Η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να επιβαρύνει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις με έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην Ευρώπη, αγνοώντας επειδικτικά τις νέες κατευθύνσεις που έχει ορίσει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Φαίνεται ότι οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες, που σε άλλες περιπτώσεις παρουσιάζονται από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ως ένα είδος ιερού κειμένου, δε λαμβάνονται καν υπόψη όταν πρόκειται να βελτιώσουν τη δυσμενή οικονομική κατάσταση και την ποιότητα της ζωής των Ελλήνων πολιτών.
Η αδράνειά της κυβέρνησης μάλιστα προκάλεσε την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία απέστειλε επίσημη επιστολή στην Ελλάδα λόγω μη κοινοποίησης των μέτρων για την πλήρη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο δύο κρίσιμων φορολογικών οδηγιών.
Η πρώτη αφορά την Οδηγία (ΕΕ) 2022/542, η οποία επιτρέπει στα κράτη-μέλη να μειώσουν τον ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, ενέργεια και καύσιμα. Ενώ χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία αξιοποίησαν αυτή την ευκαιρία για να ανακουφίσουν τους πολίτες τους, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει να διατηρεί τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, αυξάνοντας το κόστος ζωής.
Η δεύτερη αφορά την Οδηγία (ΕΕ) 2020/285, η οποία προβλέπει την απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις, στηρίζοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν μετέφερε τις σχετικές διατάξεις στο εθνικό δίκαιο, αφήνοντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να ασφυκτιούν από την υπερφορολόγηση.
Στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη η υπερφορολόγηση των πολιτών κόντρα στις Ευρωπαϊκές Οδηγίες
Η Κομισιόν, αντιλαμβανόμενη την καθυστέρηση, προχώρησε σε επίσημη προειδοποιητική επιστολή, καλώντας την Ελλάδα να συμμορφωθεί άμεσα. Αν η κυβέρνηση συνεχίσει να αδιαφορεί, η χώρα κινδυνεύει με παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και με επιβολή κυρώσεων.
Δεν πρόκειται για αβλεψία, αλλά για στρατηγική επιλογή υπερφορολόγησης. Η κυβέρνηση προτιμά να φορτώνει τα βάρη στους πολίτες αντί να αξιοποιήσει τις ευρωπαϊκές δυνατότητες για φοροελαφρύνσεις. Ήρθε η ώρα να σταματήσει αυτή η πολιτική και να εφαρμοστούν οι κοινοτικές οδηγίες για το καλό της ελληνικής οικονομίας και τη βελτίωση της ζωής των πολιτών.