Η κυριαρχία, σε συντριπτικό ποσοστό, της αριστεράς στην εποχή της Μεταπολίτευσης αποτελεί την αναμενόμενη κατάληξη της ιδεολογικής μάχης την οποία κέρδισε, παρότι νωρίτερα είχε ηττηθεί στο στρατιωτικό επίπεδο. Η αριστερά κατόρθωσε να επιβάλει ένα ενοχικό-φοβικό σύνδρομο στους αντιπάλους της, για την ακρίβεια στην φιλελεύθερη δεξιά και στην κυριότερη πολιτική της έκφραση, την ΝΔ.
Χαρακτηριστικό δείγμα της ηττοπάθειας, που διέπει τους φιλελεύθερους, είναι ότι ακόμη και στις όποιες αντιπαραθέσεις τους με την οποιαδήποτε έκφραση και έκφανση της αριστεράς, προηγείται πριν απ’ όλα η απολογητικού περιεχομένου ρήση «αναγνωρίζω, σέβομαι και τιμώ τους αγώνες της αριστεράς». Έτσι, γενικά και αόριστα. Ακόμα και αν αυτοί οι «αγώνες» είναι βουτηγμένοι (και λερωμένοι) με το αίμα αναρίθμητων συμπατριωτών μας, ανεξαρτήτου ηλικίας, επαγγέλματος και κοινωνικής καταγωγής, οι οποίοι δολοφονήθηκαν μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελαν η Ελλάδα να καταντήσει ένα ακόμη παράρτημα του «ερυθρού παραδείσου» του σοβιετικού ιμπεριαλισμού.
Ως εκ τούτου, μόνο περίεργη δεν πρέπει να φαίνεται η εμμονή των διαφόρων ρευμάτων της σύγχρονης αριστεράς και η επικυριαρχία τους στον δημόσιο βίο των συστημικών ΜΜΕ για την αποθεωτική νοσταλγία της κομμουνιστικής πανούκλας 1917-1991, το μίσος για την Εθνική Ταυτότητα, την ψυχωτική απέχθεια απέναντι στην πνευματική αριστεία που γεννά η υγιής κοινωνική άμιλλα. Βεβαίως, κυρίαρχη θέση σ’ αυτήν την παράνοια της «πολιτικής ορθότητας» με αριστερό πρόσημο (γιατί υπάρχει και η εξίσου απεχθής και επικίνδυνη φιλελεύθερη εκδοχή της) έχει και η πολιτική των «ανοιχτών συνόρων», δηλαδή η κατάργησή τους, στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου, ουτοπικού και υποκριτικού «ανθρωπισμού», ο οποίος αφορά επί της ουσίας την καταπάτηση κάθε ίχνους δικαιώματος και ιδιοκτησίας στους Έλληνες των πιο λαϊκών συνοικιών της Αθήνας και των ακριτικών περιοχών της Χώρας.
Ακόμα και σε θέματα τα οποία άπτονται ξεκάθαρα της ιατρικής κοινότητας, η αριστερά έχει καταφέρει (γιατί περί κατορθώματος πρόκειται) να τους δώσει ιδεολογικό πρόσημο. Πριν αποκτήσει η αριστερά την πολιτική εξουσία («ανεπίσημα» το 1981 με το ΠΑΣΟΚ και «επίσημα» το 2015 με τον ΣΥΡΙΖΑ) είχε φροντίσει προηγουμένως να κατακτήσει την ιδεολογική ηγεμονία. Οι λεγόμενοι «διανοούμενοι», οι συγγραφείς, οι ποιητές, οι καλλιτέχνες, οι καθηγητές των πανεπιστημίων, αποτελούσαν σαφές δείγμα της ιδεολογικής, πολιτικής και πολιτιστικής κυριαρχίας της αριστεράς, στο οδοιπορικό χρονικό αφήγημα της Μεταπολίτευσης.
Αντιθέτως, η φιλελεύθερη δεξιά φρόντισε να υποχωρήσει άτακτα και να οχυρωθεί πίσω από μια εντελώς τρύπια «γραμμή αμύνης», της οποία το περιεχόμενο εξαντλούνταν στην προσπάθεια επεξήγησης μιας ασαφούς θέσης ότι οι ιδεολογικές αναζητήσεις και συγκρούσεις βλάπτουν την πορεία του Τόπου, μιλώντας για μια άνευ επεξηγήσεως και νοηματικής ουσίας «συναδέλφωση». Την ίδια ώρα, όλες οι πτυχές μιας αριστεράς που ποτέ δεν πίστεψε σε κανενός είδους «συναδέλφωση» μεταξύ των Ελλήνων, έχοντας μάλιστα και ως ξεκάθαρο αποδεικτικό στοιχείο το εμπειρικό υλικό του ιστορικού παρελθόντος με την ένοπλη παρέμβασή της, φρόντισε να διεισδύσει εκεί που οι δεξιοί «κώλωναν». Η παιδεία αλώθηκε από το ιδεολογικό αφήγημα της αριστεράς, το οποίο παρότι κήρυττε βλακείες πρώτου μεγέθους, ασύμβατες με την ανθρώπινη φύση και με καταστροφικό περιεχόμενο, όπου αυτό το αφήγημα εφαρμόστηκε, κατόρθωσε να επιβληθεί μόνο και μόνο γιατί είχε το θάρρος να κινηθεί σε μια εποχή ιδεολογικής ακινησίας.
Και αυτό έγινε εντελώς ανενόχλητα και ανεμπόδιστα. Ελέγχοντας τον χειρισμό της γλώσσας, την ροή της πνευματικής δεξαμενής και δίνοντας την δική της κατευθυντήρια γραμμή σε καίρια ζητήματα, η αριστερά εγκλώβισε στην μετριότητα, την οκνηρία και τον παρακμιακό παρασιτισμό την Πατρίδα και τον Λαό. Μέσα και από την πιο «ασήμαντη» λεπτομέρεια η αριστερά κατόρθωσε να επιβάλει την δική της οπτική γωνία παρακολούθησης και αντίληψης των γεγονότων. Έτσι, το «καινό», δηλαδή το καινούριο, μετατράπηκε πολύ εύκολα στο «κενό», δηλαδή σε κάτι το οποίο δεν λέει και δεν εννοεί τίποτα το ουσιαστικό και σημαντικό.
Γι’ αυτό και σε πρακτικό επίπεδο η αριστερά στοχοποίησε την Αριστεία, θεοποίησε την πνευματική μετριότητα και την οκνηρία που της αναλογεί, μεγαλοποίησε στο έπακρο συγγραφείς που δεν διαβάζονται με τίποτα, σκηνοθέτες που σπάνε τα νεύρα των άτυχων τηλεθεατών, άσχετους και ανίδεους «διανοούμενους», άχρηστους γενικότερα, οι οποίοι όμως είχαν το προνόμιο-«προσόν» ότι ανήκαν στο ευρύ φάσμα της «ορθόδοξης» και «δικαιωματικής» αριστεράς.
Όλοι και όλα αυτά είχαν το δικό τους μερίδιο ευθύνης στο χτίσιμο ενός σαθρού οικοδομήματος, όπου ο επηρεασμός της «κοινής γνώμης» και η χειραγώγηση των πολιτών γίνεται με την καλλιέργεια κίβδηλων μύθων και ανάλογων πολιτικών ειδώλων-συμβόλων. Σ’ αντίθεση με την φιλελεύθερη ΝΔ, πιστεύουμε ότι η ιδεολογική σύγκρουση με την αριστερά δεν μπορεί να εξαντλείται στην (υποτιθέμενη) ποινική αντιμετώπιση των παρακρατικών «πιστολέρο» και μπαχαλάκηδων που προστατεύει, καθώς και στην απλή τήρηση του κανόνα «Νόμος και Τάξη».
Πολύ περισσότερο, σημαίνει το να δοθούν ιδεολογικές μάχες για την Εθνική Συνειδητοποίηση των Ελλήνων, για την επανελληνοποίηση της Παιδείας και της αποκατάστασης της Αλήθειας της Ιστορίας, την γνωστοποίηση της πανανθρώπινης Αξίας του Ελληνικού Πολιτισμού ως κάτι που δημιουργήθηκε από Έλληνες και απευθύνεται πρωτίστως σε Έλληνες και όχι ως κάτι το αόριστα «παγκοσμιοποιημένο» και «οικουμενιστικό». Πολιτική σύγκρουση, μάχη και νίκη απέναντι στα «προοδευτικά», αλλά τόσο σκουριασμένα ιδεολογικά, στερεότυπα της αριστεράς.
Και όλα αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν αποτελεσματικά και νικηφόρα μόνο από τους Έλληνες Εθνικιστές και όχι από τους μονίμως έχοντες συμπλέγματα κατωτερότητας και ενοχής απέναντι στην αριστερά φιλελεύθερους.
Γιώργος Μάστορας