Γράφει η Αργυρώ (Ρίκα) Θωμάκου, (″Φλόγα του Ταινάρου″)
Μεσάνυχτα 6 προς 7 Σεπτεμβρίου 1833. Ο μοίραρχος Κλεόπας με σαράντα αρματωμένους ως τα δόντια προχωρούν αμίλητοι. Έχουν λάβει όλες τις προφυλάξεις. Πάνε να πιάσουν τον μεγαλύτερο “κακούργο” του τόπου μας. Δεν είναι άλλος από τον Αρχιστράτηγο των Ηρώων, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Φτάνουν σε ένα ταπεινό σπιτάκι, έξω από το Ναύπλιο κοντά στην εκκλησία του Άι-Θεόδωρου. Το είχε κτίσει ο Γέρος του Μωριά και σε αυτό αποτραβήχτηκε όταν ήρθαν οι Βαυαροί και κατάλαβε πως δεν ήταν “της αρεσκείας τους”. Ας ακούσουμε τα λόγια του ίδιου του Πρωτεργάτη της Ελευθερίας της Ελλάδος, όπως αυτά καταγράφηκαν στα απομνημονεύματα του, από τον Τερτσέτη: «Έκαμα το χρέος μου προς την πατρίδα και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη, είδα εκείνο οπού ποθούσα και εγώ και ο πατέρας μου και ο πάππος μου και όλη η γενεά μου, καθώς και όλοι οι Έλληνες… Μετά τον ερχομό του Όθωνα σκόρπισα όλα τα παλληκάρια μου. Πηγαίνετε στο καλό, τους είπα, και να καθίσετε ήσυχοι στα σπίτια σας. Τώρα που ήρθε ο βασιλιάς θα γνωρίσει τους ανθρώπους και τα πράματα του τόπου μας και θ’ ανταμείψει τον καθένα κατά τις πράξεις του και τη δούλεψή του».
Ήρθε λοιπόν αυτό το βράδυ η ώρα της ανταμοιβής. Ο Κλεόπας και οι χωροφύλακες περικυκλώνουν το καλύβι μην τυχόν και ξεφύγει ο “κακούργος”. Χτυπούν με δύναμη την πόρτα. Ο Κολοκοτρώνης μισανοίγει το παράθυρο και ρωτά «ποιος είναι;» με τη βροντερή φωνή του, αυτή τη φωνή που έτρεμαν οι τούρκοι και που εμψύχωνε τους Έλληνες. «Εδώ μέσα κρύβονται οπλοφόροι», αποκρίνεται ο Κλεόπας. «Έχω διαταγή να κάνω έρευνα». Ο Κολοκοτρώνης γελά. Μα οι απεσταλμένοι του βασιλιά ορμούν και ψάχνουν τα πάντα. Δεν υπάρχουν οπλοφόροι, ούτε και άρματα κρυμμένα. Βρίσκουν μόνο ένα σπαθί, μια πιστόλα και ένα ντουφέκι. Είναι τα δοξασμένα όπλα με τα οποία πολέμησε ο Κολοκοτρώνης την τουρκιά και μ’ αυτά μας ελευθέρωσε. «Κατά διαταγή της αντιβασιλείας είσαι υπό κράτηση», λέει ο Κλεόπας. Το νέο μαρτύριο του Ήρωα αρχίζει.
Τον φυλακίζουν σ’ ένα κατασκότεινο κελί. Ετοιμάζονται να τον παραδώσουν στον δήμιο για να του πάρει με την γκιλοτίνα το κεφάλι. Ούτε ο Γέρος του Μωριά, όσο και διορατικός και αν ήταν φανταζόταν τέτοια “αμοιβή”. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, όταν ο γραμματικός του, Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος, τού έλεγε: «Άιντε, Κολοκοτρώνη! Παιδέψου, παιδέψου τώρα, μα η πατρίδα μια μέρα θα σ’ ανταμείψει». Κι ο Κολοκοτρώνης, που δυο φορές βαφτίστηκε στη ζωή του: τη μια με λάδι για να γίνει Χριστιανός και την άλλη με αίμα για τη Λευτεριά της Πατρίδος, λες και γνώριζε τη μοίρα του, απαντούσε: «Άμα με το καλό λευτερωθούμε εμένα πρώτο θα κάνουνε σεργούνι» (σ.σ. «κάνουν σεργούνι» σημαίνει «γίνομαι βούκινο, ντροπιάζομαι»). Υποψιαζόταν ο Κολοκοτρώνης τη διαπόμπευση από τους μισέλληνες, αλλά όχι και γκιλοτίνα! (σ.σ. τη φοβερή εφεύρεση επιβολής της σύγχρονης “δημοκρατίας”). Το ίδιο βράδυ συλλαμβάνεται ακόμα ένας μεγάλος “προδότης”, ο Στρατηγός Πλαπούτας.
Την άλλη ημέρα, βουβό ξυπνά τ’ Ανάπλι! Πιάσαν τον Γέρο! Ένα κατάμαυρο σύννεφο αιωρείται πάνω από την πόλη. Πλακώνει τις καρδιές των Ελλήνων. Οι Έλληνες υπουργοί δηλώνουν άγνοια. Τη διαταγή την υπέγραψαν οι αντιβασιλείς Μάουερ και Άβελ και την έδωσαν στον Γερμανό υπουργό των Στρατιωτικών, τον στρατηγό Σμαλτς, να την εκτελέσει. Η δίκη – παρωδία ξεκινά.
Απ’ όλα είχε αυτή δίκη: Την μισητή αντιβασιλεία, που με αυτήν την δίκη ήθελε να χτυπήσει τον εθνισμό των Ελλήνων και να μας κάνουν άλλη μια άχρωμη αποικία. Τον υπουργό Δικαιοσύνης, Σχινά, της, διορισμένης από την αντιβασιλεία, Κυβέρνησης Μαυροκορδάτου. (σ.σ. Ο Σχινάς, με την έκρηξη της Επανάστασης πήγε στο Βερολίνο και το Παρίσι για να σπουδάσει νομικά! Αυτή ήταν η “μεγάλη προσφορά” του στον Αγώνα της Εθνεγερσίας). Από τη θέση του υπουργού διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη δίκη και απείλησε τους δικαστές Πολυζωίδη και Τερτσέτη να υπογράψουν την καταδίκη των κατηγορουμένων, χωρίς ευτυχώς να τα καταφέρει. Μάλιστα δεν επέτρεψε στον Πολυζωίδη να διαβάσει, ως Πρόεδρος, το κατηγορητήριο. Μετά τη δίκη του Κολοκοτρώνη, παρέπεμψε σε δίκη τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη, χωρίς να μπορέσει να επιτύχει την καταδίκη τους. Εφάμιλλος, σε ανθελληνικό μίσος, του Σχινά, ήταν ο διορισμένος «δημόσιος κατήγορος», Εδουάρδος Μάσον, ο οποίος ζήτησε τη θανατική καταδίκη των Στρατηγών για «εσχάτη προδοσία». (σ.σ. Ο Μάσον ήταν ο συνήγορος του Γεωργίου Μαυρομιχάλη, του ενός εκ των δυο δολοφόνων του Καποδίστρια). Υπήρχε βέβαια και μια θλιβερή κουστωδία από ψευδομάρτυρες που κατασυκοφάντησαν τον Γέρο του Μωριά. Τέλος στην Έδρα ήταν πέντε διορισμένοι “δικαστές”: Οι Πολυζωίδης (ως Πρόεδρος), Τερτσέτης, Βούλγαρης, Σούτσος και Φραγκούλης. Την καταδικαστική απόφαση «εις θάνατον» υπογράφουν μόνον οι τρεις τελευταίοι, οι οποίοι ήθελαν χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, να στείλουν τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα στην γκιλοτίνα. Ο ένας ήταν παντρεμένος με την αδελφή του Σχινά, ο άλλος είχε πάρει παραμονές της δίκης μετάθεση από την Χαλκίδα στο Ναύπλιο και ο τρίτος ήταν κάποιος γραφέας που καθ' υπέρβαση κάθε ιεραρχίας και νομιμότητας διορίστηκε “δικαστής”.
Όταν διαβάστηκε το κατηγορητήριο ο Πολυζωίδης (σ.σ. Μέχρι προ ολίγων μηνών ήταν θανάσιμος εχθρός των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα και ίσως γι αυτό επιλέχτηκε), γέρνει το κεφάλι του και με τις δύο χούφτες του κλείνει τα μάτια του. Ήταν μια στάση ντροπής και διαμαρτυρίας, την οποία κράτησε ως το τέλος που αναγνώστηκε η απόφαση. Στα «πρακτικά» της δίκης δεν υπάρχει η απόφαση. Στο τέλος όμως των πρακτικών υπάρχουν δύο λευκά μέρη που άφησαν οι συντάκτες για να μπουν οι υπογραφές των Πολυζωίδη και Τερτσέτη, που με τη βία τούς κάθισαν στις έδρες τους. Γράφει ο Δ. Φωτιάδης: «Τα λευκά αυτά μέρη του χαρτιού, είναι ίσαμε και σήμερα η μεγαλύτερη δόξα της δικαιοσύνης της πατρίδας μας».
Οι Κωλέττης και Σχινάς βιάζονται να εκτελέσουν τους δύο Ήρωες. Όμως ο Μαυροκορδάτος είναι έμπειρος πολιτικάντης. Αντιλαμβάνεται τη θύελλα των ταραχών και των εξεγέρσεων που θα ακολουθούσαν των εκτελέσεων. Προτείνει δήθεν «για το καλό του έθνους και της βασιλείας να δοθεί πλήρης χάρη στους καταδικασθέντες». Την ίδια ανησυχία εκφράζουν και οι πρόξενοι της Αγγλίας, Ρωσίας και Βαυαρίας, ο καθένας για τους δικούς του λόγους και όχι βέβαια γιατί αγαπούσαν την Ελλάδα. Τελικά η θανατική ποινή με απόφαση του Βασιλιά μετατράπηκε σε κάθειρξη 20 ετών. Όταν το άκουσε ο Κολοκοτρώνης είπε πάλι τον ευτράπελο λόγο του: «Θα τον γελάσω τον βασιλιά, δεν θα ζήσω τόσους χρόνους». Την άλλη ημέρα τούς ανέβασαν στο Παλαμήδι. Εκεί όπου για έντεκα μήνες έζησαν ένα πραγματικό κολαστήριο, μέχρι να τους δοθεί «χάρις» με την ενηλικίωση του Όθωνα.
Γνωρίζω ότι είναι τουλάχιστον ιεροσυλία να συγκρίνουμε τις τεράστιες Μορφές των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, με οιονδήποτε από τους σύγχρονους επώνυμους και μη. Όμως κάλλιστα μπορούν να γίνουν οι αντιστοιχίες: της «αντιβασιλείας», του «Μάσον», του «Σχινά», των «επίορκων “δικαστών”» κλπ, με σύγχρονους “θεσμικούς παράγοντες”. Στη Δίκη των Στρατηγών δεν διακυβευόταν μόνο η τύχη των δύο Ηρώων, αλλά και η Ιστορία, η Αξιοπρέπεια ακόμα και αυτή η Ανεξαρτησία του Έθνους μας. Στην αναμενόμενη απόφαση του Τμήματος του Αρείου Πάγου διακυβεύεται η Δημοκρατία, η πραγματική Ελευθερία, ακόμα και αυτή η ύπαρξη του Ελληνικού Έθνους.
Ελπίζω και εύχομαι ότι η Δικαιοσύνη δεν θα γίνει για άλλη μια φορά θεραπαινίδα της Εκτελεστικής Εξουσίας. Ξέρω ότι και σήμερα κοσμούν την Ελληνική Δικαιοσύνη Πολυζωίδηδες και Τερτσέτηδες. Είναι σίγουρο ότι η πλειοψηφία των Δικαστικών ανέκαθεν τοποθετεί το Δίκαιο και τη Λογική στο υψηλότερο βάθρο. Απ’ αυτό το υψηλό βάθρο θα είναι πλέον δυσδιάκριτα τα μικροκομματικά συμφέροντα, αλλά θα είναι ευδιάκριτο το Συμφέρον της Δημοκρατίας και της Ελλάδος.
Και αφού η Δικαιοσύνη αποφασίσει σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους κανόνες του Δικαίου, την σκυτάλη θα την πάρει ο πραγματικά Κυρίαρχος Λαός. Ας αναλογιστεί τι έχει υποστεί αυτά τα 49 χρόνια από τον συρφετό των απάτριδων, που μας κυβερνά. Μας έκλεψαν το χαμόγελο. Απαξίωσαν τους Θεσμούς και ουσιαστικά κατέλυσαν τη Δημοκρατία. Πρόδωσαν την Μακεδονία μας και προετοιμάζονται για τις “Πρέσπες” του Αιγαίου. “Ξέχασαν” τα σκλαβωμένα αδέλφια μας της Βορείου Ηπείρου. Αρέσκονται στο «μπόλιασμα με λαθρομετανάστες». Διέλυσαν Πατρίδα, Θρησκεία και Οικογένεια, στα πλαίσια της “Πολιτικής Ορθότητας”. Μας καταβαράθρωσαν ηθικά και οικονομικά. Ονειρεύονται μια Ελλάδα χωρίς Έλληνες.
Τώρα είναι σίγουρο ότι στις εκλογές στις 25 Ιουνίου δεν θα καταληφθούν πάλι μαζικά οι Έλληνες από το “Σύνδρομο της Στοκχόλμης”, όπως έγινε στις 21 Μαΐου. Ξέρω ότι πολλοί θα ψηφίσουν παρασυρμένοι από την προπαγάνδα, τα μικροκομματικά συμφέροντα και τις χρόνιες κομματικές αγκυλώσεις. Θα υπάρξουν όμως και αρκετοί που θα ακούσουν μόνο την καρδιά τους και την λογική. Αυτοί θα στείλουν στη Βουλή άξιους, ανεξάρτητους, διακεκριμένους Έλληνες Πολίτες, για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα του Ελληνικού Έθνους. Τα δικά μας συμφέροντα και όχι των παγκοσμιοποιητών.
Ζούμε σε δύσκολες, αλλά ιστορικές στιγμές. Σκόπιμα αφαίρεσαν από την εκπαίδευση τον μνημειώδη Επιτάφιο λόγο, για τους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου, που εκφώνησε ο Περικλής και παρέμειναν αθάνατα με τη γραφίδα του Θουκυδίδη. Εμείς όμως γνωρίζουμε αυτά τα μοναδικά κείμενα. Διατηρούμε υψηλό το Φρόνημα, φωνάζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής μας:
ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΜΕ ΕΣ ΑΕΙ
ΠΑΡΑ ΔΥΝΑΜΙΝ ΤΟΛΜΗΤΑΙ
ΠΑΡΑ ΓΝΩΜΗΝ ΚΙΝΔΥΝΕΥΤΑΙ
ΚΑΙ ΕΝ ΤΟΙΣ ΔΕΙΝΟΙΣ ΕΥΕΛΠΙΔΕΣ