Στην Ελλάδα του «δημοκρατικού τόξου» ο δανειολήπτης είναι απόλυτα αβοήθητος, ενώ το όλο πολιτικό σύστημα, από πάσης απόψεως, οικονομικά, τεχνικά, λειτουργικά, θεσμικά υπηρετεί τα συμφέροντα των κατόχων/διαχειριστών των «κόκκινων δανείων», όποιοι κι αν είναι αυτοί. Έτσι, ο δανειολήπτης καλείται να αντιμετωπίσει μια κατάσταση λαβύρινθου, όπου:
α) Οικονομικά δεν έχει την δυνατότητα να ανταποκριθεί στην οφειλή του, αφού το πολιτικό σύστημα τον φτωχοποίησε.
β) Δεν γνωρίζει τον «τεχνικό» τρόπο αντιμετώπισης της κατάστασης και αβοήθητος καταλήγει να πράττει ό,τι του επιβάλλουν οι τράπεζες και οι διαχειριστές. Δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες βρέθηκαν με μεγαλύτερα προβλήματα όταν ακολούθησαν τις προτάσεις των τραπεζών για ρύθμιση των οφειλών.
γ) Αντιμετωπίζει την επιθετικότητα των εμπλεκομένων, με αποτέλεσμα να κρατά μια αμυντική στάση αντιδρώντας τελείως αρνητικά, γεγονός που καταλήγει στο τέλος σε βάρος του. Η άλλη πλευρά προχωρά στις νομικές ενέργειες και τον φέρνει μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα.
δ) Ακόμα και σε περιπτώσεις που ξεπερνά τα προηγούμενα προβλήματα και κατορθώνει να προτείνει κάτι λογικό, σε σχέση με τις δυνατότητές του, βρίσκει απέναντί του «τοίχο». Προτάσεις που υποβάλλονται απορρίπτονται χωρίς καμία τεκμηρίωση και απαιτούνται παράλογα πράγματα από τους κατέχοντες την «εξουσία» της οφειλής. Φυσικά, όλοι αυτοί οι εκπροσωπούντες τα δάνεια, ποτέ δεν απαντούν γραπτώς, ούτε υποβάλλουν γραπτές προτάσεις, ακόμα και όταν έχουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία. Όλες τους οι απαντήσεις και οι προτάσεις είναι προφορικές, μέχρι να καταλήξουν στην αποδοχή από τον οφειλέτη της ρύθμισης και να του δώσουν να υπογράψει την σύμβαση. Αυτήν την σύμβαση δεν του την δίνουν προκαταβολικά να την μελετήσει, αλλά μόνο αφού την υπογράψει! Του δίνουν όμως το «δικαίωμα» να πάει να την διαβάσει με τον νομικό του σύμβουλο πριν την υπογράψει. Αν βρεθεί κάποιο σημείο που διαφωνεί, τότε «φτου και από την αρχή», με μηδαμινές πιθανότητες να αλλάξει στάση η άλλη πλευρά.
ε) Οι δυνατότητες να βρει βοήθεια από την αγορά είναι πολύ περιορισμένες, καθώς το κόστος, είτε νομικής βοήθειας (δικηγορικά γραφεία) είτε τεχνικής βοήθειας (σύμβουλοι ρύθμισης δανείων), είναι στις περισσότερες φορές απαγορευτικό.
στ) Υπάρχουν τα «λευκά κοράκια» της αγοράς που «πουλώντας ελπίδα» εμφανίζονται ως υπερασπιστές των δανειοληπτών. Με αυτήν την ιδιότητά τους καταφέρνουν να αποσπούν χρήματα, υποσχόμενοι «διαγραφές» και «κουρέματα». Τελικά, μετά από έναν κύκλο που κρατά χρόνια, καταλήγουν σε μεγαλύτερη οφειλή και οι νομικές ενέργειες σε βάρος τους να προχωρούν.
Όλα αυτά καταλήγουν για τον δανειολήπτη αν δεν μπορέσει να ανταποκριθεί στην οφειλή, φυσικά χωρίς δική του υπαιτιότητα, σε:
1ον Σταδιακή υπέρμετρη διόγκωση της οφειλής με τόκους, συν τόκους υπερημερίας, συν διάφορα έξοδα που χρεώνουν οι πιστωτές κατά το δοκούν.
2ον Καταγγελία της σύμβασης και απαίτηση αμέσως καταβολής όλου του συσσωρευμένου ποσού.
3ον Αίτηση για διαταγή πληρωμής από το δικαστικό σύστημα, αν ο δανειολήπτης δεν εξοφλήσει την οφειλή ή δεν την ρυθμίσει με τον τρόπο που επιβάλλει ο δανειστής.
4ον Έκδοση της διαταγής πληρωμής από την δικαστική εξουσία. Η άσκηση ένδικων μέσων από πλευράς δανειολήπτη (π.χ. ανακοπή) απλά θα καθυστερήσει για κάποιο χρονικό διάστημα την τελεσιδικία της διαταγής πληρωμής και εξυπακούεται ότι το δικαστικό κόστος θα επιβαρύνει τον δανειολήπτη που πρακτικά απλώς «αγοράζει» χρόνο σε πολύ ακριβή τιμή.
5ον Εκτέλεση της διαταγής πληρωμής με κατάσχεση περιουσιακού ή περιουσιακών στοιχείων.
6ον Έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού.
7ον Πραγματοποίηση του πλειστηριασμού κι εάν είναι επιτυχής, κατακύρωση του ακινήτου στον υπερθεματιστή (πλειοδότη). Αν είναι «άγονος», ελλείψει ενδιαφέροντος, ακολουθεί η έκδοση επαναληπτικού προγράμματος με χαμηλότερη τιμή εκκίνησης κ.ο.κ., ώστε να υπάρχει κάποια στιγμή πλειοδότης.
8ον «Αποβολή» του δανειολήπτη από το σπίτι του, εάν αυτό είναι το αντικείμενο του πλειστηριασμού.
Γιώργος Μάστορας