Η ειδεχθής υπόθεση, με θύμα την 12χρονη στον Κολωνό, απασχολεί τους πάντες εδώ και ημέρες και όχι άδικα, καθώς τέτοιου είδους βία και εκμετάλλευση απέναντι σε ένα ανήλικο παιδί, αγγίζει τα πιο βαθιά στοιχεία ηθικής της κοινωνίας. Όμως, την ίδια στιγμή που βοά η ανάγκη για απονομή δικαιοσύνης και για διαφάνεια, είναι σημαντικό να δούμε αυτό το έγκλημα ως κομμάτι μιας συνολικότερης εικόνας. Τα τελευταία χρόνια, σχεδόν σε μηνιαία βάση, μας απασχολούν μια σειρά από σκάνδαλα και εγκλήματα που δείχνουν μια κατάσταση συνολικότερης πολιτικής και ηθικής παρακμής, που μοιάζει να εξαπλώνεται καθημερινά σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας. Αν αναζητήσει κανείς ένα κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα σε αυτά τα απεχθή περιστατικά, θα δει πως, πέρα από τα πολιτικά σκάνδαλα, πολλά από τα εγκλήματα εμπεριέχουν την εκμετάλλευση ανθρώπων από κυκλώματα, που είτε έχουν σχέσεις με το πολιτικό σύστημα, είτε προέρχονται από τα ίδια του τα σπλάχνα.
Αυτή η σχέση δεν είναι τυχαία, καθώς αφορά τους όρους ύπαρξης και λειτουργίας του πολιτικού συστήματος της Χώρας, μέσα από την βαθιά διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις, την ύπαρξη ντόπιων παραγόντων και βέβαια την ανάγκη για «άπλυτα» και μυστικά που καθιστούν τους πάντες χειραγωγίσιμους. Ούτε βέβαια οι σχέσεις κάποιων από τους εγκληματίες με την κυβέρνηση της ΝΔ είναι τυχαία, και αυτό συμβαίνει επειδή η ΝΔ αποτελεί τα τελευταία χρόνια (από την περίοδο των μνημονίων) εκείνο το κομμάτι του πολιτικού κόσμου που φαίνεται να διατηρεί τις πιο στενές σχέσεις με αυτό που αποκαλούμε «βαθύ κράτος». Έτσι, ενώ τέτοια φαινόμενα υπήρξαν και στο παρελθόν, η σημερινή έντασή τους σχετίζεται και με την μορφή που έχει σήμερα το πολιτικό σύστημα και τα νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Για παράδειγμα, ο αναβαθμισμένος ρόλος που παίζουν κομμάτια του οργανωμένου εγκλήματος, διοικώντας, είτε τυπικά, είτε άτυπα, ολόκληρες περιοχές της Χώρας, οδηγεί στην «μαφιοζοποίηση» συνολικά της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Αντίστοιχα, η οικοδόμηση ενός αυταρχικού καθεστώτος, απόλυτα εχθρικού προς την Πατρίδα και τον Λαό, με μοναδικό σκοπό την υλοποίηση των σχεδίων ντόπιων και ξένων ελίτ, αλλά και το κέρδος μέσα από αυτήν την διαδικασία, έχει ανάγκη σχέσης με κάθε είδους ντόπιο παράγοντα. Παράλληλα, είναι φανερό πως υπάρχουν θεσμοί μέσα στους οποίους συστηματικά «ανθίζει» αυτού του είδους η σαπίλα. Η πολιτική, η αστυνομία, η δικαιοσύνη, ο αθλητισμός και η «σόου μπιζ», είναι βασικοί χώροι που ή αναπαράγουν με ανησυχητικό ρυθμό τέτοια ρυπαρά φαινόμενα, ή ολιγωρούν συστηματικά και συμβάλλουν στην συγκάλυψη και την αποσιώπησή τους. Ταυτόχρονα, μαζί τους, επιδιώκει να έχει καλές σχέσεις το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου, κάνοντας τα «στραβά μάτια» σε κάθε είδους ατόπημα και δίνοντας την αίσθηση πως, τουλάχιστον οι κεφαλές τους, μπορούν να λειτουργούν ανενόχλητα εκτός νόμου.
Όσο δε για τις υποθέσεις αυτές καθ’ αυτές, το «μοτίβο» της προβολής τους είναι σχεδόν πανομοιότυπο. Κάθε περιστατικό λαμβάνει αρχικά τεράστια προβολή από τα ΜΜΕ, μαθαίνοντας ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ακόμη και για ολόκληρες εβδομάδες, ενώ παράλληλα εν χορώ οι πολιτικοί «ταγοί» της Χώρας ζητούν «πλήρη διαφάνεια και τιμωρία των τεράτων». Αυτά μέχρι να κορεστεί - ξεχαστεί το ζήτημα. Στην συνέχεια, αποδεικνύεται διαρκώς, και κατά έναν… περίεργο τρόπο, πως όλα τα περιστατικά είναι «μεμονωμένα», όποιες υπόνοιες υπήρξαν για κυκλώματα συνολικότερης διαφθοράς ήταν «λανθασμένες», οπότε προχωράμε ακάθεκτοι και αμέριμνοι μέχρι το επόμενο ανατριχιαστικό έγκλημα ή σκάνδαλο. Αυτός ο κύκλος, που επαναλαμβάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, μοιάζει με μια «βιομηχανία» αγανάκτησης και οργής, που όμως δημιουργεί ένα είδος εθισμού σε τέτοια νοσηρά περιστατικά και διάχυσης της ανηθικότητας σε όλη την κοινωνία.
Αντίστοιχα, και ο κυρίαρχος λόγος που αρθρώνεται γύρω από τέτοια ζητήματα, τείνει να σχετικοποιεί τα όρια ανάμεσα στο έγκλημα και την κανονικότητα - άσχετα αν (υποτίθεται ότι) κατακεραυνώνει τα εγκλήματα και τα τέρατα- αποπολιτικοποιώντας και αποπλαισιώνοντας τα «τυχαία» περιστατικά, οι ρίζες των οποίων αναζητούνται στα βάθη του ανθρώπινου ψυχισμού, επομένως «λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν».
Με τον τρόπο αυτό, επιχειρείται η κοινωνία να βρίσκεται σε μια κατάσταση απελπισίας, η οποία, σε συνδυασμό με την γενικότερη ανασφάλεια που υπάρχει από τα μεγάλα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα της Χώρας, μετατρέπει την αγανάκτηση και την οργή σε παράλυση και αφασία.
Γιώργος Μάστορας