Υπερπλεόνασμα “μαϊμού” από δυσβάσταχτους φόρους και αγορά ακινήτων για χρυσή βίζα

Την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκαν από το υπουργείο οικονομικών τα στοιχεία του πρωτογενούς και του καθαρού αποτελέσματος του προϋπολογισμού. Η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 8,629 δισ. ευρώ, ή 3% του ΑΕΠ, όταν ο στόχος ήταν τα 4,635 δισ. ευρώ, ενώ την ίδια περίοδο του 2023 το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν στα 3,920 δισ. ευρώ. Μπορεί ορισμένοι να πανηγυρίζουν, λέγοντας ότι κοιτώντας τους αριθμούς φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι η οικονομία της χώρας καλπάζει, η πραγματικότητα είναι όμως εντελώς διαφορετική. Ας δούμε τι έχει συμβεί.

Θετικά τα υπερπλεονάσματα μόνο όταν αποτελούν απόρροια ενός ισχυρού και σταθερά αναπτυσσόμενου επενδυτικού περιβάλλοντος

Το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεος ότι αποτελεί ένα θετικό χαρακτηριστικό, που δηλώνει οικονομική σταθερότητα και δημοσιονομική υγεία, υποδεικνύοντας επιπλέον ότι το κράτος διαθέτει δημοσιονομικό χώρο για να επενδύσει σε υποδομές ή να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη. Όμως, όπως σε όλα τα πράγματα είναι αναγκαίο να υπάρχει καποιο μέτρο, το ίδιο συμβαίνει και με την οικονομία.

Στην περίπτωση αυτή λοιπόν δεν ισχύει η γνωστή ρήση «όσο περισσότερο τόσο καλύτερα», γιατί πολύ απλά αυτό που πραγματικά μετράει είναι η δημιουργία πλεονάσματος να προκύψει από φόρους και έσοδα στα ταμεία του κράτους μέσω ισχυρών επενδύσεων στους νευραλγικούς τομείς της οικονομίας και θετικού εμπορικού ισοζυγίου. Όταν τα έσοδα προκύπτουν από εσωτερική κατανάλωση και υπερφορολόγηση των πολιτών η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική.

Επιπλέον, όταν μια κυβέρνηση πιέζει για πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δημιουργεί επιβράδυνση στις επενδύσεις, αφού η υπερβολική δημοσιονομική λιτότητα, η οποία περιορίζει τη ζήτηση στην οικονομία, το πιο πιθανό είναι να αποθαρρύνει τις επενδύσεις, ειδικά σε περιόδους ύφεσης. Η υπερβολική δημοσιονομική περιστολή μπορεί να περιορίσει επίσης τη δημόσια κατανάλωση και τις επενδύσεις σε υποδομές, καθώς και να αυξήσει τη φορολόγηση ή τις περικοπές δαπανών, κάτι που μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Τελευταίοι και καταϊδρωμένοι στις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ – Μεταφορά σπιτιών Ελλήνων σε ξένα funds και αγορές ακινήτων για χρυσή βίζα το ειδυλλιακό επενδυτικό περιβάλλον που υποσχόταν ο Κούλης

Για του λόγου το αληθές, στην χώρα μας οι άμεσες ξένες επενδύσεις συνέχισαν για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά να είναι πτωτικές φτάνοντας τα 3,11 δισεκατομμύρια ευρώ. Το πλέον σημαντικό όμως είναι ότι το συντριπτικό ποσοστό αυτών των επενδύσεων δεν αφορά επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, τη βιομηχανία και την τεχνολογία, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη διασφάλιση μιας αειφόρου οικονομικής ανάπτυξης που θα προσφέρει ασφάλεια στους πολίτες.

Τουναντίον, το συντριπτικό ποσοστό (ύψους 62%) από το 3.11 δισεκατομμύρια που έλαβε το κράτος ως αποτέλεσμα ξένων επενδύσεων, αφορά την αγορά ακινήτων. Αντί να γίνουμε μάρτυρες της ελληνικής Silicon Valley στο Μαρκόπουλο Αττικής και των εργοστάστιων παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων που υποσχόταν πριν από λίγα χρόνια ο Μητσοτάκης, οι μεγαλεπήβολες επενδύσεις που θα πήγαιναν μπροστά τη χώρα περιορίστηκαν σε αγορά ακινήτων από Κινέζους και Ισραηλινούς για χρυσή βίζα και μαζική αγορά από ξένα funds σπιτιών ελληνικών οικογενειών που δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τα δάνειά τους.

Όσον αφορά το σύνολο των επενδύσεων, αν και είχαμε την μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση για φέτος στην Ευρώπη, βρισκόμαστε ακόμα στην τελευταία θέση, αφού οι επενδύσεις μας αποτελούν κάτι λιγότερο από το 14% του συνολικού ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη είναι 21,8% και 21,6% αντίστοιχα.

Τα πρωτογενή υπερπλεονάσματα δε θα πρέπει να δημιουργούν αισιοδοξία όταν όλες οι παθογένειες που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία ζουν και βασιλεύουν

Κλείνοντας, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο συνδυασμός χαμηλής ανάπτυξης μεγέθους 2-2,5%, σοβαρού
προβλήματος γραφειοκρατίας και καθυστέρησης απόδοσης δικαιοσύνης, χαμηλών επενδύσεων εγχώριων και ξένων, αρνητικής αποταμίευσης, τεράστιου ελλείμματος εισαγωγών-εξαγωγών, πρωτογενών υπερπλεονασμάτων, δημιουργεί ένα οικονομικό κλίμα το οποίο δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την αισιοδοξία και τον εφησυχασμό που εκπέμπει η κυβέρνηση
. Την ίδια στιγμή ο ελληνικός λαός δικαίως θεωρεί και αντιμετωπίζει το κράτος ως εχθρό, αφού υπερφορολογείται αδιάκοπα τα τελευταία 15 χρόνια, στο όνομα των πολιτικών σωτηρίας, λιτότητας και πλεονασμάτων.

Α. Π.

MsC in Banking and Finance

Μοιραστείτε το

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn