Πρόσφατη ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) έρχεται να αποκαλύψει την βασική αιτία της σταθερά αυξανόμενης ακρίβειας και να γκρεμίσει τα ψευδή κυβερνητικά αφηγήματα. Σύμφωνα με το πόρισμά της, ο πληθωρισμός στη χώρα μας δεν οφείλεται αποκλειστικά σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως η ενεργειακή κρίση ή οι διεθνείς εφοδιαστικές διαταραχές, αλλά πρωτίστως σε εγχώριες δυνάμεις. Η έρευνα που διεξήχθη, αποκάλυψε ότι, μετά το αρχικό σοκ των αυξήσεων στις διεθνείς τιμές των εισαγόμενων αγαθών, οι πληθωριστικές πιέσεις στην Ελλάδα διατηρήθηκαν κυρίως λόγω της αύξησης των επιχειρηματικών κερδών.
Το κέρδος ως βασικός παράγοντας πληθωρισμού
Η ανάλυση της ΤτΕ εστιάζει στις τρεις βασικές συνιστώσες που επηρεάζουν τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ: (1) τα κέρδη των επιχειρήσεων, (2) το εργατικό κόστος και (3) τους έμμεσους φόρους. Από αυτά, ο σημαντικότερος παράγοντας ανόδου των τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα αποδείχθηκε η αύξηση των κερδών στον τομέα των υπηρεσιών. Το 2022, τα κέρδη συνεισέφεραν 4,7 ποσοστιαίες μονάδες στον αποπληθωριστή του ΑΕΠ, ενώ το εργατικό κόστος είχε οριακά αρνητική συμμετοχή (-0,3 ποσοστιαίες μονάδες), γεγονός που σημαίνει ότι οι μισθοί, σε πραγματικούς όρους, μειώθηκαν αντί να αυξηθούν.
Ανισορροπία μεταξύ επιχειρηματικών κερδών και μισθών
Η σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης αναδεικνύει μια έντονη δυσαναλογία. Ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες οι αυξήσεις των μισθών ακολούθησαν, έστω και καθυστερημένα, την άνοδο του πληθωρισμού, στην Ελλάδα οι αυξήσεις ήταν περιορισμένες και πραγματοποιήθηκαν με σημαντική καθυστέρηση. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων μειώθηκε, ενώ τα περιθώρια κέρδους πολλών επιχειρήσεων, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, αυξήθηκαν σημαντικά μετά το 2020. Αντίθετα, στη βιομηχανία, τα περιθώρια κέρδους ακολουθούν πτωτική τάση.
Το πρόβλημα του ολιγοπωλίου και ο ρόλος των μεγάλων επιχειρήσεων
Η ελληνική οικονομία πάσχει από έλλειψη ουσιαστικού ανταγωνισμού, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, εκμεταλλευόμενες την έλλειψη ρυθμιστικών παρεμβάσεων και την αδυναμία μικρότερων ανταγωνιστών να επιβιώσουν, προσαρμόζουν τις τιμές σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, χωρίς να αντιμετωπίζουν πραγματική πίεση. Σε πολλές περιπτώσεις, η κατάσταση αυτή οδηγεί σε συνθήκες αγοράς που προσεγγίζουν τα χαρακτηριστικά ενός καρτέλ. Η συγκέντρωση οικονομικής ισχύος στα χέρια λίγων μεγάλων εταιρειών, αρκετές εκ των οποίων συνδέονται με πολυεθνικά συμφέροντα, περιορίζει τη δυνατότητα της χώρας να χαράξει μια οικονομική στρατηγική που θα ευνοεί την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής.
Η ανάγκη για μια νέα εθνική οικονομική στρατηγική
Η λύση στο πρόβλημα του πληθωρισμού δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά σε τεχνικές παρεμβάσεις της νομισματικής πολιτικής. Απαιτείται μια ευρύτερη στρατηγική που θα διασφαλίζει την εθνική οικονομική ανεξαρτησία και την προστασία της εγχώριας παραγωγής. Η ΤτΕ προτείνει μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν τον ανταγωνισμό, περιορίζοντας την τιμολογιακή ισχύ των μεγάλων επιχειρήσεων, ώστε να αποτραπεί η περαιτέρω μετακύλιση του αυξημένου κόστους παραγωγής στους καταναλωτές. Ωστόσο, η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν μπορεί να σταματήσει εκεί. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται μια στροφή προς την εθνική αυτάρκεια και την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Αυτό σημαίνει στήριξη της εγχώριας βιομηχανίας, παροχή κινήτρων για τη δημιουργία μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και εφαρμογή φορολογικής δικαιοσύνης που θα διασφαλίζει ότι τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα δεν κερδοσκοπούν εις βάρος του ελληνικού λαού.
Α. Π.
MsC in Banking and Finance