«Αλλόκοτες καταστάσεις» στη Βουλή των Ελλήνων

Του Σταύρου Γ. Καρβούνη

Νομικού, MsC, Δημόσιο Δίκαιο – υπ. Δρα Δ.Π.Θ.

(Λάβαμε το ακόλουθο άρθρο από τον αναγνώστη της ιστοσελίδας μας Σταύρο Καρβούνη και το αναδημoσιεύουμε αυτούσιο)

Η «σαγήνη του αλλόκοτου», δηλαδή «η μαγεία των τερατόμορφων», μάγεψε και τη Βουλή των Ελλήνων και αντί να παραπέμπεται η Εθνική Πινακοθήκη για προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος των Ελλήνων πολιτών, παραπέμπεται ο βουλευτής Νίκος Παπαδόπουλος, γιατί υπερασπιζόμενος την ανεμπόδιστη έκφραση του πολιτικού και θρησκευτικού λόγου, στο όνομα των πολιτών που εκπροσωπεί, «κατέβασε» συμβολικά τα αλλόκοτα έργα. Δηλαδή, το άκρον άωτον του παραλόγου, ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, που ουσιαστικά συνθέτει το ίδιο το κράτος, όχι μόνον αρνείται να υπερασπιστεί το μακραίωνο θρησκευτικό συναίσθημα της ορθόδοξης πίστης των Ελλήνων, αλλά γίνεται και ο διώκτης όλων όσων «τολμήσουν» να απαιτήσουν με συμβολικές πράξεις, την εν τοις πράγμασι εφαρμογή του δόγματος ότι σκοπός τους είναι να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και όχι αλλόκοτες έννοιες ή συμφέροντα.

Σημειωτέον ότι και τα τέσσερα εκτιθέμενα έργα απεικονίζουν κατά τρόπο προκλητικό και αλλοιωτικό ιερά πρόσωπα του Χριστιανισμού – τον Χριστό, την Παναγία, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και τον Άγιο Χριστοφόρο. Οι απεικονίσεις αυτές μετατρέπουν το Θείο στοιχείο σε διαβολικό, τερατόμορφο ή γελοιοποιημένο, και συνιστούν κακόβουλη παραβίαση του πνεύματος ανεκτικότητας που οφείλει να διέπει μια δημοκρατική κοινωνία.

Αντί, λοιπόν, το διοικητικό συμβούλιο της εθνικής πινακοθήκης, ως όφειλε, να λάβει υπόψη ότι η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι εκείνη της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών (τουλάχιστον 80%) είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να διασφαλίσει την ειρηνική συνύπαρξη και να προστατεύσει την πίστη της πλειοψηφίας, αποφεύγοντας την έκθεση έργων που προσβάλλουν κατάφωρα τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, γίνεται τώρα κατήγορος του βουλευτή που υπερασπίστηκε τις θρησκευτικές αξίες και την πίστη του λαού μας.

Δεν τηρήθηκαν ούτε καν τα προσχήματα κατά τη διάρκεια της επαίσχυντης έκθεσης που έλαβε χώρα στην Εθνική Πινακοθήκη, ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση και τις εντολές του Υπουργείου Πολιτισμού. Τουλάχιστον, ως ελάχιστη πράξη σεβασμού στο θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων, η διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης και του Υπουργείου Πολιτισμού θα έπρεπε να προειδοποιεί τους επισκέπτες (μεταξύ των οποίων και ανήλικα παιδιά), ότι οι «εικόνες» και τα «έργα», τα οποία επρόκειτο να αντικρύσουν, συνιστούν αναμφίβολα βλασφημία και τρομερή προσβολή για τα σύμβολα της Ορθοδοξίας μας. Αντιθέτως, όχι μόνο αυτό δεν συνέβη, αλλά η συγκεκριμένη έκθεση θα συνέχιζε έως και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Συνεπώς, η ενέργεια να κατέβουν τα εν λόγω «έργα», κρίνεται δικαιολογημένη ως έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος που είχε προσβληθεί στον πυρήνα του.

Παραβιάστηκε το καθήκον της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους

Αναμφίβολα, η επιλογή του κρατικού φορέα να προβάλλει δημόσια αυτά τα έργα δεν μπορεί να θεωρηθεί ουδέτερη. Παραβίασε το καθήκον θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως ρητά αναγνώρισε το ΕΔΔΑ στην πρόσφατη απόφαση Asociación de Abogados Cristianos v. Spain1, αναφορικά με τη θεσμική υποχρέωση αποχής από εκδηλώσεις που θίγουν τη θρησκευτική πίστη μέρους του πληθυσμού.

Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει ότι η θρησκευτική ελευθερία προστατεύει και την εξωτερική εκδήλωση της πίστης, δηλαδή την πράξη υπεράσπισης ή διαμαρτυρίας όταν προσβάλλονται τα θρησκευτικά σύμβολα. Στην απόφαση Kokkinakis v. Greece2, αλλά και στην Eweida v. The United Kingdom3, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το κράτος δεν νομιμοποιείται να περιορίζει ή να τιμωρεί τη δημόσια εκδήλωση της πίστης ενός προσώπου, εκτός αν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο και αναλογικό.

Αναμφισβήτητα, λοιπόν, η πράξη «να κατέβουν τα αλλόκοτα έργα από την έκθεσή τους στην κοινή θέα», δεν ήταν πράξη παραβατικότητας, αλλά μία συνειδητή, ειρηνική και συμβολική έκφραση διαμαρτυρίας απέναντι σε έργα τα οποία είναι βλάσφημα, προσβλητικά και προκλητικά προς το θρησκευτικό αίσθημα όλων των ορθόδοξών Ελλήνων. Πραγματοποιήθηκε με απόλυτη διαφάνεια, δημόσια, χωρίς προσωπικό όφελος, και αποκλειστικά υπό την ιδιότητα ενός εκπροσώπου του ελληνικού λαού, Ορθοδόξου Χριστιανού και Έλληνα, ασκώντας το καθήκον που πηγάζει από τη συνείδησή του και την εντολή των πολιτών που τον τίμησαν με την ψήφο τους. Ως εκ τούτου, η πράξη αυτή εντάσσεται απολύτως στο πλαίσιο της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας της έκφρασης και της πολιτικής δράσης που προστατεύεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ). Αναμφίβολα, η δίωξη λοιπόν που επιχειρείται δεν υπηρετεί σκοπούς απονομής δικαιοσύνης, αλλά, κατά τη γνώμη μου, συνιστά μια απόπειρα ποινικοποίησης της πολιτικής στάσης και φίμωσης της θρησκευτικής ελευθερίας.

Πολιτική ανυπακοή και συνειδητή διαμαρτυρία

Περαιτέρω, η πράξη δεν είχε ως σκοπό την πρόκληση υλικής ζημίας, ούτε αποτέλεσε ιδιοτελή ή τυφλή εκδήλωση βίας. Αντιθέτως, εντάσσεται στην παράδοση της πολιτικής ανυπακοής και της συνειδητής διαμαρτυρίας, απέναντι σε εκφάνσεις τέχνης που προσβάλλουν ευθέως τον θρησκευτικό πυρήνα της συλλογικής συνείδησης. Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο όταν πρόκειται για έκθεση που φιλοξενείται σε δημόσιο χώρο υπό την αιγίδα κρατικού φορέα, γεγονός που καθιστά τη δημόσια αντίδραση πολιτικά και ηθικά αναγκαία.

Η ουσιαστικά κυβερνητική πράξη για εκκίνηση της διαδικασίας άσκησης ποινικής δίωξης κατά του βουλευτή, συνιστά δυσανάλογη επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία, κατά το άρθρο 10 § 2 ΕΣΔΑ, επιτρέπεται μόνο αν προβλέπεται από τον νόμο, υπηρετεί θεμιτό σκοπό και είναι απολύτως αναγκαία σε δημοκρατική κοινωνία. Καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν πληρούται εν προκειμένω. Δεν υπάρχει επιτακτική κοινωνική ανάγκη να κατασταλεί μία πράξη συμβολικής έκφρασης συνείδησης η οποία δεν προκάλεσε κοινωνική διατάραξη, δεν επεδίωξε μισαλλοδοξία και δεν στράφηκε κατά προσώπων. Αντιθέτως, υπάρχει επιτακτική ανάγκη και αδήριτο κοινωνικό αίτημα περί προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι προκαλούνται συνεχώς, τόσο σε επίπεδο βιοποριστικό, όσο και σε πνευματικό επίπεδο. Παρόλο που η σημερινή κοινωνία δοκιμάζεται από κάθε άποψη, οι Έλληνες -ανεξαρτήτου πολιτικού φάσματος- τιμούν την πολιτιστική και θρησκευτική τους παράδοση, τρέφουν βαθιά πίστη στα διδάγματα του χριστιανισμού και λειτουργούν σε όλο το φάσμα της ζωής τους, σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκευτικής τους πίστης.

Ποινικοποίηση της θρησκευτικής συνείδησης

Εν προκειμένω, η άρση της ασυλίας του βουλευτή Νίκου Παπαδόπουλου δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο ποινικοποίησης της θρησκευτικής συνείδησης και της δημοκρατικά κατοχυρωμένης αντίδρασης απέναντι σε δημόσια προσβολή ιερών συμβόλων. Υποδηλώνει, στην πράξη, ότι ο βουλευτής διώκεται όχι για μια πράξη, αλλά για μια πίστη· όχι για την πρόκληση, αλλά για την αντίδραση στην προσβολή. Καθότι, η πράξη για την οποία ζητείται η άρση της βουλευτικής ασυλίας δεν συνιστά ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά, αλλά πράξη αυθεντικής έκφρασης της θρησκευτικής πίστης και της πολιτικής συνείδησης, η οποία τελέστηκε ειρηνικά, με πλήρη διαφάνεια και χωρίς καμία πρόθεση πρόκλησης βλάβης σε πρόσωπα ή κοινωνική αναταραχή.

Πόσω δε μάλλον, όταν η ενέργεια αυτή εντάσσεται στον πυρήνα προστασίας των άρθρων 9 και 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το άρθρο 9 κατοχυρώνει το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία, περιλαμβάνοντας όχι μόνο την πίστη ως εσωτερική πεποίθηση (forum internum), αλλά και την έμπρακτη, δημόσια εκδήλωσή της (forum externum), ιδίως όταν αυτή βάλλεται βάναυσα. Το άρθρο 10 προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης, καλύπτοντας ακόμη και απόψεις ή μορφές συμβολικής διαμαρτυρίας που σοκάρουν, προκαλούν ή ενοχλούν, εφόσον δεν συνιστούν υποκίνηση μίσους ή βίας.

Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητος

Περαιτέρω και υπό τις παρούσες συνθήκες, η άρση ασυλίας συνιστά δυσανάλογη και αντισυνταγματική επέμβαση σε αυτά τα δικαιώματα, καθώς δεν πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 10 §2 της ΕΣΔΑ: δεν πρόκειται για αναγκαίο μέτρο σε δημοκρατική κοινωνία, δεν υφίσταται επιτακτική κοινωνική ανάγκη, ούτε υπηρετείται θεμιτός σκοπός. Αντιθέτως, η δίωξη αυτή αποτελεί κρατική κύρωση εις βάρος της πίστης και της έκφρασης, απλώς επειδή διατυπώθηκαν δημοσίως και με παρρησία.

Άλλωστε, ενόψει της υπερνομοθετικής ισχύος της ΕΣΔΑ που κατισχύει έναντι κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να εφαρμόσουν τα πρότυπα-κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία του ΕΔΔΑ. Η παράλειψη αυτή επιφέρει διάγνωση παραβιάσεων της Σύμβασης από το Δικαστήριο και, αναπόδραστα, οδηγεί σε εντονότερο από πλευράς του ΕΔΔΑ έλεγχο των πορισμάτων της εθνικής νομολογίας. Κατά συνέπεια, η αποστολή των εθνικών οργάνων, ιδίως της Βουλής στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, είναι να λειτουργούν με επίγνωση της δεσμευτικότητας της Σύμβασης και της νομολογίας του ΕΔΔΑ, ώστε να διαφυλάσσεται το κράτος δικαίου και να προλαμβάνεται η διεθνής καταδίκη της χώρας.

Ως εκ τούτου η μη άρση της ασυλίας συνιστά πράξη θεσμικής εγγύησης της ελευθερίας της έκφρασης και της θρησκευτικής συνείδησης — όχι μόνο για τον εκλεγμένο εκπρόσωπο, αλλά και για την κοινωνία που τον εμπιστεύτηκε.

Ανιτθέτως, η δίωξη αυτή —εφόσον προχωρήσει— θα σημάνει ότι σε μία ευρωπαϊκή, δημοκρατική χώρα ποινικοποιείται η έκφραση γνώμης απέναντι σε περιεχόμενο που ο πολίτης ή ο αιρετός κρίνει ως προσβλητικό για τα ιερά και τα όσια της κοινότητάς του. Αυτό δεν είναι συμβατό με την έννοια της ελευθερίας, ούτε με τον σκοπό του άρθρου 10 της Σύμβασης. Στην ουσία, η ενέργεια για την οποία επιχειρείται η ποινική δίωξη αποτελεί προστατευόμενη μορφή πολιτικής έκφρασης· η δε άρση της ασυλίας συνιστά κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας και επικίνδυνο προηγούμενο για τη θεσμική λειτουργία της ελευθερίας του λόγου εντός και εκτός Κοινοβουλίου.

1ECtHR, Asociación de Abogados Cristianos v. Spain (dec), app. n° 22604/18, 9 November 2023

2ECtHR, Kokkinakis v. Greece, app. n° 14307/88, 25 May 1993

3ECtHR, Eweida v. The United Kingdom, app. n° 48420/10, 15 January 2013

Μοιραστείτε το

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn