και πότε τον άλλον για να επιτείνουν την αντιπαλότητα ανάμεσά τους και να οργανωθούν για την μεγάλη επανάσταση του έθνους.

Έτσι στο κάλεσμα του Αλή Πασά ο Αθανάσιος Διάκος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και πολλοί καπετάνιοι της Ρούμελης βρέθηκαν στην αυλή του Πασά των Ιωαννίνων. Ο Διάκος παρέμεινε εκεί και εκπαιδεύτηκε δύο ολόκληρα χρόνια από το 1814 μέχρι το 1816.

Επέστρεψε μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στη Λιβαδειά και έγινε πρωτοπαλίκαρο του μεγάλου οπλαρχηγού.

Τον Οκτώβριο του 1820 εντάσσεται στη φιλική εταιρεία. Πρωτοστατεί στην οργάνωση του ξεσηκωμού των Ελλήνων σε όλη την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Έχοντας λάβει την άδεια του βοεβόδα της Λιβαδειάς Χασάν Αγά, κατορθώνει να στρατολογήσει 5.000 χωρικούς, με πρόσχημα την απόκρουση του Ανδρούτσου, με τον οποίον στην πραγματικότητα συνεργαζόταν για τη συγκρότηση των ελληνικών στρατευμάτων σε όλη τη Ρούμελη.

Πρωτοστατεί στην κήρυξη της επανάστασης στην Στερεά Ελλάδα. Στις 27 Μαρτίου 1821, στην Μονή του Οσίου Λουκά ο Αθανάσιος Διάκος κηρύσσει την Επανάσταση στην Στερεά.

Στις 30 Μαρτίου, η Λιβαδειά πέφτει στα χέρια των επαναστατών και στη συνέχεια ο Διάκος οργανώνει την κατάληψη της Αταλάντης 31 Μαρτίου και της Θήβας 1 Απριλίου, ενώ λίγο αργότερα κυριεύει το ισχυρό φρούριο της Μπουδουνίτσας (Μενδενίτσας).

Ο σουλτάνος θορυβείται. Εσπευσμένα ο Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνης με 9.000 Στρατο (πεζικό 8.000 και 1.000 ιππικό) φτάνουν στη Λαμία (Ζητούνι) και στρατοπεδεύουν στο Λιανοκλάδι λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη.

ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ ΟΙ ΝΕΕΣ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Ο κίνδυνος να πνιγεί στο αίμα η επανάσταση που μόλις είχε ξεκινήσει ήταν μεγάλος. 20 Απριλίου 1821 οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης Αθανάσιος Διάκος, Πανουργιάς Πανουργιάς και Γιάννης Δυοβουνιώτης συναντιούνται στις Κομποτάδες - έξω από τη Λαμία- και αποφασίζουν να κλείσουν τους δύο δρόμους που οδηγούν προς τη Λιβαδειά και τα Σάλωνα - Άμφισσα, όπου είχαν σκοπό να φτάσουν τα τουρκικά στρατεύματα για να καταπνίξουν την Επανάσταση και στη συνέχεια να οδηγηθούν στην επαναστατημένη Πελοπόννησο και να χτυπήσουν τον Κολοκοτρώνη.

Ο ένας δρόμος περνάει από την γέφυρα του Γοργοποτάμου και ο άλλος από τη γέφυρα της Αλαμάνας.

23 Απριλίου 1821 (κατά άλλους ιστορικούς 22 Απριλίου) ξεκινάει η ολομέτωπη επίθεση των Τούρκων.

Οι Έλληνες άτακτοι, ανεκπαίδευτοι και μερικώς εξοπλισμένοι, είχαν απέναντί τους οκταπλάσιο τουρκικό στρατό - πεζικό και ιππικό - εκπαιδευμένο και καλά οργανωμένο και εξοπλισμένο.

Ο Δυοβουνιώτης με 400 άνδρες στη γέφυρα του Γοργοποτάμου αποδεκατίστηκε σύντομα. Ο Πανουργιάς με 500 άνδρες πολέμησε ηρωικά στη Χαλκωμάτα και αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει προς τον Καλλίδρομο βαριά τραυματισμένος, αφού πολεμούσε και ο ίδιος στην πρώτη γραμμή. Στην μάχη πέφτει ηρωικά ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας. Ανενόχλητα πλέον τα στρατεύματά του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ επιτίθενται στην Αλαμάνα και στους λόφους Πουριές της Δαμάστας που υπερασπιζόταν ο Αθανάσιος Διάκος. Η Αλαμάνα άντεξε δύο μέρες. Μία ανάσα από τις Θερμοπύλες, η ψυχή του Λεωνίδα, των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων έδιναν δύναμη στον Διάκο και παλικάρια του. Ο Διάκος - από τις Πουριές ( έτσι ήταν το όνομα των λόφων κάτω από το μοναστήρι της Δαμάστας), τους οποίους είχε οργανώσει για την άμυνα κατά των Τούρκων - βλέποντας την δύναμη του Καλύβα και του Μπακογιάννη που πολεμούσαν με 200 άνδρες στη γέφυρα και στο παρακείμενο χάνι, να αποδεκατίζεται σπεύδει ο ίδιος και πέφτει στη μάχη σώμα με σώμα. Εκεί ο Ελληνισμός γράφει ένα καινούργιο έπος. Το έπος της Αλαμάνας.

Ο Διάκος μένει με 10 άνδρες, ο αδερφός του Κωνσταντής πέφτει νεκρός. Ο Ήρωας κάνει το άψυχο κορμί του αδελφού του ταμπούρι.

Ο μικροκαμωμένος ιπποκόμος του Μπισμπίκης μεσα στον ορυμαγδό της μάχης του πάει τη φοράδα του, την Αστέρω για να μπορέσει να φύγει, γιατί ήταν πολύτιμος για τη συνέχιση της επανάστασης... Τον διώχνει. Δεν θα μπορούσε ποτέ να εγκαταλείψει τους συντρόφους του στη μάχη. Δεν θα έκανε ποτέ πίσω....

Ο Λεωνίδας ήταν εκεί, τον έβλεπε αγέρωχος, του έδειχνε το δρόμο προς το Πάνθεον των ηρώων, η Θυσία μονόδρομος.

Το καριοφίλι είχε ανοίξει, το γιαταγάνι έχει σπάσει λίγο πάνω από τη λαβή κι όμως συνεχίζει να μάχεται πληγωμένος στο δεξιό ώμο και αιμορραγώντας επί ώρες πέφτει λιπόθυμος. Τον αναγνωρίζουν τέσσερις Αλβανοί !!! Και τον οδηγούν σιδεροδέσμιο στον Ομέρ Βρυώνη στη Λαμία για να δικαστεί.

Στη μάχη συνολικά έδωσαν τη ζωή τους 200 Έλληνες και από την άλλη μεριά σκοτώθηκαν 500 Τούρκοι και Αλβανοί.

Ηρωικό θάνατο βρήκαν και ο Καλύβας με τον Μπακογιάννη που έπεσαν με αυτοθυσία πάνω στους Τούρκους για να σώσουν τον καπετάνιο τους.

Ο μόνος που διασώθηκε ήταν ο γιγαντόσωμος Βασίλης Μπούσγος ο οποίος πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης μέχρι που απελευθερώθηκε η Ελλάδα.

Ο μαρτυρικός θάνατος του Ήρωα Ο αείμνηστος Δημήτρης Κρικέλας Διευθυντής της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας το 1947 καταγράφει από γέροντες της Λαμίας που οι πατεράδες τους ήταν οι τρεις Έλληνες αυτόπτες μάρτυρες των τελευταίων μαρτυρικών ωρών του Αθανασίου Διάκου όπως παρακάτω: << όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ’ ένα πα­λιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδο­μηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό "Καλύβα – Μπακογιάννη" (τα ονόματα των δύο έμπιστων παλικαριών του Αθανασίου Διάκου που πολέμησαν μέχρι τελευταία ώρα μαζί του). Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω – από το χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι. Τον έφεραν τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια είσοδο της πόλης που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν τον ξεκομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφα­νοτροφείου Αρρένων), από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα), τον περιέφεραν προς παραδειγματισμό στα σοκάκια όπου με την άδεια του Χαλίλ Μπέη είχε συγκεντρωθεί όχλος πολύς Τούρκων και Αλβανών που τον έφτυναν και τον χτυπούσαν, ανάμεσα στον όχλο και η μαυροφορεμένη μάνα του ήρωα, πού είχε δώσει στην πατρίδα τον άνδρα της και άλλα δύο παιδιά, παρακολουθούσε με σπαραγμό τις τελευταίες ώρες του ήρωα..... (Σημείωση: με αντίστοιχο σπαραγμό οδύνη και οργή παρακολουθούμε σήμερα να μας κυβερνάει ο Καιρίδης και η Βούλτεψη )

Στην συνέχεια έφεραν το Διάκο και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα – πάλι καλά! – έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο. Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ’ ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρίου του.

Εκτός από δύο – τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι έμειναν απ’ έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να δουν τι θα γινόταν. Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι.

Ο Χαλήλ Μπέης είχε διατάξει να δέσουν τον Αθανάσιο Διάκο και όταν σιγουρεύτηκε πως ήταν δεμένος και ο ίδιος δεν κινδύνευε όπως και οι φρουροί του άρχισε να φωνάζει και να τον απειλεί ενώ τον χτύπησε άσχημα και στο πρόσωπο.

Ο Ομέρ Βρυώνης πλησιάζοντας τον Αθανάσιο Διάκο κάτι του λέει το οποίο κανένας ιστορικός δεν γνωρίζει και επειδή προφανώς η απάντηση στο ερώτημά του είναι αρνητική εκείνος εξαγριώνεται και καθυβρίζει τον Αθανάσιο Διάκο ενώ τον αφήνει στο δήμιό του και αποχωρεί.

Απ’ τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς – έτσι τουλάχιστον δείχνει – και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποι­ημένος.

Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος διά ανασκολοπισμού παρουσία κόσμου για παραδειγματισμό και εκτελέστηκε την ίδια μέρα.

Μέσα στο μι­σοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ’ ένα γκιούμι.

Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ’ ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.

Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του.

Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.

Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ’ έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.

Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ’ το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!… Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του. Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του.

Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι’ αυτό συ­νεχίζουν!…

Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντας τις αρνήσεις να αλλαξοπιστήσει και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.

Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν.

Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημι­ουργούνταν στο δέρμα απ’ το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.

Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.

Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.

Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ’ έξω, για να μη γί­νουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνό­μενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.

Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.

Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.

Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτι­κή Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.

Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανα­τολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της… ψησταριάς!

Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν έπρεπε να συμμετάσχει στην επανάσταση!

Παρούσα στο μαρτυρικό θάνατο του Αθανασίου Διάκου η μητέρα του Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάχνο της έτσι! Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει! Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει.

Ήταν ζωντανός ο Αθανάσιος Διάκος όταν τον σουβλίσανε Δένοντας τον Αθανάσιο Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ’ τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ’ το δεξιό του το αυτί. Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.

Εκείνη την ώρα άκουσαν τον Ήρωα μισολιποθυμο να λέει << Δεν υπάρχει μωρέ ένας άνδρας να μου πάρει την ζωή ; >> Μόλις τελειώνει ο Δήμιος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ’ ένα δέντρο.

Τον έψησαν σαν αρνί Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκεται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα προς το κάστρο, μέσα στα στενά που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια. Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει αυτό και αφρίζει απ’ το θυμό του. Δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά και να τον γυρίζουν.

Πέταξαν νεκρό τον Αθανάσιο Διάκο στο ρέμα Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο.

Ο τάφος του Αθανασίου Διάκου Βορειοανατολικά της σκάλας που κα­τεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρεις ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο >>

Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.

Σε ένα σημείο, βρήκε την σωρό – σκελετό ανθρώπινου σώματος - συγκέντρω­σαν τα ιερά οστά, τα καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.

Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι μέχρι σήμερα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α’ και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.

Ο <<Δήμιος>> Φίλος Αλεξίου Το πρόσωπο που συμμετείχε άθελά του στον μαρτυρικό θάνατο του Αθανάσιου Διάκου και για τον οποίο υπάρχει μόνο μία αναφορά δύο αράδων στο ιστορικό της εποχής, ήταν ο λεπτοξυλουργός Φίλος Αλεξίου από τη Λαμία. Γεννήθηκε το 1788. Έμεινε στην ιστορία επειδή ήταν αυτός που εξαναγκάστηκε από τους Οθωμανούς να κατασκευάσει τη σούβλα με την οποία θανατώθηκε ο Αθανάσιος Διάκος. Η τοπική εφημερίδα της Λαμίας “Φωνή του Λαού” σε άρθρο της στις 10 Απριλίου 1882, έγραφε: “Απεβίωσεν άρτι εν Λαμία και εις ηλικίαν 94 ετών ο λεπτουργός Φίλος Αλεξίου ον οι κατά το 1821 εν Λαμία κρατούντες Οθωμανοί βία και ραβδισμοίς ηγγάρευσαν, ίνα λεπτύνει και προπαρασκευάσει τον πάλον δι’ ον ο ήρως Αθανάσιος Διάκος ανεσκολοπίσθη. Ο δυστυχής γέρων επί ήμισυ και πλέον έκτοτε αιώνα ζήσας, ουκ επαύετο ευχόμενος τω πανοικτίρμονι Θεώ ίνα συγχωρήσει αυτό το ακούσιον εκείνον αμάρτημα” (Εγκ/δεια ΔΟΜΗ, τ. 2, εκδ. 2005). Πηγές: “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, τ. ΙΒ’ Εκδοτική Αθηνών Νίκος Γιαννόπουλος: “1821: Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία”, εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2016 ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, “Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821” ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΧΕΡΤΣΒΕΡΓΚ, “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ”, Α’ έκδοση 1916, Β’ έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΠΕΙΡΟΣ

ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ..... ΣΚΕΨΕΙΣ, ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΨΥΧΗΣ Η θυσία του εθνομάρτυρα Αθανασίου Διάκου δεν ήταν άσκοπη. Έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στους επαναστατημένους Έλληνες να οργανώσουν την επανάσταση, στην υπόλοιπη στερεά και στην Πελοπόννησο. Συσπείρωσε τους Έλληνες. Ήρθε μόλις ένα μήνα μετά την κήρυξη της επαναστάσεως και χαλύβδωσε το πείσμα, την οργή, την πίστη και το ηθικό των ραγιάδων που επί 400 χρόνια ζούσαν στον φόβο και στη δουλεία. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, αδελφικός φίλος του Διάκου, εκδικήθηκε τον μαρτυρικό θάνατό του ήρωα, τσακίζοντας τους Τούρκους στο χάνι της Γραβιάς. Ο Διάκος πλέον πέρασε στο πάνθεον των ηρώων, πέρασε σαν το αγέρι από τα Λαγκάδια και τις βουνοκορφές, και έγινε τραγούδι στα χείλη κάθε επαναστατημένου Έλληνα, κάθε παλικαριού που έπαιρνε τα όπλα και έδινε τη ζωή του για την Ελευθερία της πατρίδος.

Σε πείσμα κάθε Καιρίδη και Ρεπούση της εποχής ΤΙΜΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΝ ΛΕΩΝΙΔΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ ΚΑΙ ΒΡΟΝΤΟΦΩΝΑΖΟΥΜΕ ΟΤΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΠΡΟΩΡΙΣΤΑΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΖΗΣΕΙ.

Α Θ Α Ν Α Τ Ο Σ.


Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης