Αρχές του 491 π.Χ. Ο Δαρείος, ο βασιλιάς της Περσίας, στέλνει πρέσβεις σε Αθήνα και Σπάρτη για να ζητήσουν «γην και ύδωρ». Οι πρέσβεις ρίχνονται σε βάραθρα, καθώς οι προτάσεις τους θεωρήθηκαν βαρύτατη προσβολή. Ο Δαρείος εξοργίζεται. Αποφασίζει ότι έφθασε η ώρα να υποτάξει την Ελλάδα. Προφασίζεται ότι θέλει να τιμωρήσει Αθηναίους και Ερετριείς, οι οποίοι βοήθησαν στην Ιωνική Επανάσταση. Όλα τα υποταγμένα βάρβαρα έθνη διατάσσονται να στείλουν στρατεύματα και πλοία.
Άνοιξη του 490 π.Χ., 600 πολεμικά πλοία και μεγάλος αριθμός μεταγωγικών πλοίων συνωθούνται στα παράλια της Κιλικίας. 500.000 βάρβαροι επιβιβάζονται σε αυτά. Ο Δαρείος ορίζει επικεφαλής τους τον ανιψιό του, Αρταφέρνην και τον γηραιό Μήδο στρατηγό, Δάτιν. Η βαρβαρική λαίλαπα σαρώνει πρώτα τα νησιά του Αιγαίου μας. Τα περισσότερα υποτάσσονται. Η Ερέτρια είναι ο επόμενος στόχος. Οι Ερετριείς οχυρώνονται στα τείχη της πόλεώς τους. 4.000 Οπλίτες Αθηναίοι σπεύδουν να τους συνδράμουν. Τελικά δεν θα φθάσουν ποτέ στην Ερέτρια, καθώς όταν βρίσκονται στην περιοχή της Χαλκίδας, ενημερώνονται από τους Ερετριείς, ότι η φρουρά της πόλης επαρκεί για τη φύλαξη των τειχών και θα ήταν προτιμότερο να επιστρέψουν στην Αθήνα.
Αρχές Αυγούστου, έβδομη ημέρα πολιορκίας. Χιλιάδες πτώματα βαρβάρων σήπονται κάτω από τον καυτό ήλιο στην κοιλάδα της Ερέτριας. Η φρουρά στέκεται ακλόνητη. Εξολοθρεύει ανελέητα τα στίφη των βαρβάρων που ορμούν λυσσασμένα στα τείχη. Μάλιστα με νυκτερινές εξόδους προκαλεί καταστροφές στο περσικό στρατόπεδο. Για άλλη μια φορά η προδοσία και οι χρυσοί δαρεικοί βγάζουν τους βαρβάρους από το αδιέξοδο. Την νύχτα, δύο προδότες, ο Εύφορβος και ο Φίλαγρος, φονεύουν τους φρουρούς μιας πύλης και την ανοίγουν. Χιλιάδες βάρβαροι, ως ύαινες, εξορμούν στην πόλη. Σπέρνουν τον θάνατο και τον τρόμο. Τα άγρια ένστικτα των βαρβάρων δεν έχουν ακόμα κορεσθεί. Ανασκάπτουν και πυρπολούν την πόλη. Παίρνουν ως δούλους όσους Ερετριείς επέζησαν.
Μέσα Αυγούστου και ο βαρβαρικός στόλος πλέει προς την Αττική. Ναυλοχεί στον όρμο του Μαραθώνα. Αποβιβάζει τον στρατό στην ομώνυμη πεδιάδα. Ο Δάτις διαπιστώνει ότι η περιοχή είναι τελείως ακατάλληλη για ελιγμούς ιππικού και για την ανάπτυξη του πολυπληθούς πεζικού του. Έχει πολλά έλη και έναν χείμαρρο, ο οποίος ουσιαστικά χωρίζει την πεδιάδα στα δύο. Διατάσσει να επιβιβαστούν πάλι στα πλοία και να πλεύσουν προς τα παράλια των Αθηνών. Πρώτο επιβιβάζεται το ιππικό. Ακολουθούν οι αποσκευές. Και τότε ξαφνικά διατάσσεται να σταματήσει η επιβίβασης του πεζικού. Οι περίπου 10.000 ιππείς παραμένουν στα πλοία. Ούτως ή άλλως δεν μπορεί να πολεμήσουν στο βαλτώδες πεδίο. Τι συμβαίνει; Τι είναι αυτές οι ασπίδες και περικεφαλαίες που λαμπυρίζουν στους γύρω λόφους; Ποιοι είναι αυτοί οι θρασείς που τολμούν να παρενοχλούν το μεγάλο στράτευμα;
Για να δούμε ποιοι είναι αυτοί οι “θρασείς”, ας αναφέρουμε τα διαλαμβανόμενα στην Αθήνα από όταν μαθεύτηκε ότι ο περσικός στόλος επέρχεται εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας. Όπως πάντα προπομπός του στόλου είναι οι χρυσοί δαρεικοί που ρέουν άφθονοι προς τις τσέπες κάποιων πολιτικάντηδων της τότε εποχής. Αυτοί, κατά τα ειωθότα, συγκροτούν μία δήθεν “ειρηνόφιλη” παράταξη. Λέγουν τα γνωστά φληναφήματα: «Η Αθήνα θα καταστραφεί. Οι Πέρσες είναι παντοδύναμοι. Δεν ζητάνε και τίποτα σπουδαίο, απλώς να δηλώσουμε υποταγή. Θα μας δώσουν χρήματα. Θα αναπτυχθεί το εμπόριο κλπ». Ευτυχώς οι Αθηναίοι τότε είχαν άλλη Παιδεία, άλλες Αξίες. Έθεταν την Ελευθερία υπεράνω και της ζωής τους. Συγχρόνως είχαν την τύχη να έχουν και ικανότατους ηγέτες. Εξέχουσες προσωπικότητες σαν τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και τον Θεμιστοκλή, παραμερίζουν τις προσωπικές τους διαφορές και ενώνουν τις δυνάμεις τους. Οι δύο τελευταίοι, σε μια ακόμη απόδειξη του μεγαλείου ψυχής, ετέθησαν αυτοβούλως υπό τις διαταγές του Μιλτιάδη, αναγνωρίζοντας τις τεράστιες στρατηγικές του ικανότητες.
Όταν στην Αθήνα μαθαίνουν ότι οι βάρβαροι είναι στον Μαραθώνα, συγκαλείται η Εκκλησία του Δήμου. Με πύρινους λόγους οι δέκα Στρατηγοί, προεξάρχοντος του Μιλτιάδη, εξυψώνουν το Φρόνημα των Αθηναίων. Το αρειμάνιο πνεύμα επικρατεί. Πάνδημη πολεμική κινητοποίηση. Σχεδόν άμεσα συγκροτείται το Αθηναϊκό στράτευμα. Οι πολεμικές σημαίες υψώνονται. Οι παιάνες αντηχούν. Οι Αξιωματικοί, με κόκκινες χλαμύδες και χρυσές επωμίδες, ηγούνται 10.000 οπλιτών (Αθηναίων Πολιτών), τους οποίους ακολουθούν 10.000 δούλοι ως «ψιλοί». Παράλληλα στέλνονται ημεροδρόμοι στην Σπάρτη και άλλες Ελληνικές πόλεις ζητώντας βοήθεια. Η Σπάρτη απαντά ότι δεν μπορεί να στείλει άμεσα στράτευμα, επειδή εορτάζουν τα «Κάρνεια». Μόνο οι Πλαταιές ανταποκρίνονται και στέλνουν 1.000 οπλίτες στον Μαραθώνα.
Αρχές Σεπτεμβρίου και αυτοί οι “θρασείς” έχουν παραταχθεί στα υψώματα πάνω από την κοιλάδα του Μαραθώνα. Επί αρκετές ημέρες επικρατεί ηρεμία. Οι Αθηναίοι δεν επιτίθενται αναμένοντας μάταια βοήθεια και από άλλες πόλεις. Ο Δάτις τηρεί στάση αναμονής σίγουρος ότι αυτοί οι λίγοι δεν θα τολμήσουν να επιτεθούν στο ογκώδες στράτευμά του και εκτιμώντας ότι σύντομα θα αποχωρήσουν για να υπερασπιστούν τα τείχη της Αθήνας. Πράγματι, στο Αθηναϊκό Στρατόπεδο διεξάγεται ψηφοφορία μεταξύ των 10 Στρατηγών (σ.σ. Ένας από κάθε φυλή, οι οποίοι ασκούν την αρχηγία του στρατού διαδοχικά ανά ημέρα). Πρέπει να αποφασίσουν αν θα αντιμετωπίσουν εκεί τους βαρβάρους ή θα επιστρέψουν στην Αθήνα. Οι δύο απόψεις ισοψηφούν, αλλά τη λύση την δίνει ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο οποίος είχε δικαίωμα ψήφου και είχε πεισθεί από τον Μιλτιάδη, ότι η μάχη έπρεπε να δοθεί στον Μαραθώνα. Μετά απ’ αυτήν την εξέλιξη οι 9 Στρατηγοί παραιτούνται διαδοχικά της αρχηγίας υπέρ του Μιλτιάδη. Ο Μιλτιάδης όμως είναι πιστός στους πατροπαράδοτους νόμους, που επιβάλλουν η αρχηγία να αλλάζει καθημερινά. Αποφασίζει η μάχη να διεξαχθεί την ημέρα που θα είχε σειρά αυτός για την αρχηγία.
12 Σεπτεμβρίου 490 π.Χ. ή σύμφωνα με το πατρώο ημερολόγιο: 17η του Μεταγειτνιώνος του τρίτου έτους της 72ας Ολυμπιάδος. Αρχίζει η εφαρμογή του ευφυούς στρατηγικού σχεδίου του Μιλτιάδη: Το Ελληνικό στράτευμα παρατάσσεται με ενισχυμένα τα δύο άκρα και ασθενές το κέντρο, το οποίο έχει αποστολή να αμυνθεί σθεναρά και στην χειρότερη περίπτωση να υποχωρήσει με τάξη. Τα δύο άκρα θα επιτεθούν και αφού νικήσουν τα απέναντί τους εχθρικά τμήματα θα συγκλίνουν ώστε να κτυπήσουν το κέντρο της εχθρικής παράταξης από τα νώτα της. Έτσι η Ελληνική παράταξη θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η επιτυχία του σχεδίου βασίζεται στο υψηλό Φρόνημα, άρτια εκπαίδευση και ικανότατη ηγεσία των Ελλήνων. Η ακριβής εκτέλεση των ελιγμών των τμημάτων προϋποθέτει πειθαρχία και εξασφαλίζεται με σήματα που διαβιβάζονται είτε με αντικατοπτρισμούς, είτε δια σημαιών, είτε δια αγγελιοφόρων. Γίνονται οι απαραίτητες ιεροτελεστίες και οι επικλήσεις για την βοήθεια των θεών. Ο λαμπρός ήλιος φωτίζει την Ελληνική παράταξη, η οποία έχει ως εξής: Στο τιμητικό δεξιό κέρας τοποθετείται η Αιαντίς φυλή με τον πολέμαρχο Καλλίνικο. Στο αριστερό κέρας τάσσονται οι ηρωικοί Πλαταιείς. Το κέντρο καταλαμβάνουν οι υπόλοιπες 9 Αθηναϊκές φυλές, με επικεφαλής τον Αριστείδη. Τα δύο άκρα έχουν βάθος οκτώ ανδρών ενώ το κέντρο μόλις τριών, εκ των οποίων η πρώτη σειρά αποτελείται κατά το ήμισυ από οπλίτες και κατά το ήμισυ από ψιλούς, η δεύτερη από οπλίτες και η τρίτη από τους «ουραγούς δούλους», στους οποίους ηγείται ο Θεμιστοκλής. Ο Δάτις δεν πιστεύει ότι θα επιτεθούν αυτοί οι λίγοι Έλληνες. Πάντως, σαν συνετός Στρατηγός παρατάσσει το στράτευμά του για μάχη. Σύμφωνα με τις περισσότερες ιστορικές πηγές, διαθέτει 200.000 με 250.000 πεζούς, ενώ το ιππικό των Περσών δεν συμμετείχε στη μάχη και πιθανότατα θα παρέμεινε στα πλοία.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φωτίζουν την Ελληνική στρατιά, η οποία με πλήρη τάξη κατεβαίνει από τις υπώρειες των υψωμάτων. Τώρα 1.500 μέτρα χωρίζουν τις δύο παρατάξεις. Η απόλυτη γαλήνη διακόπτεται απότομα από την πολεμική ιαχή, τους αλαλαγμούς και τους ήχους των παιάνων των Ελλήνων. Δεκάδες χιλιάδες βαρβαρικά βέλη υψώνονται στον ουρανό, αλλά ευτυχώς πέφτουν πολύ αργά στο έδαφος, πίσω από την Ελληνική στρατιά, η οποία διανύει αστραπιαία και με τάξη τα 1.500 μέτρα για να πέσει με ορμή πάνω στους βαρβάρους. Τα δύο Ελληνικά άκρα συνθλίβουν τα αντίστοιχα βαρβαρικά, τα οποία υποχωρούν. Οι Πέρσες και Σάκες όμως, του κέντρου, αναγκάζουν τους Αθηναίους του Αριστείδη να υποχωρήσουν με τάξη προς τις υπώρειες. Το σχέδιο εφαρμόζεται κατά γράμμα. Ο Μιλτιάδης διατάσσει τα δύο άκρα να σταματήσουν την καταδίωξη των βαρβάρων και να συγκλίνουν προς το κέντρο. Το βαρβαρικό κέντρο περικυκλωμένο, αρχίζει να διαλύεται. Ο Δάτις στέλνει όλες τις εφεδρείες του για να πλευροκοπήσει τους Έλληνες και να περισώσει το στράτευμά του. Μάταια, οι περισσότερες εφεδρείες εγκλωβίζονται στους βάλτους. Ο Δάτις αντιλαμβάνεται ότι όλα τελείωσαν. Όπως συνηθίζουν οι βάρβαροι επικεφαλής, αδιαφορεί για τον στρατό του. Σπεύδει με το επιτελείο του στα πλοία για να σωθούν. Βλέποντας τους αρχηγούς τους να φεύγουν οι βάρβαροι τρέπονται σε άτακτη φυγή. Η μάχη μετατρέπεται σε σφαγή. Η παραλία του Σχοινιά βάφεται κόκκινη από το βαρβαρικό αίμα. Επίσης τα έλη και η θάλασσα του Μαραθώνα συμμετέχουν στην εξολόθρευση των βαρβάρων, πνίγοντας χιλιάδες απ’ αυτούς.
Οι Έλληνες σύμφωνα με το σχέδιο, δεν πρέπει μόνο να νικήσουν τους βαρβάρους, πρέπει να καταστρέψουν και τον στόλο τους. Αδιαφορούν πλέον για τους πανικόβλητους βαρβάρους και ορμούν στα πλοία. Δυστυχώς αυτά δεν είναι αγκυροβολημένα και έτσι απομακρύνονται γρήγορα, ενώ παράλληλα πλήθος τοξοτών από τα καταστρώματά τους, κτυπούν τους Έλληνες. Από δεκάδες βέλη σκοτώνεται ο πολέμαρχος Καλλίνικος. Μόνο 7 πλοία κυριεύονται, παρά τις ηρωικότατες προσπάθειες των Ελλήνων (σ.σ. ο αδελφός του Αισχύλου, Κυναίγειρος, φονεύθηκε όταν στην προσπάθειά του να συγκρατήσει ένα πλοίο του έκοψαν τα χέρια με πέλεκυν).
Ο ήλιος είναι στο απόγειό του και οι Έλληνες πανηγυρίζουν τη μεγάλη τους νίκη. Γρήγορα σταματούν, καθώς τώρα έχουν το θλιβερό και ιερό καθήκον να περισυλλέξουν και τιμήσουν τους ιερούς νεκρούς τους. Παράλληλα οι δούλοι συγκεντρώνουν τα λάφυρα. Όμως ο στρατηγικός νους του Μιλτιάδη δεν ησυχάζει. Βλέπει τον εχθρικό στόλο με μεγάλο τμήμα του στρατού να απομακρύνεται. Εκτιμά ορθά ότι κατευθύνεται προς το Φάληρο. Πράγματι, σχεδόν ταυτόχρονα ο Δάτις λέει στο επιτελείο του, μεταξύ άλλων, περίπου τα εξής: «Η Αθήνα είναι σχεδόν αφύλακτη, αφού ο στρατός της βρίσκεται στον Μαραθώνα. Ο στρατός μας θα ξεκουρασθεί σήμερα το βράδυ στα πλοία. Οι “φίλοι” μας (σ.σ. εννοεί την καλοπληρωμένη “ειρηνόφιλη” παράταξη), όπως και στην Ερέτρια, θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε εύκολα την πόλη». Μια διακοπτόμενη λάμψη από την κορυφή της Πεντέλης επιβεβαιώνει τους φόβους του Μιλτιάδη. Οι στρατιώτες νομίζουν ότι είναι λάμψεις της θεάς Αθηνάς που χαιρετίζει τη νίκη τους, ο Μιλτιάδης όμως ξέρει ότι είναι σήματα προδοτών που λένε στους Πέρσες ότι οι Έλληνες παραμένουν στον Μαραθώνα.
Πρέπει να ολοκληρώσει την νίκη του. Στέλνει λοιπόν τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη να μεταφέρει το μήνυμα της νίκης στην Αθήνα. Έτσι θα ανυψωθεί το Φρόνημα των Αθηναίων και παράλληλα θα “λουφάξουν” οι “ειρηνόφιλοι”. Ο Φειδιππίδης έχει δώσει μια σκληρή μάχη όλο το πρωί, κάνει ζέστη και τρέχει με πλήρη εξάρτηση (σ.σ. πιθανόν να ελλοχεύουν βάρβαροι ή προδότες). Αντλεί σωματικές δυνάμεις από το ψυχικό του Σθένος. Επιτέλους φθάνει στο Κλεινόν Άστυ. Προφταίνει, πριν ξεψυχήσει, να πει μόνο μια “τεράστια” λέξη: «Νενικήκαμεν». Εν τω μεταξύ στον Μαραθώνα ο Μιλτιάδης συγκεντρώνει το στράτευμα. Ξέρει ότι είναι κατάκοποι, πρέπει όμως να σώσουν τον “κόσμο” τους. Η πόλη, τα Ιερά, οι οικογένειες, οι τάφοι των προγόνων κινδυνεύουν. Η κούραση ξεχνιέται. Η Ψυχή σπρώχνει το στράτευμα στον δρόμο για την σωτηρία της Πατρίδος. Μένει πίσω μόνο ο Αριστείδης, με τμήματα των φυλών που ήταν στο κέντρο της παράταξης και είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες, για να φυλά νεκρούς και λάφυρα. Το υπόλοιπο στράτευμα φθάνει αργά το απόγευμα στην Αθήνα και στρατοπεδεύει εκεί που είναι σήμερα η πλατεία Κολωνακίου.
Η ανατολή του ήλιου στις 13 Σεπτεμβρίου, βρίσκει τους έντρομους Πέρσες να βλέπουν από τα πλοία τους, τους Μαραθωνομάχους παρατεταγμένους στην παραλία του Φαλήρου. Ο Δάτις, για τυπικούς λόγους συγκαλεί συμβούλιο. Η απόφαση είναι ομόφωνη: Φεύγουν ντροπιασμένοι πίσω στην Ασία.
Στις 13 Σεπτεμβρίου φθάνουν στην Αθήνα 2.000 Σπαρτιάτες, μετά τριήμερο πορεία. Μεταβαίνουν στον Μαραθώνα για να δουν τις 6.400 πτώματα των βαρβάρων που παρέμεναν άταφα, καθώς δεν τους αξίζει να ταφούν στην Αθηναϊκή γη. Συγχαίρουν τους Αθηναίους και φεύγουν ντροπιασμένοι και θλιμμένοι. Απώλεσαν την ευκαιρία να δοξασθούν για την Ελλάδα. Θα ξεπληρώσουν το χρέος τους προς την Πατρίδα λίγα χρόνια αργότερα στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα, στις Πλαταιές και στην Μυκάλη.
Οι Αθηναίοι κατά την μάχη είχαν 192 νεκρούς, τους οποίους θάβουν με μεγάλες τιμές κοντά στο πεδίο της μάχης. (σ.σ. Συνήθως τα λείψανα των νεκρών που έχουν πέσει στους πολέμους θάβονται στο Δημόσιο Σήμα. Επειδή όμως η ανδρεία των Μαραθωνομάχων θεωρήθηκε εντελώς εξαιρετική, τους έθαψαν στο πεδίο της μάχης). Στην κορφή του τύμβου (σ.σ. λοφίσκος ύψους 9 μέτρων) των Μαραθωνομάχων τοποθετείται μεγαλοπρεπής μαρμάρινος λέων και στο τρόπαιο της νίκης ο Σιμωνίδης γράφει το επίγραμμα: «Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι, χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν». Ήτοι στη νέα Ελληνική: «Αμυνόμενοι υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα, κατέστρεψαν τη δύναμη των χρυσοντυμένων Περσών». Ο άγνωστος αριθμός νεκρών Πλαταιέων θάβονται με παρόμοιες τιμές σε ξεχωριστό τύμβο, όπως σε ξεχωριστό τύμβο θάβονται και οι πεσόντες δούλοι. Το δέκατο των λαφύρων αφιερώνεται στους θεούς. Επίσης μεγάλο τμήμα των λαφύρων προσφέρεται στους Πλαταιείς, στους οποίους χορηγήθηκαν τα δικαιώματα του Αθηναίου Πολίτη.
Οι Μαραθωνομάχοι έχαιραν εξαιρετικής τιμής, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο τραγικός ποιητής Αισχύλος επέλεξε να γραφεί στον τάφο του επίγραμμα, που θα μνημόνευε τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα. Για να διατηρηθεί ζωντανή η Εθνική Μνήμη οι ζωγράφοι Πάναινος και Μίκων απεικόνισαν, στην Ποικίλη Στοά, με εξαιρετικές λεπτομέρειες σκηνές της μάχης. Σίγουροι για τη νίκη τους, οι βάρβαροι, είχαν φέρει από την Πάρο έναν τεράστιο όγκο μαρμάρου, τον οποίο εγκατέλειψαν στον Μαραθώνα, κατά την άτακτη φυγή τους. Απ’ αυτό το μάρμαρο ο Φειδίας έφτιαξε άγαλμα ύψους 4.5 μέτρων της θεάς Νέμεσης (σ.σ. Η θεά της δικαίας τιμωρίας. Ας έχουν υπ’ όψιν τους όλοι οι εθνομηδενιστές το αρχαιοελληνικό σχήμα: Ύβρις – Άτις – Νέμεσις – Τίσις). Το άγαλμα τοποθετήθηκε στον ναό της θεάς στον Ραμνούντα. (σ.σ. Τμήματά του βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο μαζί με τις πολλές άλλες κλεμμένες δικές μας αρχαιότητες)
Την τεράστια παγκόσμια σημασία της μάχης του Μαραθώνα την αποτυπώνει επιγραμματικά ο Γουίλ Ντυράν: «Ο Ελληνοπερσικός πόλεμος ήταν η σημαντικότερη σύγκρουση της ευρωπαϊκής ιστορίας, διότι κατέστησε δυνατή την ύπαρξη της Ευρώπης».
Στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές έχουμε και εμείς να δώσουμε μια μάχη. Μια μάχη των Ελεύθερων Πολιτών ενάντια των δούλων της παγκοσμιοποίησης. Τι υπέροχο θα είναι να αναφωνήσουμε και εμείς: «Νενικήκαμεν»! Σίγουρα αυτή η Νίκη, θα μοιάζει ασήμαντη μπροστά σε αυτήν που πέτυχαν οι Πρόγονοί μας. Θα αλλάξει όμως την τύχη της Αθήνας, την τύχη της Ελλάδος. Θα αλλάξει το μέλλον των παιδιών μας. Διακινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ για ιεροσυλία, θα ονειρευτώ έναν σύγχρονο Σιμωνίδη να γράφει: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι εσμού παγκοσμιοποιητών εστόρεσαν δύναμιν».
Αργυρώ (Ρίκα) Θωμάκου, (″Φλόγα του Ταινάρου″)
Υποψήφια Δημοτική Σύμβουλος με τον Συνδυασμό: «ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ»