Με αφορμή την πρόσφατη ιστορία στην Θεσσαλονίκη, όπου, «drag queen», όπως πληροφορηθήκαμε, «θα διάβαζε χριστουγεννιάτικα παραμύθια σε μικρά παιδιά», μας δίδεται η ευκαιρία για μια επίκαιρη αναφορά στο ζήτημα του «δικαιωματισμού». Η δυναμική του φαινομένου του κινήματος του «δικαιωματικού αφυπνισμού» ή, ακριβέστερα, η αξιοποίηση του φαινομένου αυτού, δεν περιορίζεται στο πεδίο της μικροοικονομίας, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρο το φάσμα του κυρίαρχου ιδεολογικοπολιτικού εποικοδομήματος.
Ιδιαιτέρως ευάλωτοι κι επιρρεπείς στις αξίες και την ηθική του «δικαιωματικού ακτιβισμού» είναι οι τομείς εκείνοι που διαμορφώνουν την συνείδηση των πολιτών για την πρόσληψη και ερμηνεία του κοινωνικού γίγνεσθαι, δηλαδή διαπλάθουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Πρόκειται βέβαια για την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες. Επίσης, κρίσιμο στην διαδικασία εμπέδωσης και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι ο ρόλος των ΜΜΕ και της δημοσιογραφίας γενικότερα. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σημαντική συμβολή των κομμάτων (πολιτική ιδεολογία) και του δικαίου (νομική ιδεολογία). Με τον τρόπο αυτό η μεταμοντέρνα πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», που χαρακτηρίζει τον woke καπιταλισμό, διαχέεται και καταλαμβάνει ολόκληρο το σημερινό καπιταλιστικοκρατούμενο κοινωνικό σχηματισμό.
Κορύφωση της «ανάρμοστης σχέσης» του «κοινωνικού δικαιωματισμού» και της ενταγμένης ιδεολογικά στο κυρίαρχο παγκοσμιοποιητικό-κεφαλαιοκρατικό σύστημα, «πολιτικής ορθότητας», αποτελεί ένα ουσιαστικά αναγόμενο στην αρχαιότητα (εξοστρακισμός), αλλά ενισχυμένου ποιοτικά και ποσοτικά από το διαδίκτυο, φαινόμενο: Η περιβόητη «κουλτούρα ακύρωσης», η οποία, υπό την σύγχρονή της έννοια, σημαίνει κοινωνικό στιγματισμό και αποκλεισμό προσώπων ή συλλογικοτήτων λόγω «προσβλητικών», «καταφρονητικών», «ρατσιστικών», «αντισημιτικών», «αντιφεμινιστικών», «σεξιστικών», «ομοφοβικών», «φιλοπόλεμων», «συνομοσιoλογικών» θέσεων.
Η εφαρμογή της «κουλτούρας ακύρωσης» στην πράξη την έχει καταστήσει συνώνυμο της λογοκρισίας, της φίμωσης και του εξοβελισμού της αντίθετης άποψης ως εργαλείο εξόντωσης του άλλου και ιδεολογικής τρομοκρατίας. Δεν είναι, έτσι, υπερβολικοί οι χαρακτηρισμοί της περιβόητης «κουλτούρας ακύρωσης», ως μιας μεταμοντέρνας «Ιεράς Εξέτασης», η οποία οδηγεί σε ένα σύγχρονο «κυνήγι μαγισσών». Είναι χαρακτηριστικό ότι μια απλή καταγγελία, που μπορεί αργότερα να αποδειχθεί ψευδής και συκοφαντική, είναι αρκετή για να επιπέσει βαρύς ο πέλεκυς της ακύρωσης επί της κεφαλής του άτυχου πολιτικού, επιστήμονα, καλλιτέχνη, αθλητή, δημοσιογράφου ή απλού πολίτη. Πρόκειται για ακραίες στο περιεχόμενο, αλλά όχι σπάνιες στην εμφάνιση, περιπτώσεις ενός φανατικού «φονταμενταλισμού» που, ωστόσο, δεν περιορίζεται στις φυλετικές διακρίσεις, στις πολιτικές ταυτοτήτων και μετά-αποικιοκρατίας. Πολύ περισσότερο, η πολιτική αυτή του ιδιόρρυθμου «κοινωνικού μποϋκοτάζ», που μπορεί να φτάσει μέχρι την «δολοφονία χαρακτήρα» σε προσωπικό επίπεδο, επεκτείνεται σε ζητήματα διαχρονικά σημαντικών αξιών, ιστορίας και πολιτισμού.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο τομέας που υποφέρει περισσότερο από την εξελισσόμενη σε μάστιγα «κουλτούρα ακύρωσης» είναι ο χώρος εκείνος ο οποίος, από την φύση του, πρέπει να αποτελεί προπύργιο και ναό της ελευθερίας της άποψης, της κριτικής του δημοκρατικού διαλόγου και πλουραλισμού, όπως είναι η εκπαίδευση, ιδίως στην πανεπιστημιακή βαθμίδα, όπου όμως σήμερα δεν νοείται πλήρης διασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, της ανεμπόδιστης κοινωνικής έρευνας και διδασκαλίας και της δημιουργικής διασταύρωσης των αντιθέτων απόψεων. Σημειωτέον ότι τα ελιτίστικα αμερικάνικα και βρετανικά πανεπιστήμια είναι εκείνα τα οποία πρωτοστάτησαν στην εκφορά της γλώσσας, να λογοκρίνουν κείμενα και να δημιουργούν «ταμπού», επηρεάζοντας στην συνέχεια και τα πανεπιστήμια της υπόλοιπης Ευρώπης.
Σε πολιτικό επίπεδο, και πηγαίνοντας στην Γερμανία, είναι βασική διαπίστωση ότι η ευρύτερη αριστερά στην χώρα αυτή, παρά την δυσχερέστατη έως απελπιστική κατάσταση της συντηρητικής παρατάξεως (CDU-CSU), δεν βρίσκεται σε θέση να πείσει το εκλογικό σώμα ότι μπορεί να καταστεί μια αξιόπιστη, εναλλακτική πλειοψηφική δύναμη. Το αποτέλεσμα αυτό αποδίδεται στον, αποκομμένο από τα πραγματικά και καυτά προβλήματα των εργαζομένων και μη προνομιούχων, εγωπαθή ελιτισμό της, που εμφανίζεται «επιρρεπής» στην άκριτη και αδιαφοροποίητη υιοθέτηση θέσεων και αξιών του «δικαιωματισμού», ο οποίος συγκροτεί πια τον πολιτικοιδεολογικό πυρήνα του «woke ακτιβισμού», και που εκφράζει, κατά κανόνα, προνομιούχα κοινωνικά και αστικά στρώματα και όχι την εργατική τάξη και τους μικρομεσαίους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η αριστερά του mainstream και του lifestyle να μην είναι σε θέση αντικειμενικά να αντιληφθεί τα προβλήματα και τις ανάγκες των εργαζομένων και του μεγάλου μέρους της μεσαίας τάξης, που η πολύπλευρη καπιταλιστική κρίση έχει προκαλέσει. Πολύ περισσότερο μάλιστα, δίδει την εντύπωση ότι τα υποτιμά ή και τα περιφρονεί, θεωρώντας συχνά τις σχετικές αιτιάσεις ως οπισθοδρομικές και αντιδραστικές. Έτσι, όλο και ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας, παύουν να εμπιστεύονται πολιτικά την αριστερά, με αποτέλεσμα να ωθούνται προς εθνικολαϊκές κατευθύνσεις, με αυτήν την τάση να επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η «πολιτική των ταυτοτήτων» απευθύνεται προς ολοένα πιο μικρές και εξεζητημένες περιφερειακές μειοψηφίες, οι οποίες εντοπίζουν κάθε φορά την ταυτότητά τους σε κάποια ιδιαιτερότητα, λόγω της οποίας υφίστανται δυσμενή διάκριση από την πλειοψηφία, και από την οποία αξιώνουν να εκληφθούν ως θύματα. Πρόκειται για μια ανούσια συζήτηση που αφήνει παγερά αδιάφορη την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Από τα όσα προηγήθηκαν, καταδείχθηκε ότι η παρέμβαση του «κινήματος του αφυπνισμού», ιδίως δε της μαχητικής του αιχμής, του «δικαιωματισμού», όχι μόνο δεν αμφισβητεί ή δεν υπονομεύει τον κυρίαρχο, παρά τις ισχυρές ενδοσυστημικές αμφισβητήσεις και τους έντονους τριγμούς του, νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Αντιθέτως, τον στηρίζει στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του, διευκολύνοντας μάλιστα την διολίσθησή του σ’ έναν, ψηφιακό και βιοπολιτικό, ολοκληρωτισμό.
Γιώργος Μάστορας