Οι πολύνεκρες μάχες του Ελληνικού Στρατού εναντίων των Βούλγαρων, αποτέλεσαν προπομπό στην απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, σηματοδοτόντας παράλληλα το τέλος της Βουλγαρικής παρουσίας στις θάλασσες του Αιγαίου και τις όποιες φιλοδοξίες των “γειτόνων” για κατάκτηση της Θεσσαλονίκης.
Οι Βούλγαροι, είχαν καταλάβει το Κιλκίς στις 26 Οκτωβρίου 1912 και θα χρησιμοποιούσαν την τοποθεσία, ως ορμητήριο κατά της Θεσσαλονίκης αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας. Συγκεκριμένα, ο Βουλγαρικός στρατός σκόπευε στις 19 Ιουνίου να καταλάβει την Θεσσαλονίκη, ωστόσο με αστραπιαίες κινήσεις, και με επιθετικές ενέργειες, ο Ελληνικός Στρατός ανάγκασε τη βουλγαρική πλευρά σε άμυνα στην τοποθεσία Κιλκίς-Λαχανά.
Η μορφολογία της τοποθεσίας προσφερόταν για αποτελεσματικό αμυντικό αγώνα, ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες στις κινήσεις τμημάτων πεζικού προς βορρά και ανατολή. Ο Ελληνικός Στρατός, θα προέλαυνε αρχικά προς το Κιλκίς (βόρεια) με την 2η, 3η, 4η 5η και 10η Μεραρχίες Πεζικού, καθώς και μία ταξιαρχία ιππικού. Ταυτόχρονα, οι 6η και 7η Μεραρχίες, θα προέλαυναν προς τον Λαχανά (ανατολικά) ούτως ώστε να καταληφθεί η δίοδος προς τις Σέρρες.
Η 2η βουλγαρική στρατιά εγκατέστησε αμυντικά μια μεραρχία και τρεις ταξιαρχίες πεζικού, ενώ διέθετε και ένα σύνταγμα ιππικού για την εκτέλεση αντεπιθέσεων.
Aπό το πρωί της 19ης Ιουνίου, τα ελληνικά τμήματα απώθησαν τις βουλγαρικές δυνάμεις. Το βράδυ της ίδιας μέρας ο Ελληνικός Στρατός είχε καταλάβει το ύψωμα Γερμανικό, το χωριό Όσσα Θεσσαλονίκης και την περιοχή Σκεπαστού. Το πρωί της επομένης 20ης Ιουνίου ξεκίνησε η κύρια ελληνική επίθεση. Καθόλη τη διάρκεια της μάχης οι 1η και 6η Μεραρχίες προσπάθησαν με αυταπάρνηση να πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου τις βουλγαρικές γραμμές. Τα πυρά όμως της βουλγαρικής πλευράς ήταν καταιγιστικά, καθώς η περιοχή ήταν εντελώς ακάλυπτη και ευνοούσε τον αμυνόμενο. Παρόλα αυτά η 7η Μεραρχία συνέχισε επιτυχώς την προέλαση και εισήλθε στη Νιγρίτα, ανατολικά του Λαχανά.
Την επόμενη μέρα, στις 21 Ιουνίου το μεσημέρι ο Ελληνικός Στρατός έφτασε σε απόσταση εφόδου και εξαπέλυσε γενική επίθεση δια της λόγχης. Στις 16.00 ο ελληνικός στρατός εισήλθε στον Λαχανά καταδιώκοντας τα βουλγαρικά τμήματα μέχρι την κοιλάδα του ποταμού Στρυμώνα.
Ηγετικό ρόλο στη μάχη αυτή είχε και ο Φωκίων Διαλέτης ως διοικητής του 1ου συντάγματος πεζικού.
Η μάχη στο Κιλκίς, ήταν επίμονη και πολλές φορές εκ του συστάδην: σώμα με σώμα και εφ’ όπλου λόγχη. Ο ελληνικός στρατός υποχρέωσε τις βουλγαρικές δυνάμεις σε σύμπτυξη με αποτέλεσμα την κατάληψη των βουλγαρικών προφυλακών από την πρώτη μέρα. Το πρωί της 20ης Ιουνίου παρόλη τη γενική επίθεση που διεξήχθηκε η διάσπαση της αμυντικής γραμμής δεν είχε επιτευχθεί. Εντούτοις μέχρι το απόγευμα οι ελληνικές Μεραρχίες πλησίασαν σε απόσταση εφόδου έχοντας προωθηθεί στη γραμμή: Κάστρο – Μεγάλη Βρύση – Κρηστώνη – Κάτω Ποταμιά – Ακροποταμιά. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στοχεύοντας στην ταχεία κατάληψη του Κιλκίς διέταξε την πραγματοποίηση νυχτερινής επίθεσης, κάτι πρωτότυπο για τα δεδομένα της εποχής.
Η 2η Μεραρχία εκτέλεσε πλευρική νυχτερινή αιφνιδιαστική επίθεση, που ήταν απολύτως επιτυχημένη. Με την αυγή, στις 21 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε σφοδρή επίθεση από το σύνολο των διατιθέμενων Μεραρχιών με συνεχείς εφόδους.
Στις 9.30 π.μ. διασπάστηκε η βουλγαρική αμυντική γραμμή και ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε το Κιλκίς. Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος διέταξε την 4η και 5η Μεραρχία να καταδιώξουν τις βουλγαρικές δυνάμεις.
Η σπουδαιότητα της ελληνικής νίκης είναι αδιαμφισβήτητη, ωστόσο ο Ελληνικός Στρατός πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος, για αυτές τις επιτυχίες. Συγκεκριμένα. απώλειες του ελληνικού στρατού ήταν 8.828 νεκροί και τραυματίες. Οι απώλειες από τη βουλγαρική πλευρά ήταν 6.971 άνδρες νεκροί και τραυματίες, καθώς και 2.500 αιχμάλωτοι.
Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στρατός συνέχισε την προέλασή του βόρεια προς τη Δοϊράνη. Εκεί θα διεξαχθεί η επόμενη σύγκρουση Ελλήνων και Βουλγάρων στις 23 Ιουνίου 1913.