Όλοι γνωρίζουν την ρήση «την ιστορία την γράφουν οι νικητές». Και όχι απλά την γράφουν, όχι μόνο την «ανακατασκευάζουν» σαν έτοιμη τροφή για μια τηλεχειριζόμενη «γνώμη» του μανουβραρισμένου πλήθους, αλλά πλέον, στις συνθήκες ενός παγκοσμιοποιητικού μετακαπιταλισμού στο απόλυτο επίπεδο τής διαρκούς φαντασιακής ανασύνθεσης τού κόσμου με όρους λειτουργικής κανονικότητας, ξεπερνούν τα γεγονότα και «εμβαθύνουν» στα θεμελιωτικά νοήματα, τροποποιώντας το καθημερινό «προφανές» κοσμοείδωλο.
Πτυχή αυτής της μεταμοντέρνας «κοινωνικής αγωγής» είναι η αντίληψη του Έθνους σε συνδυασμό με την -κεφαλαιώδη για την αριστερά- έννοια της «Τάξης»: Είναι η σχέση «Εθνικού-Κοινωνικού», αυτός ο γρίφος, που παίζει κύριο ρόλο στο γενικό βραχυκύκλωμα τής συγκρότησης δραστικών κινημάτων αντίστασης.
Η «παραγωγή ιδεολογίας» του συστήματος, βαθαίνοντας την επεξεργασία των εξελιγμένων προταγμάτων τής διαρκούς κίνησης τής καθεστωτικής μηχανής, διεισδύει στα «άδυτα» τής αριστερής πνευματικής ακαμψίας, σχηματίζοντας ιδεουβρίδια που εστιάζουν στην «αριστερή αφομοίωση» των αναγκών αναπροσαρμογής του συστήματος: Είναι η ιστορική εποχή τής πλανητικής θέσμισης τού υπερτεχνολογικοποιημένου κεφαλαίου, κι αυτό επιτάσσει την κατάργηση των όποιων -θεσμικών, ιδεολογικών, πολιτικών, πολιτισμικών- περιορισμών στην απρόσκοπη εξάπλωση της νεοφεουδαρχικής κεφαλαιοκρατίας.
Επομένως, κατά τα ανωτέρω, για προφανείς λόγους, το Έθνος-Κράτος είναι μια βασική περιοριστική συνθήκη που «πρέπει» να εκλείψει. Πρωτοπορία σε αυτήν την συστημική στρατηγική είναι η αριστερά, οι καταβολές τής οποίας ανάγονται στο γίγνεσθαι του κοσμοειδώλου που αντιστοιχεί στον λεγόμενο «καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής», κοσμοειδώλου εδραζόμενου στην «πρόοδο», την «ανάπτυξη», τον υλισμό και την «διεθνικότητα», ως μια άλλη όψη του ιδίου νομίσματος, με την άλλη όψη να είναι η φιλελεύθερη δεξιά.
Πλέον η αριστερά, ειδικά στις «ανανεωτικές» εκδοχές της, είναι εφάμιλλη στον φανατισμό του κοσμοπολίτικου φιλελευθερισμού στην «υπέρβαση των εθνικών ταυτοτήτων και των συνόρων», όπως αυτή υλοποιείται από τις Εταιρείες, τις Αγορές, τις Τράπεζες και το Χρηματιστήριο.
Η αριστερά, στην τρέχουσα άκρως επικίνδυνη συγκυρία, αναπαράγει σχεδόν αυτούσια την τουρκική ρητορική, υιοθετώντας οπτικές που, μέσω επιφάσεων «επαναστατικής ορθοδοξίας», δίνουν λειτουργική νομιμότητα σε γεωπολιτικές δυναμικές χαρακτηριστικά αντίθετες με το Ελληνικό Εθνικό Συμφέρον.
Ωστόσο, η πραγματική ζωή, «φτύνοντας» τις διεθνιστικές κουταμάρες-σαχλαμάρες και παραχαράξεις, εξελίσσεται με όλη την βία των αληθινών αντιθέσεων: Η Τουρκία, με μια κρατική «αστική τάξη» απλώς διαμεσολαβήτρια στα παίγνια της διεθνούς σκακιέρας, εντείνει τη νεοοθωμανική στρατηγική τού νέου Σουλτανισμού, η οποία ουδόλως ταυτίζεται αποκλειστικά με τον «ισλαμοφασίστα» Ερντογάν, αλλά εκφράζει μια διαχρονική τουρκική εθνική σκοπιμότητα.
Η εγχώρια αριστερά, «φτερό στον άνεμο» ενός γελοιογραφικού «διεθνισμού», δείχνει να ενθαρρύνει ακόμα και την πολεμική ήττα της Χώρας μας προκειμένου να απαλλαγεί από το «αγκάθι» του «Εθνικού» και να αφιερωθεί, «μετά», σε μια «αντιεθνικιστική» διαχείριση τού «Κοινωνικού» με όρους «ταξικής εξέγερσης» και «ευρωπαϊκής προοπτικής», συνεπικουρουμένη ιδίως στο δεύτερο σκέλος από τις «εκσυγχρονιστικές» νεοφιλελεύθερες δυνάμεις.
Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων του εγχώριου Πραγματικού (και όχι φαντασιακού), ο «διεθνισμός» συνιστά ξεκάθαρα στοιχειώδη «αβάντα» στην γεωπολιτική λαιμητόμο του εθνικού διαμελισμού. Τόσο η αριστερά όσο και η δεξιά, μέσω αχρείων και ανιστόρητων γελοιοτήτων π,χ. «ανυπαρξίας ελληνικού έθνους πριν το 1821», κατασκευάζει και διακινεί μια ιδεοληψία εθνικής απαξίωσης, η οποία λειτουργεί κανονικά σαν συνειδησιακό υπόστρωμα σε μια πολιτική τουρκόφιλης υποτέλειας: Δημιουργείται σταδιακά ένα «εσωτερικό μέτωπο» άρνησης τής υπεράσπισης της Πατρίδας, το οποίο θα προσφέρει στον τουρκικό επεκτατισμό τον επαρκή δείκτη ευάλωτου που χρειάζεται ένας επίδοξος κατακτητής για να κάνει εύκολο το έργο του.
Βιώνουμε σήμερα μια εποχή γενικευμένης σύγχυσης και ανασφάλειας, όπου τα πεδία αναφοράς δεν τα δημιουργεί η αποσύνθεση τού συστήματος, αλλά το ίδιο το σύστημα που πλέον προσπαθεί να εξελίσσει σε αναπαραγωγικό του λειτουργικό στοιχείο την ίδια την κρίση του. Επομένως, ως Έλληνες Εθνικιστές, καλούμαστε να προσδιοριστούμε ιδεολογικά, πολιτικά, κοινωνικά, ηθικά όχι σε σχέση με στερεότυπα πλαίσια μιας γενικής και αόριστης δεξιάς αντίδρασης στην αριστερή πολιτική κουλτούρα, αλλά σε σχέση με τις «αναγκαιότητες» που μορφοποιεί το ίδιο το γίγνεσθαι του συστήματος. Για εμάς τους Έλληνες Εθνικιστές, ο «πόλεμος» των Ιδεών και η πολιτική πρακτική του πρέπει να γίνει όχι με τα «καμένα» συνθήματα μιας αδιέξοδης ιδεολογικοπολιτικοιστορικής ανάλυσης, βασισμένης σε «ληγμένα» υλικά μιας δεξιάς κατεύθυνσης των δεκαετιών του «ψυχρού πολέμου», αλλά με το σύγχρονο περιεχόμενο του Καθαρού Εθνικιστικού Λόγου, που αφορούν τις πραγματικές αποδομήσεις που επιφέρει η παγκοσμιοποιητική κεφαλαιοκρατική συγκρότηση.
Με άλλα λόγια, δεν έχουμε την πολυτέλεια της «επινόησης όρων», αλλά έχουμε την επιτακτική ανάγκη τής προσήλωσης στις βάσεις των Αιώνιων Ιδεών του Ελληνικού Εθνικισμού, ως την μόνη Απάντηση και Λύση στα προβλήματα της επιχειρούμενης αποεθνικοποίησης της Πατρίδας και του Λαού των Ελλήνων.
Γιώργος Μάστορας