Η ελληνική πραγματικότητα των ατόμων με αναπηρία - γράφει ο Γιάννης Χρύσης (τομεάρχης ΑΜEΑ)

  03/12/2020  

Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Ημέρα ατόμων με αναπηρία σήμερα. Δηλώσεις, ευχολόγια, φλυαρίες από τα υπάρχοντα κόμματα του Κοινοβουλίου, των οποίων ο ανθρωπισμός φαίνεται περισσότερο στην θεωρία παρά στην πράξη. Ανάμεσα στα προβλήματα που διαπιστώνονται είναι η προσβασιμότητα των ΑΜΕΑ στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Λεωφορεία και τρόλεϊ λόγω παλαιάς κατασκευής έχουν στενούς χώρους και κακή συντήρηση και δεν παρέχουν διασφάλιση για την έγκαιρη και ασφαλή μετακίνηση. Ακόμα και για τα νεότερα οχήματα που φέρουν ειδικές ράμπες αυτές πολλές φορές δεν λειτουργούν λόγω κακής συντήρησης, ή οι οδηγοί των λεωφορείων δεν γνωρίζουν πως να τις χρησιμοποιήσουν. Οι στάσεις των λεωφορείων στην πλειονότητά τους δεν είναι κατάλληλα διαμορφωμένες, ώστε να είναι προσβάσιμες. Οι δε πινακίδες πληροφόρησης στις στάσεις, δεν είναι χρηστικές για όλες τις κατηγορίες ΑΜΕΑ, όπως παραδείγματος χάριν οι τυφλοί.

Οι θεσπισμένες ειδικές ρυθμίσεις για την εξυπηρέτηση ατόμων με αναπηρία σε κοινόχρηστους χώρους που προορίζονται για την κυκλοφορία πεζών, συχνά δεν εφαρμόζονται είτε λόγω των κλίσεων είτε λόγω στενότητας ή ανυπαρξίας πεζοδρομίων. Αδυναμία πρόσβασης έχουν και πολλά δημόσια κτίρια, μεταξύ των οποίων ακόμα και δικαστήρια, παρά το γεγονός ότι κρίνεται αναγκαία η ειδική μέριμνα για την πρόσβαση των ΑμεΑ στην παροχή νομικών πληροφοριών και υπηρεσιών, ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμα πραγματικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Τραγικό είναι ότι ακόμα και κτήρια νοσοκομείων είναι δύσκολα στην πρόσβαση τους, κυρίως από χρήστες αναπηρικών αμαξιδίων, εξαιτίας Κακοτεχνιών στις ράμπες, ελλείψεων ικανοποιητικού αριθμού παρκινγκ για τα αναπηρικά αυτοκίνητα και κακής συντήρησης των ανελκυστήρων στα κτήρια.

Στην εργασία σημειώνεται, ότι οι υποθέσεις που αφορούν διάκριση λόγω αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης εμφανίζουν σταδιακή αύξηση ενώ αφορούν λιγότερο τον ιδιωτικό και περισσότερο τον δημόσιο τομέα. Επίσης, ενώ με νόμο του 1998 ορίζονται συγκεκριμένες ποσοστώσεις για τις προσλήψεις ατόμων με αναπηρία στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, οι ποσοστώσεις αυτές έχουν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη εφαρμογή στον ιδιωτικό τομέα.

Εξάλλου, με τις αλλεπάλληλες αλλαγές στην ασφαλιστική νομοθεσία, λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής, η θέση των πολιτών με αναπηρία έχει επιδεινωθεί, επειδή μειώθηκαν στην ουσία τα κατώτατα ποσά συντάξεων και ταυτόχρονα μειώθηκε ή εξαλείφθηκε το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΑΣ) που συμπλήρωνε τις συντάξεις. Εξίσου σοβαρό, όμως, κρίνεται και το πρόβλημα της συρρίκνωσης των δικαιούχων, λόγω των αλλαγών που επήλθαν στους κανόνες απόδοσης ποσοστών αναπηρίας και την εφαρμογή τους. Πρόσωπα που επί χρόνια λάμβαναν σύνταξη αναπηρίας ή προνοιακό επίδομα βρέθηκαν να στερούνται εισόδημα ή να λαμβάνουν μικρότερη σύνταξη. Άτυπα οι Επιτροπές αξιολόγησης αναπηρίας (ΚΕΠΑ) όπως ψιθυρίζεται έχουν λάβει εντολή να κόβουν ποσοστά αναπηρίας ακόμα και σε εμφανείς περιπτώσεις ασθενών οι οποίοι αν και αδυνατούν ακόμα και να αυτό εξυπηρετηθούν κρίνονται από την επιτροπή ικανοί για εργασία.

Σχετικά με την πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας διαπιστώνεται ότι οι υπηρεσίες υγείας δεν εξειδικεύονται σε παροχές πρόληψης και αποκατάστασης των ΑΜΕΑ, αλλά είναι εστιασμένες στις ανάγκες πιστοποίησης της αναπηρίας. Επίσης, το κόστος συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη είναι αρκετά υψηλό.

Αναφορά γίνεται και στην πρόσβαση στο ψηφιακό περιβάλλον, η οποία στην πράξη δεν διασφαλίζεται, καθώς διαπιστώνεται ότι ελάχιστες ιστοσελίδες είναι πλήρως προσβάσιμες για ΑμεΑ.

Σε σχέση με τα παιδιά, σημειώνεται ότι η εθνική νομοθεσία και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές προστατεύουν σε έναν ορισμένο βαθμό το παιδί με αναπηρία, ιδίως στο πλαίσιο της επιδοματικής , προνοιακής και της εκπαιδευτικής πολιτικής, χωρίς ωστόσο στην πράξη να ανταποκρίνονται στο εύρος και το πλήρες περιεχόμενο των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του. Επίσης, απουσιάζει ένα πλαίσιο υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κοινωνικής προστασίας, ιδίως σε επίπεδο πρόληψης, καθώς και η έλλειψη εξειδικευμένων υποστηρικτικών υπηρεσιών και προγραμμάτων για τα παιδιά και τις οικογένειές τους. Τα παραπάνω, μειώνουν την κοινωνική προστασία των παιδιών και τα καθιστούν ευάλωτα στην παραμέληση, την εγκατάλειψη και την ιδρυματοποίηση.

Επίσης, προκύπτει συχνά δυσχέρεια αποδοχής παιδιών με αναπηρία σε δημοτικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς, με συνήθη αιτιολογία για τη μη αποδοχή τους την έλλειψη κατάλληλου ανθρώπινου δυναμικού. Ωστόσο, η αδυναμία έγκαιρης ένταξης των παιδιών αυτών σε βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς σημειώνεται ότι εμποδίζει την πρώιμη συμπερίληψή τους στη μαθησιακή διαδικασία μαζί με τους συνομηλίκους τους, δυσχεραίνει την αναγκαία υποστήριξη των εργαζόμενων γονέων τους και αυξάνει τις προϋποθέσεις για έναν μελλοντικό αποκλεισμό.

Στις άλλες βαθμίδες σχολικής εκπαίδευσης εντοπίζεται ότι στην πράξη δεν έχει καταστεί δυνατή η λειτουργία ενός συστήματος συνεκπαίδευσης μεταξύ γενικών και ειδικών σχολείων, ενώ διαπιστώνονται προβλήματα σε σχέση με την οργάνωση, τους πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό, τις μεθόδους διδασκαλίας, το εκπαιδευτικό υλικό, τις αντιλήψεις και τις πρακτικές στην εκπαίδευση των παιδιών με αναπηρία.

Μακροχρόνια τα προβλήματα που καθιστούν δύσκολη την καθημερινότητα των ΑμεΑ . Αιτία η απουσία πολιτικης βούλησης από το πολιτικό κατεστημένο της χώρας μας αλλά και πολλές φορές η άγνοια πως να τα επιλύσουν, αφού αξιόλογοι Έλληνες με αναπηρία δεν αξιοποιούνται ως σύμβουλοι από τις εκάστοτε κυβερνήσεις.

Ιωάννης-Πολυκράτης Χρυσής

Υπεύθυνος τομέα ΑμεΑ Έλληνες για την Πατριδα.


Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης