Ποιοι βάζουν τις φωτιές; Πυρομανείς; Εμπρηστές που υπηρετούν οικονομικά και επενδυτικά συμφέροντα, που μετά τις πυρκαγιές φυτεύουν στα καμένα βίλες, ξενοδοχεία και τώρα τελευταία ανεμογεννήτριες; Αμελείς αγρότες, που συνήθως είναι οι μόνες περιπτώσεις που συλλαμβάνονται; Ξένες μυστικές υπηρεσίες, στα πλαίσια του υβριδικού πολέμου; Αλλοδαποί και «πρόσφυγες», είτε εξ’ αμελείας είτε από πρόθεση;
«Σε όλη την Μεσόγειο υπάρχουν πυρκαγιές ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής» αναφέρει ο πρωθυπουργός, για να μετριάσει τις εντυπώσεις από τις καταστροφές του τελευταίου διαστήματος. Αλήθεια; Ναι. Αλλά μισή αλήθεια, η οποία πολλές φορές καταντά χειρότερη από το ψέμα. Γιατί στην Χώρα μας, πλάι στην περιβαλλοντική κρίση και τα αποτελέσματά της, συνυπάρχουν μια σειρά από άλλες κρίσεις και απειλές (υβριδικές απειλές της Τουρκίας, κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού κ.α.) που επενεργούν επίσης.
Δεν αποτελεί είδηση πως οι φωτιές αποτέλεσαν (και ίσως συνεχίζουν να αποτελούν) ένα από τα όπλα της Τουρκίας στον εν εξελίξει υβριδικό πόλεμο εναντίον της Χώρας μας. Οι εναλλασσόμενες εγχώριες κυβερνήσεις μπορεί να υπονοούν συχνά αυτήν την απειλή, όχι για να καλέσουν σε εγρήγορση ή για να πάρουν ουσιαστικά μέτρα άμυνας, αλλά για να κρύψουν τις δικές τους ευθύνες. Ενώ οι αντιπολιτευόμενοι (με τους ρόλους να εναλλάσσονται) καταγγέλλουν την αντίπαλη κυβέρνηση, υποτιμώντας εντελώς τον ενδεχόμενο «τουρκικό δάκτυλο». Κάπως έτσι, η «ασύμμετρη απειλή» γίνεται «στρατηγός άνεμος», ενώ τα διάφορα σενάρια παραμένουν σενάρια, χωρίς να οικοδομούν την απαραίτητη αποτρεπτική ισχύ για την Χώρα.
Τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας εδώ και δεκαετίες, σε συνδυασμό με την εντεινόμενη τουρκική επιθετικότητα σε όλα τα μέτωπα, θα έπρεπε να καθιστούν απαγορευτική κάθε καθησυχαστική λογική. Ήδη από το 2011, σύμφωνα με καταγγελίες του τούρκου πρώην πρωθυπουργού Μεσούτ Γιλμάζ, έγινε γνωστό ότι επί προεδρίας της Τανσού Τσιλέρ, κατά το διάστημα 1993-1997 η ΜΙΤ σε συνεργασία με «Γκρίζους Λύκους» ευθύνονταν για μια σειρά δασικές πυρκαγιές στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Τις καταγγελίες αυτές έρχονται να επιβεβαιώσουν και μια σειρά μαρτυρίες τούρκων παρακρατικών, που αποτέλεσαν τους φυσικούς αυτουργούς των ενεργειών αυτών. Αλλά ακόμα και ο Έλληνας Ναύαρχος ε.α. Λεωνίδας Βασιλακόπουλος επανειλημμένα έχει δηλώσει πως «ήταν για εμάς προφανές ότι ορισμένες πυρκαγιές που ξεκινούσαν από δασικές εκτάσεις κοντά στις παραλίες της Σάμου, της Χίου, της Μυτιλήνης κ.λπ. προερχόταν από άτομα που προσέγγιζαν τα νησιά μας με μικρά πλοιάρια από την πλευρά της Τουρκίας, και πριν προλάβουμε να επέμβουμε επέστρεφαν πίσω». Παρόμοιες είναι οι αποσπασματικές πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας για τις φωτιές του 2007 ή και πιο πρόσφατα.
Η διαπλοκή της τουρκικής επιθετικότητας με το «προσφυγικό» ζήτημα και η αξιοποίηση των «μεταναστευτικών ροών» ως εργαλείο του υβριδικού πολέμου από την Τουρκία, είτε μέσω του ελέγχου των ροών είτε μέσω της διείσδυσης στους πληθυσμούς αυτούς ελεγχόμενων από αυτή στοιχείων, θα έπρεπε να αυξάνει την επαγρύπνηση της κυβέρνησης. Ειδικά για τις ακριτικές περιοχές θα έπρεπε να υπάρχει διπλή επαγρύπνηση, Εθνική και Οικολογική.
Οι ευαίσθητες περιοχές του Έβρου και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου γίνονται όλο και πιο συχνά θύματα των καταστροφικών πυρκαγιών. Η αδυναμία ελέγχου και επιτήρησης σε περιοχές τόσο κοντά στα σύνορα όπου υπάρχει (ή θα έπρεπε να υπάρχει) αυξημένη φύλαξη, η διαχρονική αδυναμία να συλληφθούν οι ένοχοι για τις καταστροφές αυτές, η δυσκολία ελέγχου της φωτιάς για αρκετές ημέρες, καταδεικνύουν σημαντικά κενά στην Εθνική Ασφάλεια, αποδυναμώνουν ακόμα περισσότερο το ηθικό και την εμπιστοσύνη των κατοίκων των ακριτικών περιοχών προς το κέντρο αποφάσεων στην Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα στέλνουν επικίνδυνα μηνύματα περαιτέρω αποθράσυνσης στην απέναντι πλευρά.
Γιώργος Μάστορας