Εφτά χρόνια πέρασαν από το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Μια σημαντική στιγμή της σύγχρονης Ιστορίας του Ελληνικού Λαού, ο οποίος αψηφώντας εκβιασμούς και πιέσεις έδωσε ένα ηχηρό «ΟΧΙ» στους διεθνείς τοκογλύφους, το οποίο όμως τσαλαπατήθηκε μέσα σε μόλις 24 ώρες όχι μόνο από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά και από το υπόλοιπο πολιτικό εγχώριο σύστημα που είχε ήδη συνθηκολογήσει με την ευρωκρατία και απλώς μεθόδευε τον τρόπο με τον οποίο θα παρουσίαζε το «κρύο πιάτο» στον Λαό. Το μέγεθος του «ΟΧΙ» δυσκόλεψε μεν την δρομολογημένη επιχείρηση, δεν μπόρεσε όμως να την ματαιώσει.
Μετά από εφτά χρόνια επιχειρείται το διαστρεβλωτικό ξαναγράψιμο της Ιστορίας και των τότε γεγονότων. Σήμερα, διάφοροι «διασκεδάζουν» για την «κωλοτούμπα του Τσίπρα», ενώ άλλοι πανηγυρίζουν γιατί «με τον συμβιβασμό τότε σώθηκε η Ελλάδα από τον γκρεμό». Σκόπιμα λησμονούνται ορισμένα κρίσιμα καθεστωτικά ζητήματα που διαδραματίστηκαν εκείνο το χρονικό διάστημα, τα οποία φανερώνουν τόσο τα πραγματικά κέντρα ισχύος και εξουσίας όσο και πόσο αδύναμη και ψεύτικη είναι μια κυβέρνηση που δεν έχει πάρει σαφείς αποφάσεις για ρήξεις, στηριγμένη αποφασιστικά στον Λαϊκό Παράγοντα.
Τον Αύγουστο του 2014, πριν ακόμα γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, το οικονομικό επιτελείο του κόμματος εισηγείται την στρατηγική της «διαπραγμάτευσης χωρίς ρήξη» με την τρόικα. Η στρατηγική αυτή σήμαινε ότι δεν θα γινόταν καμία μονομερής ενέργεια που θα ξεπερνούσε το πλαίσιο των ευρωπαϊκών και ευρωζωνικών συνθηκών, ενώ θα πληρωνόταν κανονικά όλες οι δόσεις στους «δανειστές». Ταυτόχρονα, άρχισε κι ένα «φλερτ» με τμήματα της εγχώριας οικονομικής ολιγαρχίας ώστε αυτά να αντιδράσουν θετικά στην αλλαγή της διαχείρισης της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η πλευρά του σχεδιασμού ονομάστηκε «προωθητικός συμβιβασμός» και πολιτικά σήμαινε «ένα άνοιγμα» του ΣΥΡΙΖΑ προς παράγοντες των άλλων συστημικών κομμάτων. Ο σχεδιασμός αυτός λάμβανε υπόψιν ότι και η ευρωκρατία και ο αμερικανικός παράγοντας έβλεπαν ως αναπόφευκτη την άνοδο στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπολόγιζε όμως καθόλου την μεθοδευμένη παγίδευση εις βάρος της Ελλάδος. Μια παγίδευση μεγάλη, συστημική, μεθοδική, και με στρατηγικό βάθος.
Όλα αυτά, ενώ διαφαινόταν καθαρά πως ο γερμανικός παράγοντας δεν ήταν πρόθυμος να κάνει καμία διευκόλυνση στην Χώρα μας. Αντιθέτως, πρόβαλε συνεχώς όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις κατά την διάρκεια της «διαπραγμάτευσης», έως ότου η Ελλάδα έφτασε στα πρόθυρα της «χρεωκοπίας» και έκλεισε τις τράπεζες επιβάλλοντας capital controls. Μέχρι τότε, όμως, είχαν πληρωθεί όλες οι δόσεις (ύψους 7,5 δις ευρώ) επιβάλλοντας εσωτερική παύση πληρωμών (Διοίκηση, Υγεία, Εκπαίδευση, κ.λ.π.) και έχοντας απομυζήσει τα αποθεματικά των ταμείων. Πρακτικά η Χώρα ήταν εντελώς αφοπλισμένη μπροστά στην περικύκλωση και την παγίδευση.
Το σχέδιο ήταν απλό: Η οικονομική ασφυξία θα οδηγούσε μοιραία σε πολιτική ασφυξία. Η κυβέρνηση Τσίπρα ή θα υπέγραφε μια ταπεινωτική συμφωνία ή θα χρεωνόταν μια χρεωκοπία και θα έπεφτε. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Τσίπρα νόμιζε ότι, έστω και στο τέλος, θα της έδιναν μια συμφωνία επώδυνη μεν, αλλά που να μπορεί κάπως να παρουσιαστεί ως «αναγκαίος συμβιβασμός».
Έτσι, μέχρι τελευταίας στιγμής, δεν εγκατέλειπε τον αυτόματο πιλότο της «διαπραγμάτευσης», έχοντας υπογράψει μια συμφωνία στις 20 Φεβρουαρίου 2015, με την οποία δεσμεύονταν να μην κάνει καμία «μονομερή ενέργεια» χωρίς έγκριση από την τρόικα που μετονομάσθηκε σε «θεσμούς». Πρακτικά, όμως, δεν είχε πάρει κανένα σοβαρό μέτρο προστασίας για την αντιμετώπιση των τελεσιγράφων (που ήρθαν στην ώρα τους), ούτε φυσικά έκανε κάτι για την ιδεολογική και πολιτική προετοιμασία του Ελληνικού Λαού. Έτσι, φθάσαμε στο τελικό στάδιο της «διαπραγμάτευσης», όπου οι «θεσμοί» παρέδωσαν ένα τελεσίγραφο στον Τσίπρα. Αυτός το αρνήθηκε κάνοντας τον τελευταίο σπασμωδικό, αλλά χωρίς καμία ευοίωνη προοπτική από την μεριά του, ελιγμό: Γύρισε στην Αθήνα και με διάγγελμα προχώρησε στην διαδικασία του Δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.
Πρέπει να καταστεί σαφές ότι η νέα υπερεθνική εξουσία στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο είναι άκρως επιφυλακτική και καχύποπτη απέναντι στις διαδικασίες των Δημοψηφισμάτων, γιατί στις λίγες περιπτώσεις που έγιναν τέτοια (Κύπρος, Γαλλία, Ολλανδία, Ιρλανδία, Νορβηγία κ.α.), τα αποτελέσματα ήταν σχεδόν πάντα αρνητικά για τους σχεδιασμούς τους.
Στην Ελλάδα προετοιμάστηκε ένα Δημοψήφισμα που έγινε μόλις μια βδομάδα μετά την εξαγγελία του, με ερώτημα αν αποδεχόμαστε ή όχι την πρόταση που έκαναν οι «θεσμοί». Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εισηγήθηκε θεωρητικά την θέση του «όχι». Ήταν μια κίνηση που έδωσε την ευκαιρία στην αντιπολίτευση (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι) να συγκροτήσει το μέτωπο του «ναι» και να μετατρέψει το ερώτημα στο δίλημμα «μένουμε ή όχι στην Ευρώπη και στο ευρώ», επιχειρώντας να βγει από την πολιτική ανυποληψία των μνημονιακών πρακτικών της, ελπίζοντας ότι μπορεί να αποκτήσει μια μαζική βάση σε όλη την Χώρα.
Μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο εκδηλώθηκαν ταλαντεύσεις και διφορούμενες στάσεις, αποδεικνύοντας ξεκάθαρα ότι ενώ θεωρητικά δήλωνε υπέρ του «ΟΧΙ», πρακτικά υποστήριζε το «ναι». Για παράδειγμα, υπήρξαν δηλώσεις ότι αν η τρόικα έκανε μια άλλη, κάπως καλύτερη, πρόταση, η κυβέρνηση θα μπορούσε να καλέσει τον Λαό να «ψηφίσει «ναι» (!) ή ακόμα και να ακυρώσει το Δημοψήφισμα…
Όλα αυτά, όμως, ξεπεράστηκαν από την αναπάντεχη και σθεναρή στάση του Ελληνικού Λαού, ο οποίος αψηφώντας απειλές και εκβιασμούς πήρε την υπόθεση του Δημοψηφίσματος στα χέρια του. Είναι χαρακτηριστικά τα νούμερα που βγαίνουν από την ηλικιακή δομή όσων ψήφισαν στο Δημοψήφισμα. Η αντιμνημονιακή τοποθέτηση των νέων καταγράφηκε στις Εθνικές εκλογές του 2012 και των Ευρωεκλογών του 2014, καθώς και στις Εθνικές εκλογές τον Ιανουάριου του 2015. Το ηλικιακό χάσμα της ψήφου κορυφώθηκε στο Δημοψήφισμα, λόγω της δυαδικής μορφής της ψήφου. Στην ηλικιακή κατηγορία 18-24 το «ΟΧΙ» απέσπασε ποσοστό 85%, ενώ στην αμέσως επόμενη (25 έως 34 ετών), 72%! Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων, που καταστρέφονταν από τα εθνοκτόνα μνημόνια, στράφηκαν κατά αυτής της συνέχισης της πολιτικής. Το «ΟΧΙ» κυριάρχησε και στις επόμενες τρεις ενδιάμεσες ηλικιακές κατηγορίες και μόνον μεταξύ των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών) πλειοψήφησε το «ναι», με ποσοστό 55-45%...
Σήμερα, υπάρχουν πλέον πλήθος από ενδείξεις ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πίστευε στην συντριπτική επικράτηση του «ΟΧΙ», αλλά προτιμούσε ή μια οριακή νίκη ή την επικράτηση του «ναι» ως τελευταίο ελιγμό, για να γίνει αποδεκτή η συμφωνία και τα τελεσίγραφα των διεθνών τοκογλύφων. Μια διαφορά λίγων μονάδων στο Δημοψήφισμα (π.χ. 52% με 48% ή 55% με 45%) θα μεταφραζόταν σε ένα διχασμό της Χώρας, αποτελώντας επιχείρημα ότι θα έπρεπε να γίνουν «υποχωρήσεις» και να συναφθεί η συμφωνία. Όμως, είναι γνωστό ότι στο πρωθυπουργικό γραφείο το βράδυ του Δημοψηφίσματος επικρατούσε μεγάλη κατήφεια και σκεπτικισμός, ενώ ο Λαός πανηγύριζε στους δρόμους για το συντριπτικό 62% του «ΟΧΙ». Οι Έλληνες, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, είχαν αγνοήσει την τρομοκρατία, είχαν αψηφήσει τις κλειστές τράπεζες, έδειξαν μεγάλη πολιτική ωριμότητα και φυσικά δεν ανέχτηκαν την «πασαρέλα» όλου του διεφθαρμένου-σαπισμένου παλιού πολιτικού προσωπικού, που βγαίνοντας από την ναφθαλίνη καλούσε σε «σωτηρία της Χώρας» μέσω του «ναι»… Και ενώ ο Λαός πανηγύριζε, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν κατηφής γιατί καταλάβαινε ότι το 62% θα δυσκόλευε την συνθηκολόγηση που είχε προαποφασισθεί.
Το ίδιο βράδυ, στο διάγγελμα του, ο Τσίπρας δήλωσε ότι συγκαλεί για την επόμενη ημέρα (Δευτέρα) συνάντηση των αρχηγών όλων των κομμάτων, «ώστε να υπάρξει μέγιστη εθνική συσπείρωση για την διαπραγμάτευση». Ο Λαός πάγωσε, μη μπορώντας να καταλάβει γιατί έπρεπε να πραγματοποιηθεί μια τέτοια συνάντηση. Φθάσαμε έτσι στην Σύνοδο του Eurogroup και στην Σύνοδο Κορυφής, στις οποίες πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις. Εκεί ήταν που συνέβη κάτι εντελώς σοκαριστικό: Οι τροικανοί υπόβαλαν εξευτελιστικούς όρους στην κυβέρνηση Τσίπρα, ζητώντας πράγματα που μέχρι τότε δεν είχαν θέσει στο τραπέζι, με τρόπο ίδιο με τις περιπτώσεις πολέμου, όπου ο νικητής υποβάλει όρους ταπεινωτικής συνθηκολόγησης στον ηττημένο.
Ολόκληρη η Ελλάδα παρακολουθούσε άφωνη και αηδιασμένη τις εξελίξεις αυτές, λίγες μέρες μόλις μετά την θριαμβευτική επικράτηση του «ΟΧΙ». Οργή, απελπισία, θυμός, αγανάκτηση, λύπη, πλημμύρισε ολόκληρη την ξενυχτισμένη κοινωνία που παρακολουθούσε τον διασυρμό της Χώρας. Ο πολιτικός απατεώνας Τσίπρας αναλάμβανε «υποχρεώσεις» και έπρεπε να εφαρμόσει τους ταπεινωτικούς όρους, αν ήθελε να παραμείνει πρωθυπουργός-φερέφωνο της «αποικίας χρέους». Οι τροικανοί απαίτησαν να ψηφιστούν εντός συγκεκριμένων ημερομηνιών νόμοι-προαπαιτούμενα, ώστε να προχωρήσουν ανάλογα και να δώσουν την τελική συμφωνία.
Έτσι, η «Πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση μετατράπηκε στον πιο πειθήνιο εισαγωγέα και βολικό αντιπρόσωπο μνημονιακών νεοφιλελεύθερων καταιγιστικών μέτρων, που καμία άλλη εντολοδόχος κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να περάσει από την Βουλή. Μια Βουλή, που φυσικά δεν λειτουργούσε ως όργανο της Εθνικής και Λαϊκής Κυριαρχίας, αλλά ως απλός πρωτοκολλητής νόμων και συμφωνιών που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή, εισάγονται στα αγγλικά και ψηφίζονται μέσα σε μόλις μια νύχτα.
Ενδεικτικό της πλήρους εξευτελιστικής διαδικασίας που συνέβη εκείνο το διάστημα, στην πρώτη ψηφοφορία για προαπαιτούμενους όρους, είναι ότι 39 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, σε σύνολο 149, ψήφισαν αρνητικά. Στην δεύτερη, και μετά από απίστευτες πιέσεις, πάλι 36 ψήφισαν αρνητικά. Η κυβέρνηση διατηρήθηκε στην εξουσία με τις ψήφους των άλλων μνημονιακών κομμάτων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, και του Ποταμιού, που χαιρέκακα και σε κρεσέντο ξενοδουλείας ειρωνεύονταν πως αυτοί «με την υπευθυνότητα τους σώζουν την Χώρα», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ελέγξει τους βουλευτές του…
Ο Ιούλιος του 2015 αποτέλεσε σημείο καμπής στην περιοδολόγηση της ύστερης μεταπολίτευσης, αλλά και της διαδικασίας αποδόμησης της μεταπολιτευτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Με την συμφωνία της 12ης Ιουλίου 2015 και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου (που ολοκληρώθηκε στις 14 Αυγούστου 2015), το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας ανατράπηκε. Η αστραπιαία ακύρωση του εκλογικού αποτελέσματος του Δημοψηφίσματος και η αναίρεση της ρητής εντολής του «ΟΧΙ», ανέκοψε απότομα και βίαια την αντιμνημονιακή δυναμική που είχε αναπτυχθεί στο λαϊκό-κοινωνικό αισθητήριο. Άμεσο και καταλυτικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής εξέλιξης υπήρξε η απότομη απαξίωση της εκλογικής διαδικασίας, η απογοήτευση του εκλογικού σώματος και η κάμψη του ενδιαφέροντος για τις εκλογές. Τάσεις, που θα αποτυπωθούν ευκρινώς στο αποτέλεσμα των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου 2015. Η αύξηση της αποχής και η έξοδος από το εκλογικό σώμα υπήρξε πρωτοφανής. Μετά το Δημοψήφισμα, η τάση εξόδου πήρε την μορφή χιονοστιβάδας. Μέσα σε δύο μόλις μήνες, από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, σχεδόν 600.000 Έλληνες εγκατέλειψαν το εκλογικό σώμα! Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει το 9,4% των εκλογέων της 25ης Ιανουαρίου 2015. Δηλαδή, σχεδόν 1 στους 10 από όσους είχαν ψηφίσει, μόλις 9 μήνες πριν.
Το γιατί οι Εθνικιστές δεν μπόρεσαν τότε, παρότι ήταν οι Μόνοι που τόσο πριν όσο και μετά το Δημοψήφισμα κράτησαν την πιο Σωστή Στάση υπέρ του «ΟΧΙ», να καρπωθούν πολιτικά την αγανάκτηση των Ελλήνων που ψήφισαν εναντίον των εκβιασμών των διεθνών τοκογλύφων, είναι ένα ερώτημα το οποίο έχει τις απαντήσεις του. Δεν αφορά, όμως, το περιεχόμενο αυτής της ανάλυσης. Σήμερα, ο Ελληνικός Λαός είναι βαθιά απογοητευμένος και κουρασμένος από τις συνεχείς αρνητικές εξελίξεις, την γρήγορη εναλλαγή καταστάσεων και τις μεταμορφώσεις-παραμορφώσεις-τερατογενέσεις που βλέπει να συντελούνται στο πολιτικό πεδίο. Οι πλέον Συνειδητοποιημένοι Έλληνες και η νυν Κομματική τους Έκφραση, φροντίζοντας να αποφύγουν στο εξής λανθασμένες αντιλήψεις ανάγνωσης της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, οφείλουν να δώσουν έναν Έντιμο και Επίμονο Αγώνα, ώστε να διώξουν την απογοήτευση από όσο το δυνατόν περισσότερους συμπατριώτες μας που αηδίασαν και αποσύρθηκαν από την Πολιτική μετά το Δημοψήφισμα του 2015 και τα όσα θλιβερά ακολούθησαν.
Γιώργος Μάστορας