Με αφορμή την συμπλήρωση δυο ετών από την ψήφιση από το ελληνικό Κοινοβούλιο (25-01-2019) της προδοτικής συμφωνίας, παραθέτω τα επιχειρήματα για την κατάργησή της, αν και όταν υπάρξει πολιτική βούληση.
Η κυβέρνηση της ΝΔ ισχυρίζεται, ότι δεν θα μπορεί να καταργήσει την προδοτική συμφωνία, γιατί θα αποτελεί διεθνή συνθήκη. Μια ακόμη εξαπάτηση του Ελληνικού λαού μέσα στις τόσες άλλες. Η ιστορία την διαψεύδει με πανηγυρικό τρόπο.
Είναι δυνατό να ακυρώνονται συμφωνίες, έστω κι αν με τόση επισημότητα υπογράφονται;
Από τις σελίδες της ιστορίας αντλούμε πολλά στοιχεία ενθαρρυντικά και διαφωτιστικά για την περίπτωσή μας. Θα αναφέρουμε μόνο μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Η συνθήκη των Σεβρών υπογράφεται μεταξύ των νικητών τού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της κυβέρνησης της Τουρκίας στις 10 Αυγούστου 1920. Προέβλεπε την αφαίρεση τμημάτων της Τουρκίας, Συρίας, Λιβάνου, Παλαιστίνης και Ιράκ και την μετατροπή τους σε αποικίες της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Η Ελλάδα κατοχύρωνε επίσημα την Δυτική Θράκη και αποκτούσε την Ανατολική. Έπαιρνε τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο και παγίωνε την παρουσία της στην περιοχή της Σμύρνης και στην ενδοχώρα της. Φαινόταν μάλιστα ότι εξασφάλιζε τα Δωδεκάνησα πλην της νήσου Ρόδου. Με την Μικρασιατική Καταστροφή τέθηκε τέρμα στην Συνθήκη των Σεβρών, η οποία δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1924 η Ελλάδα υπό την εποπτεία της ΚτΕ υποχρεώθηκε να υπογράψει με τη Βουλγαρία συμφωνία για τις μειονότητες. Με την συμφωνία αυτή, γνωστή ως Πρωτόκολλο «Πολίτη-Καλφώφ» αναγνωριζόταν ως «βουλγαρική μειονότητα» οι Σλαβόφωνοι-δίγλωσσοι Έλληνες της Μακεδονίας μας. Με το φοβερό αυτό ατόπημα διαστρεβλωνόταν η ιστορία και η εθνικότητα των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι είχαν αγωνισθεί κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και θυσιάστηκαν πολεμώντας κατά των κομιτατζήδων. Όταν το πρωτόκολλο συζητήθηκε στην βουλή των Ελλήνων, απορρίφθηκε ως αντεθνικό και η Ελλάδα αποδεσμεύθηκε από τις υποχρεώσεις της, όπως η λειτουργία βουλγαρικών σχολείων στις ακριτικές αυτές περιοχές.
Στις 29 Ιουλίου 1919 υπεγράφη συμφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού της Ελλάδος Ελευθερίου Βενιζέλου και του υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας Τιττόνι, με την οποία η Ελλάδα θα προσαρτούσε την Βόρειο Ήπειρο και η Ιταλία την Αυλώνα με το λιμάνι της. Ένα χρόνο αργότερα, στις 27 Ιουλίου 1920, η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας κατήγγειλε την συμφωνία Βενιζέλου-Τιττόνι, επειδή προσέκρουε στα εθνικά της συμφέροντα.
Το «Σύμφωνο του Μονάχου» υπογράφεται στην Γερμανία στις 30 Σεπτεμβρίου 1938. Σύμφωνα με αυτό αποσπούσαν μια περιοχή της Τσεχοσλοβακίας, την Σουδητία, και την παραχωρούσαν στην Γερμανία. Στην συνδιάσκεψη συμμετείχαν οι πρωθυπουργοί Βρετανίας Τσάμπερλεν καί Γαλλίας Νταλαντιέ και Χίτλερ και Μουσολίνι. Αποκλείστηκε η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση, στην οποία άνηκε η Σουδητία. Με το Σύμφωνο αυτό η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, μετά από προτροπή των ΗΠΑ, ικανοποίησαν όλες τίς απαιτήσεις της Γερμανίας. Από την Τσεχοσλοβακία αφαιρέθηκε μία εδαφική έκταση 41.098 τετραγωνικών χιλιομέτρων με 5 εκατομμύρια κατοίκους. Στους Γερμανούς περιήλθαν βιομηχανικές περιοχές με σημαντικά εργοστάσια, μεθοριακά οχυρά και σημαντική ποσότητα οπλισμού. Έτσι, η Τσεχοσλοβακία ήταν αφοπλισμένη και ανίσχυρη στους επιδρομείς, που περίμεναν την ευκαιρία, για να την υποδουλώσουν οριστικά. Ασφαλώς η συμφωνία ήταν κατάπτυστη. Η ενδοτική πολιτική της κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας απέτρεψε την προσπάθεια επέμβασης της ΕΣΣΔ . Η συμφωνία δεν ίσχυσε επί μακρόν, γιατί ξέσπασε ο Β´ Παγκόσμιος πόλεμος. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1940 ο Τσώρτσιλ σε μήνυμά του προς τον τσεχοσλοβακικό λαό, ανακοίνωσε την ακύρωση του «Συμφώνου του Μονάχου».
Από τα παραπάνω ιστορικά ντοκουμέντα προκύπτει, ότι αν οι συνθήκες είναι επιζήμιες για το Έθνος μπορούν να καταργηθούν. Αρκεί να υπάρχουν γενναίοι πολιτικοί στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση και ψυχωμένος λαός. Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχουν στα κοινοβουλευτικά κόμματα τέτοιοι πολιτικοί και οι πολίτες δεν είναι ακόμη επαρκώς ενεργοποιημένοι.
Ως γνωστόν, προεκλογικά ο Κυρ. Μητσοτάκης ισχυρίζονταν υποκριτικά ότι είναι κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, δήλωνε ότι δεν απεμπολεί το δικαίωμα του βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στην Ε.Ε. και είχε καταψηφίσει το πρωτόκολλο ένταξης της Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, με το επιχείρημα ότι «επισφραγίζει την εθνική ήττα των Πρεσπών». Αλλά μετεκλογικά άλλαξε βέβαια στάση, με τον ίδιο τον Ζόραν Ζάεφ να αναφέρει, μόλις προ ημερών, ότι ο κ. Μητσοτάκης «έδωσε μάχες για εμάς, μάχες για το ευρωπαϊκό μας μέλλον, για τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ» και να δηλώνει «πολύ χαρούμενος που ο πρωθυπουργός του νότιου γείτονά μας έδωσε μάχη για τον ευρωπαϊκό δρόμο της Βόρειας Μακεδονίας». Άλλωστε η υποδοχή του Ζάεφ πρώτη φορά στην Αθήνα από τον πρωθυπουργό επισφράγισε και με τον πιο επίσημο τρόπο τη στροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη στο σκοπιανό.
Όμως, αν εντατικοποιήσουμε τους αγώνες μας και παράλληλα επιλέξουμε στις εκλογές τους ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, μπορούμε να ανατρέψουμε κάθε προδοτική συμφωνία. Ας μην μας πτοήσει η γκεμπελικού τύπου προπαγάνδα και οι στυγνοί εκβιασμοί του πολιτικού καθεστώτος. Επιβάλλεται ιερή εθνική αντίσταση με κάθε νόμιμο και δημοκρατικό μέσον μέχρι την τελική νίκη.
Δημήτριος Βαλασίδης,
Συνταγματάρχης εα,
Οικονομολόγος-ΜΒΑ-Συγγραφέας