Άρθρο του Σταύρου Μπιτσικόλη
Ο Iωάννης Βελισσαρίου ήταν γενναίος Αξιωματικός του ένδοξου Ελληνικού Στρατού και καταγόταν από την Κύμη της Εύβοιας. Πολέμησε με μεγάλη ανδρεία στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, αλλά κυρίως διακρίθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Μάλιστα πήρε μέρος στην καθοριστική και δύσκολη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Όπως είναι γνωστό, το τελικό σχέδιο επίθεσης καταρτίσθηκε στις 16 Φεβρουαρίου και στις 19 (Φεβρουαρίου) το Ελληνικό Πυροβολικό άρχισε να βάλλει ασταμάτητα κατά των τουρκικών πυροβολείων και των χαρακωμάτων του τουρκικού Πεζικού. Οι Τούρκοι ανταπάντησαν με το σύνολο των πυροβόλων του Μπιζανίου χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα και προς το μεσημέρι σταμάτησαν.
Η γενική επίθεση των ελληνικών δυνάμεων εκδηλώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Φεβρουαρίου. Η 2η Μεραρχία κατέλαβε θέσεις στον Τομέα Αυγό και η Ταξιαρχία Μετσόβου στο Κοντοβράκι. Η 1η και 3η φάλαγγα του Α΄ Τμήματος Στρατιάς κατέλαβαν τα υψίστης στρατηγικής σημασίας υψώματα του Καστρίου, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Νικολάου και της Τσούκας, ύστερα από μεγάλο και σκληρό αγώνα. Η 2η φάλαγγα του Τμήματος κινήθηκε διά μέσου της Μανωλιάσας καταδιώκοντας τους υποχωρούντες Τούρκους προς την κατεύθυνση Ιωαννίνων και κατέλαβε την κοιλάδα της Δωδώνης, φτάνοντας μέχρι τον Άγιο Νικόλαο. Συνεχίζοντας την προέλαση έφτασε στη Ραψίστα (Πεδινή), όπου ανέτρεψε την τουρκική αντίσταση. Μάλιστα δύο ιδιαίτερα τολμηροί Αξιωματικοί, ο Ιατρίδης και ο Ιωάννης Βελισσαρίου (Διοικητές των Ταγμάτων 8ου και 9ου αντίστοιχα), συνέχισαν την καταδίωξη του εχθρού μέσα στη βαλτώδη πεδιάδα της Ραψίστας (Πεδινής) και το βράδυ έφτασαν στους λόφους του Αγίου Ιωάννη Μπουνίλας, όπου εγκατέτησαν προφυλακές για ασφάλεια και έκοψαν τα καλώδια τηλεφώνων και τηλεγράφων, νεκρώνοντας έτσι την επικοινωνία Ιωαννίνων – Μπιζανίου.
Ο Εσάτ Πασάς αναγκάστηκε (8 το βράδυ) να ζητήσει τη μεσολάβηση του Μητροπολίτη Γερβάσιου και των Προξένων για την παράδοση της πολυθρύλητης πόλης των Ιωαννίνων. Οι Πρόξενοι ανακοίνωσαν στον Κωνσταντίνο τον μεσολαβητικό τους ρόλο με έγγραφο που στάλθηκε με τους αξιωματικούς Ρεούφ και Ταλαάτ, τους οποίους συνόδευε ο Επίσκοπος Δωδώνης Πανάρετος, ως εκπρόσωπος της Μητρόπολης. Μαζί με τον ατρόμητο Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου οδηγήθηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Φεβρουαρίου (1913) στο Γενικό Στρατηγείο Εμίν Αγά. Ύστερα από σύντομη συζήτηση συμφώνησαν την παράδοση της πόλης και των τουρκικών δυνάμεων και δόθηκαν οι σχετικές διαταγές.
Την επομένη ο ένδοξος Ελληνικός Στρατός εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη των Ιωαννίνων και η υποδοχή ήταν πράγματι αποθεωτική. Η πόλη των Τεχνών και του εμπορίου σημαιοστολισμένη πανηγύριζε και ζητωκραύγαζε με ασυγκράτητο ξέσπασμα σπάνιου ενθουσιασμού για τη μεγάλη νίκη.
Τα θρυλικά Γιάννινα ήταν ελεύθερα, όπως ελεύθερη ήταν σε λίγο και όλη η πολύπαθη Ήπειρος. Η δημοτική μας μούσα επάξια τραγούδησε:
«Τα πήραμε τα Γιάννινα μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν' πουλιά των Γρεβενών κι αηδόνια του Μετσόβου
Που τάσκιαζεν η παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου.
Το λεν' οι χτύποι κι οι βροντές το λένε κι οι καμπάνες,
Το λένε κι οι χαρούμενες κι οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε κι οι Γιαννιώτισσες που ζούσαν χρόνια βόγγου,
Το λένε κι οι Σουλιώτισσες κι οι βράχοι του Ζαλόγγου»
ΖΗΤΩ Ο ΕΝΔΟΞΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ