Η βαθιά κρίση των ΗΠΑ

  17/01/2021  

Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

του Γιώργου Μάστορα

Μερικές δεκάδες ώρες μας χωρίζουν από την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, με την ατμόσφαιρα να μυρίζει -στην κυριολεξία- μπαρούτι. Μπορεί ο Τραμπ να έχασε (όπως τις έχασε…) τις εκλογές, όμως η τεράστια κοινωνική μερίδα, που τον υποστήριξε, δείχνει να εμφανίζεται πλέον πιο δυνατή. Αντιθέτως, ο Μπάιντεν μπορεί να απέσπασε τις ψήφους που χρειαζόταν για να νικήσει (όπως νίκησε…), αλλά δεν δείχνει ούτε να έχει κανέναν που να τον πιστεύει πραγματικά ούτε κανέναν που να θέλει να κινητοποιηθεί υπέρ του. Ας θυμηθούμε ότι οι προεκλογικές συγκεντρώσεις του Μπάιντεν πραγματοποιούνταν σε «ντράιβ ιν» με 10-20 αυτοκίνητα, ενώ οι αντίστοιχες του Τραμπ σε στάδια με 10-20.000 άτομα!

Πίσω από τα λόγια υποκρισίας, η αντιπαράθεση στην Αμερική δεν είναι «ανάμεσα σε υποστηρικτές και σε εχθρούς της δημοκρατίας ή της ειρήνης», όπως με απύθμενο θράσος υποστήριζαν τα κατευθυνόμενα-ελεγχόμενα ΜΜΕ. Όλοι αυτοί, που τώρα κόπτονται δήθεν «για την δημοκρατία και την ειρήνη», στην πραγματικότητα είναι υπεύθυνοι για όλες τις αντιδημοκρατικές εκτροπές και τους πολέμους που έκαναν, υπέθαλψαν ή συντήρησαν οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, μέχρι την έλευση του Τραμπ. Είναι αυτοί που πρωτοστάτησαν ή συναίνεσαν σε ανατροπές ή απόπειρες ανατροπής καθεστώτων. Και βεβαίως, τους είδαμε πόσο… δημοκρατικά φέρθηκαν αμέσως μόλις εξασφάλισαν (όπως εξασφάλισαν…) την νίκη τους. Για να το πετύχουν αυτό, κίνησαν καταχρηστικά υπερεπείγουσες διαδικασίες, προκειμένου να δικάσουν και να καταδικάσουν με συνοπτικές διαδικασίες τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος μπορεί να ηττήθηκε, αλλά υπερψηφίστηκε από 75.000.000 πολίτες. Όλα αυτά συνέβησαν χωρίς να έχει εκδοθεί κάποιο πόρισμα από αστυνομικές ή δικαστικές αρχές για τα γεγονότα στο Καπιτώλιο, στην βάση του οποίου θα έπρεπε να διατυπωθούν οι κατηγορίες και να ασκηθούν οι διώξεις, και χωρίς καν να καλέσουν τον «κατηγορούμενο» να απολογηθεί έστω και μ’ ένα υπόμνημα! Για μια τόσο σοβαρή, με παγκόσμιο ενδιαφέρον κι επιπλοκή, υπόθεση χρησιμοποίησαν αδιαφανείς κι ανέντιμες διαδικασίες που δεν μπορεί να είναι θεμιτές κι επιτρεπτές σε κανένα απολύτως μέρος του κόσμου (εκτός ίσως κι από την Ελλάδα). Αδιαφορώντας και για τις επιπτώσεις των επιλογών τους σε ένα λαϊκό στρώμα πολύ βαθιά διχασμένο, του οποίου τις όποιες αντιδράσεις ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν με την πλέον σκληρή καταστολή. Ήδη, οι εικόνες των πάνοπλων στρατιωτών που κοιμούνται(!) στα πατώματα του Καπιτωλίου είναι, επί της ουσίας, εικόνες σκληρής χούντας, με μοναδικό σκοπό να τρομοκρατήσουν και να προειδοποιήσουν όχι μόνο τα 75.000.000 που ψήφισαν τον Τραμπ, αλλά και τα αναρίθμητα εκατομμύρια Αμερικανών που δεν πήγαν καν να ψηφίσουν. Ενδεικτικό του πόσο «σεβάστηκαν» τον Τραμπ κατά την διάρκεια της θητείας του είναι η θλιβερή εικόνα της εξίσου θλιβερής και άθλιας Νάνσυ Πελόζι να σκίζει επιδεικτικά τον προγραμματικό λόγο του Τραμπ παρουσία του ιδίου και μπροστά στις κάμερες, δείχνοντας έτσι η αντιπαθέστατη αυτή περιβόητη τύπισσα πόσο «σέβεται» τους θεσμούς.

Από την άλλη πλευρά, η επιλογή των Δημοκρατικών στο πρόσωπο του Μπάιντεν για το χρίσμα είναι άλλη μια απόδειξη για το ξέφτισμα και την υποκρισία του «Αμερικανικού ονείρου». Ένας τύπος ανδρείκελο, ἀχρωμος και άγευστος, ηλικιακά εξουθενωμένος, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως μαριονέτα για να συνεχίσει η ελίτ να κυβερνάει τις ΗΠΑ ανενόχλητα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτοί που κατάφεραν το κύριο πλήγμα στον Τραμπ είναι οι ιδιοκτήτες και διαχειριστές των μεγάλων εταιρειών που μονοπωλούν τα δίκτυα επικοινωνίας, αποτολμώντας το αδιανόητο: δηλαδή, να αφαιρέσουν από τον Πρόεδρο της Αμερικής τον λόγο! Ξεκίνησαν από την λογοκρισία των αναρτήσεών του, για να φτάσουν, ως ανώτεροι από την κρατική εξουσία, την κυβέρνηση, την Βουλή, την Γερουσία και το ανώτατο δικαστήριο, στο απίστευτο σημείο να του αφαιρέσουν εντελώς την δυνατότητα να επικοινωνεί με την κοινωνία μέσα από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης που αυτοί ελέγχουν αποκλειστικά και ολοκληρωτικά…

Ο Τραμπ ενόχλησε αρκετά γιατί, με ασυνήθιστο βαθμό πολιτικής αυτονομίας, έβαλε το αμερικανικό κατεστημένο ενώπιον των ευθυνών του. Είπε αλήθειες που (μέχρι τότε) δεν λέγονταν, πήρε κάποια μέτρα, δυστυχώς όχι τόσο αποτελεσματικά μπροστά σε τετελεσμένες καταστάσεις, αλλά σίγουρα πολύ ισχυρά συμβολικά. Απευθύνθηκε στην «βαθιά Αμερική», που είναι λαϊκή-πατριωτική και κουβαλάει μέσα της όλες τις βασικές παραδοσιακές αντιλήψεις. Έθιξε, επίσης, τα ζητήματα της καθημερινότητας με τέτοιον τρόπο, που ακόμη κι ο πιο «αμόρφωτος» πολίτης της χώρας καταλάβαινε την σημασία τους. Ζητήματα, τα οποία μέχρι τότε η αμερικανική ελίτ διαχειριζόταν αποκλειστικά προς όφελός της κι άλλα της ξέφευγαν εντελώς, προκαλώντας ανεπανόρθωτη βλάβη όχι μόνο στην παντοδυναμία των ΗΠΑ και στην ευμάρεια των πολιτών, αλλά και στο εθνικό τους φρόνημα. Για παράδειγμα, ο Τραμπ κατήγγειλε την μεταφορά παραγωγικών μονάδων στο εξωτερικό, που η αμερικανική κοινωνία αποδίδει στην απληστία των ελίτ για μεγαλύτερα κέρδη, ακόμη και εις βάρος των ΗΠΑ. Επίσης, προσπάθησε να βάλει εμπόδια στην άνοδο της Κίνας, που ενώ μειώνει την βαρύτητα και την εμβέλεια της Αμερικής, δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα και δραστικά από τις ελίτ, είτε αυτές εκπροσωπούνται από το Δημοκρατικό είτε από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αποτράβηξε τις ΗΠΑ από πολλούς διεθνείς οργανισμούς και συνθήκες παραδεχόμενος δημόσια ότι η συνέχιση της παραμονής τους έδενε τα χέρια της Αμερικής στην προσπάθειά της να καταλάβει μέρος από την χαμένη της ισχύ κι επιρροή. Η αποκάλυψη της γύμνιας της εγχώριας ελίτ ήταν που προκάλεσε τελικά την επιλογή να τον φιμώσουν, να τον «δικάσουν» με συνοπτικές κι αήθεις διαδικασίες και –αν το καταφέρουν- να τον εξοντώσουν ηθικά, πολιτικά, οικονομικά, ακόμη και βιολογικά…

Παρακολουθώντας την διαδικασία μομφής σε βάρος του Προέδρου Τραμπ στην αμερικανική Βουλή, με στόχο την καθαίρεσή του και επακόλουθο τον αποκλεισμό του από το δικαίωμα να θέσει ξανά υποψηφιότητα στις εκλογές του 2024, αυτό το οποίο διαπιστώνεται είναι ότι επρόκειτο για μια από τις μεγαλύτερες θεατρικές αρπαχτές και απάτες στην ιστορία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας παγκοσμίως. Χωρίς καν να καλέσουν τον «κατηγορούμενο» να καταθέσει τις απόψεις του και να υπερασπιστεί τον εαυτό του, με χρόνο ομιλίας από 1-3 λεπτά(!) για κάθε βουλευτή θέλησαν να καθαιρέσουν τον Πρόεδρο των ΗΠΑ με διαδικασίες που παραπέμπουν σε πραγματικά πραξικοπήματα και «δημοκρατίες μπανανίας». Την καθαίρεσή του επιθυμούσε, κατά βάθος, κι ένα μεγάλο μέρος της «νομενκλατούρας» του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, προκειμένου να απαλλαγεί οριστικά από την κηδεμονία του Τραμπ στο κόμμα. Δεν το προχώρησαν, όμως, όσο θα ήθελαν, γιατί έτρεμαν την αγανάκτηση και την οργή της συντριπτικής πλειοψηφίας των ψηφοφόρων τους.

Κοιτώντας ολόκληρη την τετραετή θητεία του Τραμπ βλέπουμε ότι απέτυχε ν’ αποκτήσει γερές προσβάσεις στην ολιγαρχική ελίτ, στις πανίσχυρες υπηρεσίες ασφαλείας, στην ηγεσία του στρατού. Αντιθέτως, μπόρεσε και άσκησε μεγάλη επιρροή στους απλούς αμερικανούς πολίτες, από τους οποίους άντλησε μεγάλη δύναμη. Ο Τραμπ είναι μάλλον ο μοναδικός Πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ, όχι απλά με οπαδούς, αλλά με φανατικούς υποστηρικτές που πολλές φορές έφταναν σε σημείο ιδεολογικής ταύτισης και θρησκευτικού τύπου αφοσίωσης. Εξέφρασε, όσο κανένας άλλος πρόεδρος στο παρελθόν, μια Αμερική πάρα πολύ δυσαρεστημένη και δυστυχισμένη από την μέχρι τότε πορεία της χώρας. Η ελίτ δεν υιοθέτησε τον Τραμπ, γιατί αυτός διέπραξε ένα ολέθριο (γι’ αυτήν) σφάλμα: στηρίχθηκε πέραν του δέοντος στην κοινωνία και τον αμερικανικό λαό, τους έδωσε λόγο και ρόλο, τους αφύπνισε και τους κινητοποίησε. Ακούστηκε έμπρακτα η φωνή δεκάδων εκατομμυρίων απλών ανθρώπων, που η ελίτ τους ήθελε υπνωτισμένους για να τους χειραγωγεί και να τους εκμεταλλεύεται ανεμπόδιστα. Βεβαίως, για να είμαστε ειλικρινείς και όχι «αγιογράφοι», αναμφίβολα ο Τραμπ έκανε προσπάθειες να αποσπάσει την υποστήριξη (κάποιων έστω τμημάτων) της ελίτ, εκ του αποτελέσματος όμως φάνηκε ότι δεν κατάφερε σπουδαία πράγματα. Ούτε ο εναγκαλισμός του με τους κατόχους των πετρελαίων, ούτε η σκανδαλώδης στήριξη του Ισραήλ, ούτε οι αυξήσεις των κονδυλίων για όπλα, ούτε ο χείμαρρος δολαρίων για να κρατιέται στα ύψη η αξία των μετοχών στο Χρηματιστήριο δεν ήταν τελικά αρκετά για να τον στηρίξει η ελίτ, από την στιγμή που είχε υπερβεί τα όρια του επιτρεπτού με την Κοινωνία και τον Λαό, με την «πλέμπα», βάζοντας σε κίνδυνο τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στην ελίτ και τον Λαό.

Η κρίση των ΗΠΑ είναι βαθιά, πολύ βαθιά. Η χώρα δείχνει να κινείται πάνω σε κινούμενη άμμο και το μέλλον φαίνεται ασταθές, αβέβαιο, απροσδιόριστο. Τα γεγονότα από εδώ και πέρα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην υπόλοιπη υφήλιο, σίγουρα δεν θα μας κάνουν να πλήξουμε…


Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης