Η τουρκική επιθετικότητα απέναντι στην Ελλάδα παραμένει αμείωτη σε όλα τα μέτωπα, από την Κύπρο στην Θράκη, και από το Αιγαίο στη Ν.Α. Μεσόγειο, με αιχμή τού δόρατος άλλοτε την εργαλειοποίηση του λεγόμενου «προσφυγικού», άλλοτε το τουρκολιβυκό μνημόνιο και τους υδρογονάνθρακες, άλλοτε την τουρκοποίηση και τον εποικισμό των κατεχόμενων τής Κύπρου, άλλοτε τις απειλές για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου.
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν σε μια περίοδο μεγάλης γεωπολιτικής έντασης, κατά την οποία οι ΗΠΑ μοιάζει να σπρώχνουν τα πράγματα προς μια συνεννόηση των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στην περιοχή, που δεν θα διαταράσσει την επιχειρησιακή ικανότητα τής «συμμαχίας» απέναντι στην Ρωσία. Στο εν εξελίξει αυτό παζάρι τής Δύσης με την Τουρκία, ο κίνδυνος για «ατυχήματα» ή για υποχωρήσεις είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός, και απαιτεί από την πλευρά τής Χώρας μας την οικοδόμηση μιας στρατηγικής που θα εξασφαλίζει στοιχεία Ισχύος και Κυριαρχίας, καθώς και περιφερειακών συμμαχιών.
Η Ελληνική απάντηση στην τουρκική επιθετικότητα μοιάζει γεμάτη αντιφάσεις, με κινήσεις στο και πέντε των εξελίξεων, χωρίς το απαραίτητο στρατηγικό βάθος. Το «εθνικό» αφήγημα παραμένει στο ότι θα μας στηρίξουν την κρίσιμη στιγμή οι «σύμμαχοι» -και βασικά οι ΗΠΑ. Γι’ αυτό είμαστε «φανατικά με την σωστή πλευρά της ιστορίας», παραχωρούμε χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα το λιμάνι τής Αλεξανδρούπολης στον στρατό των ΗΠΑ, κλείνουμε συμφωνίες για εξοπλιστικά όχι πάντα με κριτήριο τις ανάγκες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων κ.λπ.
Πρόσφατα στην ατζέντα επανήλθαν οι υδρογονάνθρακες, αλλά και οι συμφωνίες για έρευνες νοτιοδυτικά της Κρήτης και στο Ιόνιο, που είχαν σταματήσει μετά την αποχώρηση της Γαλλικής Total την άνοιξη του 2022.
Κίνηση που μοιάζει να ενοχλεί την Άγκυρα, η οποία κάνει λόγο για καταπάτηση τού τουρκολιβυκού μνημονίου, προσπαθώντας να στοιχειοθετήσει τις αιτιάσεις της πάνω σε προηγούμενα παράνομα τετελεσμένα. Μένει να αποδειχθεί κατά πόσον οι νέες αυτές κινήσεις θα αποδώσουν καρπούς (τόσο υλικά, με την ανεύρεση αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, όσο και συμβολικά, ως γεωπολιτική απάντηση στην τουρκική «Γαλάζια Πατρίδα»). Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι σίγουρο πως το εγχώριο πολιτικό σύστημα ενδιαφέρεται βασικά μόνο για την επικοινωνιακή αξιοποίηση τού θέματος. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός άλλωστε από τότε που η κυβέρνηση δήλωνε εμφατικά, από τα πλέον επίσημα χείλη (Μητσοτάκης, Δένδιας), πως στο όνομα τής «πράσινης ανάπτυξης», δεν μας ενδιαφέρει ως Χώρα το θέμα των εξορύξεων υδρογονανθράκων. Στο ενδιάμεσο, χάθηκε πολύτιμος χρόνος, ήρθε ο παροξυσμός της ενεργειακής κρίσης, στέρεψαν και τα όπλα απέναντι στις ολοένα και πιο παράλογες απαιτήσεις τής Τουρκίας και το θέμα επανέρχεται, με τις πλάτες αυτή την φορά των Αμερικανών της Exxon.
Ο κυρίαρχος κυβερνητικός λόγος και τα αντιφατικά μηνύματα που αυτός στέλνει (Ενεργειακά, συνεργασία με Τουρκία στο ΝΑΤΟ), αποτυπώνει με μεγάλη σαφήνεια το σοβαρό πρόβλημα τής Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η απόλυτη πρόσδεση στις προσταγές των «Μεγάλων Δυνάμεων» (και βασικά στα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ), απονεκρώνει κάθε δυνατότητα συνεκτικής Εθνικής Πολιτικής, ικανής να οικοδομήσει τα απαραίτητα στοιχεία κυριαρχίας και άμυνας, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράγοντα αποτροπής και ανάσχεσης τού τουρκικού αναθεωρητισμού. Αντιθέτως, ένα πολιτικό σύστημα που έχει αποδεχθεί τις βασικές κατευθύνσεις υποταγής των Εθνικών Συμφερόντων σε ξένες επιθυμίες και επιδιώξεις, χρησιμοποιεί τα τόσα σημαντικά για την Χώρα μας Εθνικά Θέματα ως προεκλογικά πυροτεχνήματα, ως επικοινωνιακά τεχνάσματα, για να κερδίσει χρόνο και να αποφύγει το πολιτικό κόστος των επιλογών που υπονομεύουν, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, την ασφάλεια τής Χώρας.
Γιώργος Μάστορας