Την Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου κυρώθηκαν στην Βουλή τα πρωτόκολλα ένταξης στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φινλανδίας, με συνοπτικές διαδικασίες και στο πνεύμα τού «άντε να τελειώνουμε». Το γεγονός αγνοήθηκε από τα δελτία ειδήσεων της ημέρας, ενώ την επομένη δεν υπήρχε καν στα ΜΜΕ, εφημερίδες και ιστοσελίδες.
Επί της ουσίας, δηλαδή, είχαμε μια εκδήλωση ακραίας υποτέλειας προς το ΝΑΤΟ του εγχώριου πολιτικού κόσμου, καθώς και μια πλήρη αδιαφορία για το επείγον και εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα της ανάκτησης βαθμών Κυριαρχίας της Χώρας (σε έναν κόσμο που αλλάζει ιλιγγιωδώς), της προβολής του στόχου της Ουδετερότητας. Η πλήρης υποβάθμιση τού τι έγινε στην Βουλή -από ολόκληρο τον συστημικό πολιτικό κόσμο, ακόμα και από αυτούς που ψήφισαν «κατά»- δείχνει μια πιο συνολική ροπή και αποδοχή του ατλαντισμού στην αναμέτρηση ανάμεσα στην «συνολική Δύση» και στον «υπόλοιπο» κόσμο. Μόνο που η επιλογή της ακραίας υποταγής στο ΝΑΤΟ βλάπτει σοβαρά την Χώρα και τα Εθνικά μας Συμφέροντα.
Η «Αγία Τριάς» του συστημικού πολιτικού κόσμου (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ) ψήφισε «υπέρ», δηλώνοντας πως η Ελλάδα θα κινηθεί εντός των αναγκών της πολεμικής-στρατιωτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Αυτή η «τριπλέτα» κυβέρνησε, κυβερνά και πρόκειται να κυβερνήσει το επόμενο χρονικό διάστημα. Και δηλώνει ξεκάθαρα πως δεν πρόκειται όχι να αμφισβητήσει, αλλά ούτε καν να σκεφτεί μια πιο αυτόνομη πορεία της Χώρας, έστω με αστερίσκους, με επιφυλάξεις, με κάποιες μικρές ή πιο σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Δηλαδή, χωρίς να χρησιμοποιήσει μια αρκετά μεγάλη δεξαμενή δυνατοτήτων, ώστε να ανακτά κάποιους βαθμούς Κυριαρχίας και να εξασφαλίζει έτσι καλύτερες θέσεις για την Εθνική Ανεξαρτησία και την αντιμετώπιση ενός αρκετά επικίνδυνου και αδηφάγου «γείτονα». Η «Αγία Τριάς», χωρίς καμία αναστολή, απλώς παραδίδεται στην ακραία υποταγή στον ατλαντισμό εκδηλώνοντας μια συνολική δουλοφροσύνη.
Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας αποτελεί μια ακόμα ενδυνάμωση μιας επιθετικής συμμαχίας, ενός στρατιωτικού βραχίονα-συμπληρώματος της αμερικανικής πολεμικής μηχανής, που προδιαγράφει διεύρυνση του πολέμου, των επεμβάσεων και των κινδύνων για Έθνη και Λαούς- ειδικά στην Ευρώπη. Ακόμα, γίνεται σε μια στιγμή που θα δώσει πιο επιθετική ορμή στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, τόσο ενάντια στην Ρωσία και στην Κίνα, αλλά, προσοχή εδώ, και ενάντια στην Ευρώπη. Ο μεγάλος κερδισμένος μέχρι τώρα είναι οι ΗΠΑ, αφού κόβει τους δεσμούς Ευρώπης-Ρωσίας και κονιορτοποιεί κάθε προοπτική αυτόνομου ρόλου της Ευρώπης. Ο μεγάλος χαμένος από τον πόλεμο είναι η Ευρώπη, κάτι το οποίο μπορεί να το δει ο καθένας.
Ο Δένδιας δήλωσε, χωρίς την παραμικρή αναστολή: «(Η Σουηδία και η Φινλανδία) με τις εξελιγμένες στρατιωτικές τους δυνατότητες θα συμβάλλουν στην ενίσχυση των επιχειρησιακών ικανοτήτων της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, κάτι που στην παρούσα συγκυρία έχει μεγάλη σημασία». Αναφερόμενος δε στην Αλεξανδρούπολη, δήλωσε: «Η ζωή ήρθε να αποδείξει σε σύντομο χρόνο τι τεράστια επιτυχία αποτελούσε αυτή η επιλογή, και ξέρουμε όλοι ότι η Αλεξανδρούπολη αποτελεί τον κύριο λιμένα ενίσχυσης της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ. Η απόσταση μέχρι την Οδησσό είναι μικρότερη από την απόσταση μέσω των Στενών και επίσης, αν δει κανείς τις γεωγραφικές αποστάσεις από τις άλλες επιλογές, καταλαβαίνει τι σημασία έχει». Πιο ξεκάθαρη δήλωση υποτέλειας δεν θα μπορούσε να γίνει…
Κι όλα αυτά, την στιγμή που γίνεται η ένταξη των δύο χωρών, και αφού (εδώ είναι το πιο σημαντικό) υπογράφτηκε το ειδικό μνημόνιο αυτών των χωρών με την Τουρκία. Ένα μνημόνιο που αναιρεί το «εμπάργκο» για την πώληση όπλων από τις δύο σκανδιναβικές χώρες προς την Τουρκία.
Οι εξαρτημένες εγχώριες οικονομικές και πολιτικές ελίτ επιλέγουν στην παρούσα φάση να συρθούν εντελώς στην αμερικανοΝΑΤΟϊκή «φωλιά». Πρώτον, για να αποκομίσουν οφέλη ορισμένες μερίδες πιο καλά πλασαρισμένες στους σχεδιασμούς του στρατοπέδου της «συλλογικής Δύσης» υπό αμερικανική ηγεμονία. Και δεύτερον, όπως επιχειρούν να το πλασάρουν, «για να προστατευθούμε καλύτερα απέναντι στον αναθεωρητισμό της Τουρκίας». Και όμως, αυτή η επιλογή (που αποκτά χαρακτήρα δομικής και στρατιωτικής επιλογής) έρχεται σε αντίθεση με μια κατεύθυνση που θα κατοχύρωνε την Εθνική Κυριαρχία και την οικονομική ζωή από πολλές επιβουλές. Και όχι μόνο, καθώς αυτή η πολιτική επιλογή σύσσωμου του εγχώριου πολιτικού συστήματος μπορεί να οδηγήσει -πέρα από το αποδεκτό και ήδη πραγματοποιήσιμο, ακόμη κι αν δεν εγγράφεται τυπικά, σχήμα «μειωμένη κυριαρχία» -σε μεγάλους τυχοδιωκτισμούς και απώλεια-ακρωτηριασμό της ίδιας της εδαφικής ακεραιότητας της Χώρας. Γιατί μπορεί να συμβεί αυτό;
Α) Εξαιτίας του μεγέθους της Χώρας και των δυνατοτήτων που αυτή έχει, σε συνάρτηση με την δεδομένη εξάρτηση του ντόπιου πολιτικού και οικονομικού κόσμου από ΗΠΑ και ΕΕ, σε ένα περιβάλλον που όλοι οι γεωπολιτικοί σχηματισμοί αλλάζουν και εντείνονται οι ανταγωνισμοί σε υπέρμετρο βαθμό. Πρέπει να αναλογιστούμε τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις τόσο των ΗΠΑ όσο και άλλων δυνάμεων, όπως η Γερμανία που παρεμβαίνει στα Δυτικά Βαλκάνια και η Αγγλία που έχει ανοικτά φιλοτουρκικές θέσεις. Δηλαδή, τόσο οι ανάγκες του πολέμου όσο και τα οικονομικά μετόπισθεν που αυτός έχει, αλλά και το τι θα γίνει με το μέγεθος Τουρκία, μπορούν να αλλάξουν πολλά δεδομένα. Άρα, οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Αγγλία θα κινηθούν με βάση τα δικά τους συμφέροντα.
Β) Η ακραία υποτέλεια προς το ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να μας προστατεύσει καθόλου από τον τουρκικό επεκτατισμό. Αυτό έχει φανεί και ιστορικά (π.χ. Κύπρος 1974, Ίμια 1996 κ.λπ.), αλλά φαίνεται και τώρα, που η Τουρκία αναβαθμίζεται και αντιμετωπίζεται πλέον από όλους ως μια υπολογίσιμη δύναμη. Αυτή, λοιπόν, η «υπολογίσιμη δύναμη» έχει την στρατηγική να κυριαρχήσει στον χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου (πέρα από άλλους στόχους), και αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ σε μεγάλο βαθμό αν παραμείνει η Τουρκία στο «μαντρί». Όμως, η αναβάθμιση της Τουρκίας της δημιουργεί την πεποίθηση και την φιλοδοξία ότι δεν θα της δώσουν απλώς κάτι ως «χαρτζιλίκι», αλλά ότι θα πάρει (θα κατακτήσει δηλαδή) ό,τι θέλει με την ισχύ της. Επομένως, η «ομπρέλα» του ΝΑΤΟ δεν θα την εμποδίσει σε αυτά. Και μην ξεχνάμε την επανειλημμένη προτροπή-γραμμή του ΝΑΤΟ προς Ελλάδα και Τουρκία με το «βρείτε τα», που σημαίνει ανοικτά φιλοτουρκική θέση.
Γ) Η Ελλάδα, παρά τα «ανήκομεν εις την Δύσην», είχε πάντα κάποιες ορισμένες σχέσεις τόσο με την ΕΣΣΔ όσο και με την Ρωσία. Όπως υπήρχαν και τμήματα των εγχώριων ελίτ με ιδιαίτερες οικονομικές σχέσεις με την Ρωσία. Μια Ρωσία, η οποία πάντοτε ενδιαφέρεται για την διέλευσή της από τα Στενά, αλλά και το Αιγαίο, και είχε ειδικές σχέσεις με την Κύπρο (οικονομικές δραστηριότητες κ.λπ.). Οι πρόσφατες εξελίξεις με τον πόλεμο στην Ουκρανία τείνουν να διαρρήξουν όλες αυτές τις σχέσεις. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως εχθρική χώρα προς την Ρωσία, και ο αντιρωσισμός-κατευθυνόμενος από τις ΗΠΑ- ανεβάζει την ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών. Άμεσο αποτέλεσμα θα είναι ο ενεργειακά εφιαλτικός χειμώνας, καθώς και η δύσκολη τροφοδοσία με τρόφιμα, λιπάσματα και πρώτες ύλες. Μια τέτοια εξέλιξη βλάπτει την Ελλάδα, την στιγμή που η «συλλογική Δύση» (τόσο με την μορφή των ΗΠΑ όσο και αυτής της ΕΕ) αδιαφορεί για την τύχη Εθνών, Λαών και Κοινωνιών και νοιάζεται μόνο να κερδίζει πολλά δισεκατομμύρια. Πως; Ξεφορτώνοντας και μετακυλώντας την κρίση στα Έθνη, στους Λαούς και στους Εργαζόμενους της Ευρώπης, υπό το σύνθημα «πολεμική οικονομία για την ελευθερία». Από όλες τις πλευρές, η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει πιο μετρημένη, πιο ισορροπημένη στάση στο νέο κύκλο που άνοιξε ο πόλεμος: όχι άμεση εμπλοκή (π.χ. όχι αποστολή πολεμικού υλικού), όχι στις κυρώσεις προς την Ρωσία. Αυτά ακόμα και χώρες που είναι στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ τα έχουν κάνει, προασπίζοντας τα εθνικά τους συμφέροντα. Το κάνει και σε πολύ ανώτερη μορφή η Τουρκία, η οποία στέλνει πολεμικό υλικό στην Ουκρανία, αλλά την ίδια στιγμή έχει αναβαθμισμένες σχέσεις με την Ρωσία.
Συμπερασματικά, η ακραία υποτέλεια προς το ΝΑΤΟ αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την Κυριαρχία της Χώρας, την μετατρέπει σε κόμβο στρατιωτικών και ενεργειακών επιλογών των ΗΠΑ και, κυρίως αυτό, την αφήνει πολύ εκτεθειμένη απέναντι σε επιβουλές. Πρώτον, με την μετατροπή της σε εχθρικό οχυρό απέναντι στην Ρωσία, με την χρησιμοποίησή της στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και άλλων δυτικών δυνάμεων στις σχέσεις τους με την Τουρκία, με την οικονομική και κυρίως κοινωνική πολτοποίηση του Ελληνικού Λαού. Ακόμη περισσότερο, επειδή η ακραία υποταγή προς το ΝΑΤΟ δεν είναι μια «ουδέτερη επιλογή»: Δυσκολεύεται και αντιστρατεύεται μια πορεία πραγματικής Ουδετερότητας της Χώρας, μέσω της κατάκτησης βαθμών Κυριαρχίας και πιο διαφοροποιημένων επιλογών, σε ένα κόσμο που συνεχώς αλλάζει.
Επομένως, ο στόχος της Ουδετερότητας της Χώρας συνδέεται με την κατάκτηση βαθμών Κυριαρχίας με όρους που να οδηγούν σε διέξοδο του Έθνους μας από τις ασφυκτικές τανάλιες και απειλές Δύσης και Τουρκίας, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας.
Υπάρχει βεβαίως το ερώτημα: Υφίστανται δυνάμεις (πολιτικές-κοινωνικές) και δυνατότητες (κομματικές) στην Ελλάδα που να σηκώσουν το βάρος σε μια τέτοιας κατεύθυνσης Ουδετερότητας; Προκαταβολικά, πρέπει να τονισθεί ότι επιβάλλεται από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα η συσκότιση γύρω από αυτό το θέμα της Ουδετερότητας της Χώρας.
Πιστεύοντας πως όποιος θεωρεί μονόδρομο την ακραία υποτέλεια προς το ΝΑΤΟ είναι αυτός που πραγματικά βρίσκεται σε εντελώς λάθος «όχθη της ιστορίας», το Πολιτικό Κίνημα των ΕΛΛΗΝΩΝ μπορεί να σηκώσει αυτό το βάρος και να κατευθύνει την Χώρα στην Ουδετερότητα, βλέποντας στο βάθος την Εθνική Ανεξαρτησία.
Γιώργος Μάστορας