Ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου: Ο Ήρωας των Ηρώων

Έλληνες  13/07/2021  

Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Της Συγγραφέως ″Φλόγα του Ταινάρου”

«Λαών γαρ βίος μακρύς, μνήμη εδράζεται» έλεγε ο μεγάλος ρήτορας προγονός μας Αντιφών. Οι εντολοδόχοι πολιτικάντηδες το ξέρουν. Στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν ηθικά και βιολογικά αυτό το υπέροχο γένος των Ελλήνων, μας διχάζουν, μας τρομοκρατούν, μας παραπληροφορούν, εσχάτως ακόμα και μας υβρίζουν, ενώ παράλληλα προσπαθούν να σβήσουν την Ιστορική μας Μνήμη. Ευτυχώς υπάρχουν οι ″ΕΛΛΗΝΕΣ″ που με επικεφαλής τον Ηλία Κασιδιάρη αγωνίζονται για να αποτρέψουν τα δόλια σχέδια των παγκοσμιοποιητών. Οι πραγματικοί ήρωες είναι αυτοί που μας εμπνέουν και μας ενώνουν. Θεωρούμε μέγιστη ηθική μας υποχρέωση αλλά και Εθνικό μας καθήκον να αγνοήσουμε την μονοθεματική τρομολαγνεία του Κορωνοϊού και να γράψουμε δυο γραμμές για τον Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, που σαν σήμερα, το 1913, περνάει στο Πάνθεον των ηρώων.

Ο Βελισσαρίου γεννιέται στις 26 Νοεμβρίου 1861 στην Κύμη της Ευβοίας. Ο πατέρας του, εύπορος κτηματίας, έχει εξασφαλίσει στην οικογένεια του μία άνετη ζωή. Ο νεαρός Βελισσαρίου όμως μένει αδιάφορος απέναντι στα πλούτη και στα υλικά αγαθά. Υψηλές αξίες και ιδανικά ορίζουν από νωρίς τις ενέργειες και τις προσδοκίες του. Οι γονείς του φροντίζουν να μεγαλώσει με στοργή και να εκπαιδευτεί με επιμέλεια.

O Βελισσαρίου, αποφοιτά το 1887 από τη σχολή υπαξιωματικών, ανάμεσα στους πρώτους, με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού πεζικού. Όσοι είχαν την τιμή να τον γνωρίσουν τον υπολήπτονται τόσο για τον ευθύ και άκακο χαρακτήρα του, όσο και για τη στρατιωτική και τη γενικότερη ακαδημαϊκή μόρφωση του. Ανάμεσα στις αγαπημένες του συνήθειες συγκαταλέγεται η μελέτη της ιστορίας και οι ατελείωτες συζητήσεις γύρω από τα εθνικά θέματα.

Κατά την κρίσιμη περίοδο, πριν από την έναρξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, υποστηρίζει με σθένος την υιοθέτηση δραστικών λύσεων (σε αντίθεση με την «ψύχραιμη αντιμετώπιση», που οι πολιτικάντηδες προτείνουν διαχρονικά). Η έναρξη των επιχειρήσεων τον βρίσκει να υπηρετεί ως διμοιρίτης. Δίνει τα πρώτα δείγματα της απαράμιλλης ανδρείας. Υπό τα πυρά του υπεράριθμου εχθρού οι φίλιες δυνάμεις συμπτύσσονται ή τρέπονται σε άτακτη φυγή. Η διμοιρία του Βελισσαρίου βρίσκεται στο κέντρο του εχθρικού πυρός. Δεν υποκύπτει στην αφόρητη εχθρική πίεση. Δεν εγκαταλείπει τη θέση της. Ο Βελισσαρίου, τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, δεν έχει μόνο το ψυχικό σθένος να παραμείνει στη θέση του, να διευθύνει έναν αγώνα που έχει πλέον χαθεί, αλλά και την ηγετική φυσιογνωμία που απαιτείται ώστε να κρατήσει μαζί του τους στρατιώτες της διμοιρίας του, την ώρα που τα γύρω τμήματα διαλύονται. Συμπτύσσεται μόνο αφού πρώτα λαμβάνει ειδική εντολή από τον διοικητή του, ο οποίος από νωρίς έχει υποχωρήσει.

Η ατυχής για την Ελλάδα εξέλιξη των επιχειρήσεων του 1897, δημιουργεί ένα κλίμα, παρόμοιο με το σημερινό: Ηττοπάθειας, δυσφορία. Από το βήμα της Βουλής ακούγονται απόψεις και αντιλήψεις αποθαρρυντικές για την επιβίωση της Ελλάδος. Οι πολιτικάντηδες της εποχής (σ.σ. αλλά και διαχρονικά) υποστηρίζουν με ″παρρησία″ πως η Ελλάδα ήταν πολύ μικρή και ανίσχυρη και μόνο η εποπτεία και η καθοδήγηση κάποιας ″Μεγάλης Δύναμης″ θα μπορούσε να βελτιώσει την τύχη της. Το φρόνημα όμως του Βελισσαρίου μένει ακλόνητο. Ακούει το αίμα του και όχι τις μεμψίμοιρες ″Κασσάνδρες″ Πιστεύει πως οι Έλληνες οφείλουν να προετοιμάζονται προκειμένου να ″μετατοπίσουν″ τα σύνορα της πατρίδας ώστε να καλύψουν όλους τους αλύτρωτους Έλληνες. Ξέρει ότι πραγματική πρωτεύουσα της χώρας, είναι η Κωνσταντινούπολη. Για την επίτευξη των εθνικών ιδεωδών, ο Βελισσαρίου θέτει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές του 1908, αν και όπως λέγει: «Η αποτυχία μου είναι εξασφαλισμένη. Η υποψηφιότητα μου κατ' ουσία δεν είναι άλλο παρά εκδήλωση διαμαρτυρίας». Ξέρει ο Ήρωας, ότι ανέκαθεν οι ψήφοι, δυστυχώς, μετρούνται και δεν ″ζυγίζονται″.  

Δυσαρεστημένος από τις πολιτικές εξελίξεις, γίνεται από τους πρωτεργάτες στην ίδρυση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου». Σε όσους δυσανασχετούν με την ανάμιξη του Στρατού στην πολιτική, απαντά: «Ο Στρατός θα επανέλθει βεβαίως στο καθήκον του, όταν οι πολιτικοί αναλάβουν ειλικρινά το δικό τους». Συμμετέχει ως ένας από τους πλέον αποφασισμένους επαναστάτες στην εκδήλωση του κινήματος στου Γουδή, τον Αύγουστο του 1909. Πάντα αγνός πατριώτης ιδεολόγος, δεν διεκδικεί κάποιο αξίωμα ή αναγνώριση.

Παράλληλα φροντίζει για τη στρατιωτική του κατάρτιση. Μελετά ζητήματα τακτικής και στρατηγικής. Το 1910, ως γνώστης της γαλλικής γλώσσας, μεταφράζει στα Ελληνικά το βιβλίο του μετέπειτα στρατάρχη Φος «Περί των αρχών του πολέμου». Το έργο αυτό τον ″σημαδεύει″. Εδώ μελετά την τακτική της «ακράτου επιθέσεως», την οποία υιοθέτει και εφαρμόζει με εξαιρετική επιτυχία στη συνέχεια.

Η έναρξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου τον βρίσκει διοικητή τάγματος στις προφυλακές (Τύρναβος). Γνωρίζει πως ακόμη και για τους πλέον ανδρείους στρατιώτες το «βάπτισμα του πυρός» είναι μία επίπονη διαδικασία. Τους απευθύνει τις τελευταίες παραινέσεις: «Παιδιά το τουφέκι ανοίγει σήμερα. Ο Θεός βοηθός. Πάνε δεκαπέντε χρόνια τώρα που κάναμε έναν άλλο πόλεμο και χάσαμε. Μια ντροπή κάθισε από τότε στην ψυχή μας και μια μουντζούρα στο πρόσωπο μας. Αυτή τη ντροπή πρέπει να τη βγάλουμε από πάνω μας. Και αυτό από εσάς το περιμένει η πατρίδα. Εμπρός λοιπόν, παιδιά, στο όνομα του Θεού και της Πατρίδας. Θα τους κυνηγήσουμε τους Τούρκους ως την Πόλη. Ζήτω λοιπόν η Πατρίδα, ζήτω ο Βασιλέας, ζήτω ο Διάδοχος, ζήτω ο Ελληνικός Στρατός». Ακολουθούν ζητωκραυγές. Ο αέρας δονείται. Τρόμος καταλαμβάνει τον εχθρό που βρίσκεται απέναντι.

Πρώτες ημέρες του πολέμου, ο ήρωας επιδεικνύει άφταστο ηρωισμό, σε βαθμό μάλιστα να επιπλήττεται από τους προϊσταμένους του, ότι θέτει σε υπερβολικούς κινδύνους το τάγμα του, καθώς επιτέθηκε, χωρίς να αναμένει την προπαρασκευή πυροβολικού. Ο ίδιος ο Αρχιστράτηγος επιπλήττει τον Βελισσαρίου, τον οποίο μάλιστα αποκαλεί τρελό. Λαμβάνει υπερήφανη απάντηση: «Παρατηρείτε εμένα Υψηλότατε διότι έσπευσα και δεν παρατηρείτε εκείνους οι οποίοι εβράδυναν».  

16/2/13, ο Βελισσαρίου βρίσκεται επικεφαλής του 9ου Τάγματος Ευζώνων. Λαμβάνει διαταγή, μαζί με το 8ο (υπό τον Ιατρίδη), υπερκέρασης του Μπιζανίου, με κίνηση προς το ύψωμα Άγιος Νικόλαος. Το πετυχαίνουν και καταλαμβάνουν το χωριό Πεδινή. Νέα διαταγή, προς τα δύο Ευζωνικά τάγματα, για ανακοπή της προέλασης. Οι Εύζωνες απτόητοι συνεχίζουν. Μπροστά τους έχουν τον προαιώνιο εχθρό του Γένους. Το χρέος προς την Πατρίδα είναι πάνω από διαταγές. Αποκόπτουν τις συγκοινωνίες των Τούρκων, με την κατάληψη της αμαξιτής οδού Ιωάννινα – Πρέβεζα. Η διείσδυση γίνεται ανάμεσα σε τρία τουρκικά οχυρά. Ο Βελισσαρίου διακρίνει φάλαγγες του εχθρού που συμπτύσσεται. Φωνάζει: «Εμπρός παιδιά, να τους φτάσουμε, να τους πάρουμε φαλάγγι τους τουρκαλάδες». Οι Εύζωνοι τρέχουν πίσω του γεμάτοι ενθουσιασμό. Παρά τα πυκνά εχθρικά πυρά, τα δύο ευζωνικά τάγματα καταλαμβάνουν το χωριό Άγιος Ιωάννης. Κόβουν τα τηλεφωνικά καλώδια. Αιχμαλωτίζουν 37 αξιωματικούς και 935 οπλίτες του τουρκικού Στρατού. Η προέλαση των δύο ταγμάτων συνεχίζεται, παρά τις αντίθετες διαταγές της ιεραρχίας. Ο Βελισσαρίου, από την περιοχή του Αγίου Ιωάννη, βλέπει τα Ιωάννινα. 

                Η τύχη βοηθά τους τολμηρούς. 23.00 της 20ης Φεβρουαρίου οι Τούρκοι, με κομμένες τις επικοινωνίες, βλέπουν τις πολλές φωτιές, που επίτηδες έχουν ανάψει τα δύο Ευζωνικά τάγματα. Νομίζουν ότι μεγάλος όγκος του Ελληνικού στρατού έχει υπερκεράσει το Μπιζάνι. Στέλνουν στον Βελισσαρίου αντιπροσωπεία του Εσάτ πασά για την παράδοση των Ιωαννίνων. Περιχαρής ο ήρωας παρουσιάζεται στον Διάδοχο για να του αναγγείλει: «Ήρθα να σας φέρω τα Γιάννενα, με τα φτερά των ευζώνων μου». Την επομένη οι καμπάνες των εκκλησιών στα Ιωάννινα κτυπούν χαρμόσυνα και ο Ταγματάρχης Βελισσαρίου συνοδεύει τον Διάδοχο στη θριαμβευτική είσοδο του.

Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος βρίσκει τον Βελισσαρίου πάλι διοικητή του 9ου Τάγματος Ευζώνων. Μάχη του Λαχανά, ο Βελισσαρίου αγωνίζεται σαν λιοντάρι. Κινείται έφιππος ανάμεσα από τις θέσεις των ανδρών του. Τους εμψυχώνει. Νέα έφοδος των Ευζώνων. Ο Βελισσαρίου, πάντα όρθιος. Αρπάζει τον σαλπιγκτή από τον γιακά, τον σηκώνει όρθιο, και τον διατάζει: «Σάλπιζε συνεχώς: ″Προχωρείτε!″». Μένει εκτεθειμένος στα εχθρικά πυρά και φωνάζει στους Ευζώνους του για να τους δώσει θάρρος: «Βλέπετε μωρέ, οι σφαίρες δεν μας χτυπάνε, μόνο η καρδιά χτυπάει!». Με τέτοιο Διοικητή τίποτα δεν σταματά τους Ευζώνους. Στις 16.00 της 21ης Ιουνίου μπαίνουν στον Λαχανά. Με κατακόκκινες λόγχες, από το αίμα των εχθρών τους, συνεχίζουν την καταδίωξη των υποχωρούντων Βουλγάρων, χωρίς να τους δώσουν χρόνο να ανασυνταχθούν και να εγκατασταθούν αμυντικά στα παρακείμενα υψώματα. Οι «φτερωτοί» εύζωνοι είναι πια ασυγκράτητοι. Με καταδρομική επιχείρηση στις 27 Ιουνίου, μετά από μακρά και κοπιώδη ανηφορική πορεία, εκτελούν έφοδο, κάτω από καταιγιστικά πυρά και καταλαμβάνουν τα στενά της Στρώμνιτσας «Σιδηρά Πύλη». Οι Βούλγαροι αναγκάζονται να υποχωρήσουν, καταδιωκόμενοι, προς το Πετρίτσι.

Στις 12 Ιουλίου 1913 αρχίζει η γιγαντομαχία της Κρέσνας. Το Τάγμα  του Βελισσαρίου, υπό καταρρακτώδη βροχή και εχθρικά πυρά κάνει βίαιη διάβαση του πλημμυρισμένου ποταμού Οσένοβα. Αμέσως μετά οι Εύζωνοι αναρριχώνται στην πλαγιά του υψώματος όπου ήταν ταγμένος ο εχθρός. Έχουν στο πλευρό τους, άξιους συμπολεμιστές, το Τάγμα Κρητών, με Διοικητή τον Ταγματάρχη Κολοκοτρώνη. Οι βουλγαρικές δυνάμεις, στις 17.00, αφού ενισχύονται με τρία ακόμη τάγματα, εκδηλώνουν αντεπίθεση. Τα τάγματα των Ευζώνων και Κρητών είναι κατάκοπα και ενισχύθηκαν μόνο με δύο λόχους του 8ου Τάγματος Ευζώνων. Παρ’ όλα αυτά περνούν στην επίθεση. Την στιγμή που ο εχθρός υποχωρεί άτακτα σκοτώνεται ο Κολοκοτρώνης, και το τάγμα του αποσυντίθεται.

Όλη τη νύκτα, παρά τη δυνατή βροχή στρατιώτες και αξιωματικοί σκάβουν ορύγματα, μεταφέρουν πέτρες, προπαρασκευάζουν με κάθε τρόπο την άμυνα για την επόμενη ημέρα. Φθάνουν και ενισχύσεις το ΙΙΙ/17 Τάγμα και το υπόλοιπο του 8ου Τάγματος Ευζώνων. Ενισχύονται όμως και οι Βούλγαροι. Στις 04.00 της 13ης Ιουλίου οι Βούλγαροι επιχειρούν εκ νέου επίθεση. Κανένα αποτέλεσμα. Μεσημέριασε. Τα Ελληνικά Τάγματα, αμύνονται απελπισμένα στις αλλεπάλληλες επιθέσεις του περίπου διπλάσιου εχθρού, που υποστηρίζεται από πυρά πυροβολικού. Οι απώλειες είναι τεράστιες. Τα ορύγματα γεμίζουν με πτώματα στρατιωτών και αξιωματικών. Ο Βελισσαρίου διατρέχει ακούραστα τις Ελληνικές θέσεις, εμψυχώνοντας τους ηρωικούς συναγωνιστές του. Οι επιθέσεις και αντεπιθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Η ορμή των Ευζώνων αρχίζει να πτοεί τους Βουλγάρους, αλλά διαπιστώνεται πρόσκαιρη έλλειψη πυρομαχικών. Ακούγονται κραυγές: «Δεν έχουμε φυσίγγια». Μέσα στη βουή της μάχης, η απάντηση του Βελισσαρίου είναι μοναδική: «Και τι; Χαθήκανε μωρέ οι πέτρες; Κοτρόνες δεν υπάρχουν εδώ; Με τις πέτρες!». Δίνει ο ίδιος το παράδειγμα αρπάζει την πρώτη πέτρα και την πετά προς τους Βουλγάρους. Οι Εύζωνοι δεν αργούν να τον μιμηθούν. Ο «λιθοβολισμός» διαρκεί αρκετά, προκαλώντας τον τρόμο στους Βουλγάρους. Επιτέλους φθάνει και η αναχορηγία των πυρομαχικών. Οι βουλγαρικές δυνάμεις ανασυντάσσονται και αντεπιτίθενται. Ο Βελισσαρίου, μαινόμενος, σηκώνεται όρθιος και κραδαίνοντας το περίστροφό του φωνάζει: «Όποιος θέλει τη νίκη ή αλλιώς τον θάνατο ας με ακολουθήσει!». Τρέχει πρώτος προς τον εχθρό. Πίσω του, συνεπαρμένοι από τον άφθαστο ηρωισμό του Διοικητή τους, ορμούν οι Εύζωνοι. Το θεριστικό πυρ των εχθρικών πολυβόλων προκαλεί μεγάλες απώλειες στο Τάγμα, το οποίο όμως συνεχίζει να πολεμά λυσσασμένα. Κάποια στιγμή ο Ταγματάρχης Βελισσαρίου πέφτει τραυματισμένος. Οι Εύζωνοι, σπεύδουν, παρά τα πυκνά εχθρικά πυρά, να τραβήξουν τον «πατέρα» τους, όπως τον αποκαλούν, στα ορύγματα. Η μάχη συνεχίζεται. Ο Ταγματάρχης μένει εκεί, στο όρυγμα μαζί με τους άνδρες του, τους παρακινεί συνεχώς, ενώ μεταφέρεται στο ορεινό χειρουργείο: «Παιδιά τη δουλειά σας. Θα μου δέσουν την πληγή και θα γυρίσω σε δυό ώρες». Το τραύμα του ήρωα όμως είναι βαρύτατο. Ο ίδιος ζητά να τον αφήσουν να ξαπλώσει κάτω, όπως άλλωστε είχε συνηθίσει να κοιμάται επί τόσα χρόνια,. Οι γιατροί δεν θέλουν να τον αφήσουν πάνω στο υγρό χώμα. Εκείνος επιμένει. Τελικά αφήνει την τελευταία του πνοή, έχοντας ως στρώμα του τη γη που απελευθέρωνε και ως προσκέφαλο τους βράχους.

Η ηρωική μορφή του Ταγματάρχη δεν επέστρεψε ποτέ στη μάχη. Σίγουρα όμως η ψυχή του στεκόταν πάντα δίπλα στους Ευζώνους, που αγάπησε σαν παιδιά του, παροτρύνοντάς τους να ελευθερώσουν όλη την Μακεδονία μας. Αυτήν την Μακεδονία μας, που σήμερα κάποιοι προδότες ξεπουλούν για να μένουν γαντζωμένοι στις καρέκλες της εξουσίας.

Ο Βελισσαρίου τάφηκε την επομένη σε κάποιο σημείο έξω από το χωριό Γκράντεβο, κοντά στην Άνω Τζουμαγιά (σ.σ. την πρωτεύουσα της σκλαβωμένης Μακεδονίας του Πιρίν). Στην κηδεία του παραβρέθηκαν και οι Εύζωνοι του. Όταν το φέρετρο κατέβαινε στη γη, οι λυγμοί των συμπολεμιστών του έσπασαν την παγερή σιωπή που επικρατούσε. Σίγουρα αυτοί οι Εύζωνες ούτε που θα φαντάζονταν ότι το σύγχρονο «Ελληνικό» Κράτος των εθνομηδενιστών ακόμα ″παρακαλάει″ τους Βούλγαρους για να βρει τον τάφο και τα λείψανα του ήρωα. «Αγνοούνται» και αυτά μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες λείψανα Ελλήνων ηρώων που βρίσκονται στην αγκαλιά της γης των σκλαβωμένων πατρίδων: Στην Βόρειο Ήπειρο, στην Μικρά Ασία, στην Β. Κύπρο και αλλού. Αυτοί που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της Ελλάδος, δεν τιμούνται από το Ελλαδικό κράτος. Οι κατ’ επίφαση ″δημοκράτες″ τιμούν με τριήμερους(!) εορτασμούς τους ″νεκρούς″ του πολυτεχνείου και τους «αγώνες της αριστεράς».

Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Βελισσαρίου λέγεται πως είπε: «Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δεν ζουν πολύ». Στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα που έστειλε στη σύζυγο του έγραφε: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων». Μόνο ένα τέτοιο λακωνικό μήνυμα άρμοζε στον θάνατο ενός θρύλου.

Το ακόλουθο αριστουργηματικό ποίημα (του Φωκίωνα Πανά) που αφιερώθηκε στον Βελισσαρίου καταφέρνει να τρέξει όλη την ένδοξη ιστορία μας σε πέντε δίστιχα:

Εις τον Ήρωα των Ηρώων

Τόξα και βέλη ετρέμανε στο θεϊκό σου χέρι,

όταν την Τροία έσειες των Αχαιών ξεφτέρι.

Του ήλιου το φως εκρύβανε τα μύρια σας κοντάρια,

όταν τον Πέρση εσκίζατε των Πλαταιών λιοντάρια.

Τουφέκια εβρονταστράφτανε το Χάρο αδελφωμένα

της Λευτεριάς σαν έχυνες το φως Εικοσιένα.

Μα με λιθάρια, με βουνά, με πέτρες με κοτρόνια

δύο μόνο επολέμησαν, δύο ξακουσμένοι αιώνια.

Σεις ω Τιτάνες τον παληόν παλεύοντες θεόν μας

και συ ω Βελισσάριε, Τιτάν των ημερών μας.

Το αίμα του ήρωα Βελισσαρίου πότισε την ιερή γη της Μακεδονίας. Ενώθηκε στα σπλάχνα της Ελληνικής γης με αυτό χιλιάδων ηρώων που αγωνίστηκαν, για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας. Σίγουρα θα έρθει η ημέρα που αυτό το ολοζώντανο αιμάτινο ποτάμι θα καλύψει το μελάνι της ντροπής των Πρεσπών. Θα φέρει την ιστορική δικαίωση. Η Μακεδονία είναι μία. Η Μακεδονία είναι Ελλάδα.

Στις φλέβες μας κυλάει το ίδιο αίμα με αυτό τόσων ηρώων! Δεν έχουμε δικαίωμα να λιποψυχούμε! Ο ήρωας Βελισσαρίου τελείωνε κάθε ομιλία του προς τους αγαπημένους του Ευζώνους λέγοντας: «Δια της λόγχης στην Σόφια». Ακούστε, την αιώνια ψυχή του Ήρωα! Μας φωνάζει από εκεί ψηλά: «Δια του υψηλού φρονήματος, στην τελική νίκη».

                Ας θυμόμαστε πάντα, σε δύσκολες στιγμές, τα λόγια που εκφώνησε ο Περικλής στον μνημειώδη επιτάφιο λόγο του, για τους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου και παρέμειναν αθάνατα με τη γραφίδα του Θουκυδίδη:

ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΜΕ  ΕΣ  ΑΕΙ

ΠΑΡΑ  ΔΥΝΑΜΙΝ  ΤΟΛΜΗΤΑΙ

ΠΑΡΑ  ΓΝΩΜΗΝ  ΚΙΝΔΥΝΕΥΤΑΙ

ΚΑΙ  ΕΝ  ΤΟΙΣ  ΔΕΙΝΟΙΣ  ΕΥΕΛΠΙΔΕΣ


Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης