Τις τελευταίες ημέρες βλέπουμε την ελληνική κυβέρνηση να πανηγυρίζει για το πρωτογενές πλεόνασμα-μαμούθ του 2024, που έφτασε τα 11,4 δισ. ευρώ ή 4,8% του ΑΕΠ. Στην πράξη όμως, αυτό που παρουσιάζεται ως επιτυχία, είναι το αποτέλεσμα μιας ακραίας φορομπηχτικής πολιτικής που καταπνίγει την οικονομική δραστηριότητα και στραγγίζει την αγορά από ρευστότητα.
Μέσα από βαριά και διάχυτη φορολόγηση, όπου το βάρος επωμίζονται κυρίως τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, η κυβέρνηση συγκεντρώνει κεφάλαια και διατηρεί τεχνητά «θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα», τα οποία στερούν κεφάλαιο από την πραγματική οικονομία. Ο ιδιωτικός τομέας, ο φυσικός φορέας της ανάπτυξης, αφήνεται χωρίς οξυγόνο.
Και εδώ βρίσκεται το κεντρικό πρόβλημα: όταν το κράτος απορροφά τεράστια ποσά για να εμφανίζει λογιστικά πλεονάσματα, εκείνα τα ίδια ποσά λείπουν από την αγορά. Δεν επενδύονται σε παραγωγή, εξοπλισμό, εκσυγχρονισμό, και καινοτομία. Έτσι, πλήττεται η παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, υπονομεύεται η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας και η χώρα καταδικάζεται σε διαρκή εξάρτηση από εισαγωγές. Η Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της όταν το κράτος ρουφά κάθε διαθέσιμη ρευστότητα για να «δείξει πλεόνασμα» στις Βρυξέλλες.
Ο βραχνάς του μνημονιακού χρέους και το μοίρασμα του πλεονάσματος με πολιτικά κριτήρια
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι αυτός ο δημοσιονομικός στραγγαλισμός δεν γίνεται μόνο για «τάξη» στα οικονομικά. Γίνεται για να συγκεντρωθούν χρήματα που θα κατευθυνθούν σε πρόωρη αποπληρωμή μνημονιακού χρέους. Κι όμως, την ίδια στιγμή η κυβέρνηση επιμένει ότι το χρέος είναι «ρυθμισμένο» και «βιώσιμο». Αν είναι έτσι, γιατί αυτή η σπουδή να αποπληρωθεί νωρίτερα;
Η απάντηση μπορεί να κρύβεται στα όσα έρχονται το 2032: η λήξη περιόδων χάριτος και η ενεργοποίηση αναβαλλόμενων τόκων. Η πρόωρη αποπληρωμή ίσως είναι μια σιωπηρή παραδοχή του κινδύνου. Αν ισχύει αυτό, τότε ο λαός πληρώνει από τώρα για κάτι που κανείς δεν τολμά να του εξηγήσει καθαρά.
Και τι γίνεται με τα πλεονάσματα που περισσεύουν; Κατευθύνονται σε στοχευμένα προεκλογικά επιδόματα: 250 εκατομμύρια για χαμηλοσυνταξιούχους, 250 για το στεγαστικό, 500 για δημόσιες επενδύσεις. Αντί να επενδύσει το κράτος τη ρευστότητα στην εθνική παραγωγή, μοιράζει χρήμα σαν “ελεήμων ηγεμών” με πολιτικά κριτήρια.
Αυτό δεν είναι πολιτική επιλογή ικανή να διασφαλίσει μια βιώσιμη και σταθερή ανάπτυξη. Είναι οικονομικός πατερναλισμός. Είναι ελεγχόμενη φτώχεια. Είναι εξαρτησιακή πολιτική που υπονομεύει την εθνική ανεξαρτησία, γιατί όταν δεν παράγεις, όταν δεν εξάγεις, είσαι εξαρτημένος από τα δανεικά και τις εισαγωγές.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια πραγματική αλλαγή πορείας. Λιγότερο κράτος, περισσότερη παραγωγή. Λιγότεροι φόροι, περισσότερες επενδύσεις. Όχι άλλη “στατιστική επιτυχία” με εθνικό τίμημα.
Α. Π.
MsC in Banking and Finance