Από την συνεχιζόμενη υποτέλεια στην ανάκτηση Εθνικής Κυριαρχίας

Έλληνες  05/04/2022  

Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Η σύγκρουση των μεγαλοκρατικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα), η δημιουργία μεγάλων πλανητικών στρατοπέδων (Δύση/ΝΑΤΟ-Ευρασία) και η επιδίωξη αυτών για ηγεμονία, σε συνδυασμό με την διαρκώς αυξανόμενη τάση προς τον πόλεμο ως μορφή διαχείρισης της κρίσης, ορίζει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τα μικρά και μεσαία Έθνη και τους Λαούς τους. Τουλάχιστον όσο αυτοί δεν συγκροτούν ένα διάκριτο, ως προς τις επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων, πόλο, που θα διεκδικήσει χώρο ελευθερίας στον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο.

Η γεωπολιτική ισχύς και το βάθος της, οι σφαίρες επιρροής, επανέρχονται στο προσκήνιο. Δεν είναι ότι έπαυσαν ποτέ να καθορίζουν τις πλανητικές εξελίξεις, όμως τώρα -μετά και την τυπική κατάρρευση ενός εδώ και χρόνια ξεχειλωμένου και κατά το δοκούν αξιοποιούμενου διεθνούς δικαίου και την χρεωκοπία των διεθνών οργανισμών με εξισορροπητικό ρόλο, που διασφάλιζαν την διαιώνιση του συστήματος της υπό δυτική ηγεμονία παγκοσμιοποίησης- επανεμφανίζονται γυμνές στην διεθνή σκακιέρα.

Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, πρέπει να επανεξεταστεί η μόνιμη και σοβαρή απειλή που συνιστά για το Έθνος μας ο τουρκικός αναθεωρητισμός και η απειλή δημιουργίας τετελεσμένων, σε όλον τον άξονα Κύπρου-Αιγαίου-Θράκης. Καλούμαστε να μελετήσουμε και να αποκρυπτογραφήσουμε τις πραγματικές προθέσεις των τούρκων, πέρα από τα καθησυχαστικά -αποπροσανατολιστικά αφηγήματα περί «απομονωμένης και οικονομικά αδύναμης Τουρκίας», πέρα από τα απλουστευτικά σχήματα για τον «τρελό και απρόβλεπτο Ερντογάν» που κυριαρχούν εδώ και χρόνια στην δημόσια πολιτική σφαίρα της Χώρας μας. Ταυτόχρονα, καλούμαστε να κρίνουμε και την στάση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μέσα σε αυτήν την συγκυρία, με κριτήριο την οικοδόμηση βαθμών Κυριαρχίας και Ανθεκτικότητας στο νέο σκηνικό.

Στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, ο «φόβος» πως ο Ερντογάν μπορεί να μιμηθεί τον «φίλο του Πούτιν» ήταν διάχυτος στον εγχώριο δημόσιο λόγο. Τώρα, ο «φόβος» έχει δώσει την θέση του στην αισιοδοξία για ισορροπία στις διμερείς σχέσεις, μέσα από την «συνεργασία» μας στα πλαίσια της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, το οποίο ας μην ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα, αποτελεί «την βασική ομπρέλα προστασίας για την Χώρα μας». Η Τουρκία, όμως, δεν είναι ο απρόβλεπτος παίχτης που παρουσιάζει ο κυρίαρχος λόγος των εδώ πολιτικών (ενδοτικών) ελίτ. Οι μόνιμες αιτιάσεις της για την κυριαρχία στο Αιγαίο, η παγίωση της δορυφοροποίησης της Κύπρου, τα τετελεσμένα σε όλα τα μέτωπα, αποτελούν σταθερές πυξίδες στην μόνιμα επεκτατική πολιτική της. Επί της ουσίας, ο πόλεμος και η νέα εποχή στην οποία μας εισάγει δεν άλλαξαν, αλλά βάθυναν, τις προυπάρχουσες στρατηγικές επιλογές και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Από την μία, την φιλοδοξία για περιφερειακή ηγεμονία της Τουρκίας με ένα διαρκές παζάρι με την Δύση και την Ρωσία. Από την άλλη, την πρόσδεση της Ελλάδος όλο και πιο σφιχτά στο ΝΑΤΟϊκό άρμα, επενδύοντας την «ασφάλεια» της Χώρας σε «συμμάχους-προστάτες».

Μια από τις βασικές επιδιώξεις των ΗΠΑ από την αρχή της έντασης στην Ουκρανία ήταν η στενότερη πρόσδεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων στις ατλαντικές επιδιώξεις, μέσα από μια «αναβάπτιση» του ΝΑΤΟ στους ιδρυτικούς του σκοπούς, την «προστασία» από τον ρωσικό κίνδυνο.

Η Ελλάδα, δια των αποφάσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με ουσιαστική συμφωνία και των υπολοίπων δυνάμεων του πολιτικού συστήματος, έσπευσε προθύμως να ενταχθεί με ζήλο στον άξονα αυτόν. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις συμμαχικές εξυπηρετήσεις προς τα ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα σε Αλεξανδρούπολη και Σούδα, την συμμετοχή άνευ όρων στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, την ενίσχυση της συλλογικής αμνησίας για μια άλλη -εδώ και 48 χρόνια- εισβολή και κατοχή σε ευρωπαϊκό έδαφος, αυτό της Κύπρου. Αναφερόμαστε κυρίως στην υιοθέτηση όλου του ιδεολογικοπολιτικού οπλοστασίου του ευρωατλαντισμού -βλέπε «πόλεμος του ελεύθερου κόσμου κατά του αυταρχισμού»-, την αποστολή στρατιωτικού υλικού από τις πρώτες κιόλας μέρες, την εμπέδωση του όρου «δεδομένος σύμμαχος» σε ό,τι εξυπηρέτηση ζητηθεί. Πλάι στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν η ολιγωρία και η απραξία μέχρι και το «και πέντε», που επέδειξαν οι κυβερνώντες, κρυπτόμενοι πίσω από τις συλλογικές ενέργειες της Δύσης για την (μη) προστασία των Ελλήνων της Αζοφικής, της κραταιής αυτής πανάρχαιας κοιτίδας του Ελληνισμού που θυσιάζεται στις συμπληγάδες του πολέμου.

Από την άλλη, η Τουρκία επιδιώκει, πάντα στην κόψη του ξυραφιού και παζαρεύοντας σκληρά τον γεωπολιτικό της ρόλο, να καταστεί ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Αν και αποτελεί ξεκάθαρα μέρος της δυτικής συμμαχίας, συνεχίζει να διατηρεί σχέσεις με την Ρωσία βασισμένες στα κοινά ευρασιατικά τους οράματα. Κάπως έτσι, η σταθερά αναθεωρητική Τουρκία, παρουσιάζεται σήμερα ως «ειρηνοποιός δύναμη», φιλοξενεί στην Κωνσταντινούπολη τις διαπραγματεύσεις Ρωσίας-Ουκρανίας, αφαιρώντας τον ιστορικό διαμεσολαβητικό ρόλο από την Ευρώπη, ενώ, μετά από αίτημα του ίδιου ουκρανού προέδρου Ζελένσκι, θα καταστεί και εγγυήτρια δύναμη σε πιθανή μελλοντική συμφωνία, αναβαθμίζοντας τον περιφερειακό της ρόλο.

Και αυτό θα συμβεί, αφού πλέον θα έχει «πατήματα» σε μια περιοχή που εκτείνεται από τον Καύκασο (εγγυήτρια στον Ναγκόρνο Καραμπάχ), την Μέση Ανατολή (κατοχική δύναμη στην Συρία), την Κύπρο (κατοχική και εγγυήτρια δύναμη) και την Λιβύη (εγγυήτρια δύναμη) έως την Ουκρανία. Παράλληλα, όπως είχε πράξει στο παρελθόν και με το Ιράν, η Άγκυρα επιδιώκει να καταστεί ενδιάμεσος κόμβος για τις οικονομικές σχέσεις της Ρωσίας με την Δύση, παρακάμπτοντας τις κυρώσεις, αλλά και προσκαλώντας ταυτόχρονα τους Ρώσους ολιγάρχες να επενδύσουν τα χρήματα τους στην Τουρκία. Όλα αυτά, ενώ το παζάρι για την «επιστροφή» της στο δυτικό στρατόπεδο παραμένει ενεργό. Τόσο με την επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ και τους ενεργειακούς δρόμους που τόσο επιθυμεί η Ευρώπη, με τις συζητήσεις για F-35 και F-16, όσο κυρίως με τον αναβαθμισμένο πολιτικό ρόλο που της προσδίδουν οι ΗΠΑ.

Τα πλεονεκτήματα που προσδίδουν στην Τουρκία η υψηλή δημογραφία, το ευρασιατικό βάθος, το οθωμανικό παρελθόν, η ανάπτυξη στρατιωτικής βιομηχανίας, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από την Ελληνική πλευρά με μια τακτική πρόθυμου «συμμάχου» των Δυτικών που, δήθεν, θα μας εξασφαλίσουν σε πιθανή ένταση. Πόσο μάλλον με μια τακτική κατευνασμού του μόνιμα πεινασμένου θηρίου, δίνοντας ανταλλάγματα σε Κύπρο, Αιγαίο ή στα ενεργειακά.

Η Ελλάδα ή θα αποκτήσει επιτέλους ανάκτηση της Εθνικής Κυριαρχίας της ή θα βυθιστεί ακόμα περισσότερο στην συνεχιζόμενη υποτέλειά της.

Γιώργος Μάστορας


Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης