Η πορεία δεκαετιών της Μεταπολίτευσης και ιδιαίτερα η τελευταία 25ετία, με την έλευση του «εκσυγχρονισμού» αρχικά και της μνημονιακής κατοχής μετέπειτα, έδειξε ξεκάθαρα ότι ο πολιτικός κοσμοπολιτισμός της φιλελεύθερης δεξιάς συναντά το πολιτισμικό του ανάλογο στον διεθνιστικό πολυπολιτισμό της μαρξιστικής αριστεράς. Μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα το κέντρο βάρους της ενασχόλησης και των κινητοποιήσεων της αριστεράς μετατέθηκε από τις εργατικές κινητοποιήσεις και την «αντιιμπεριαλιστική αλληλεγγύη», στα δικαιώματα των πάσης φύσεως μειονοτήτων, τον περιβαλλοντισμό (σε αντίθεση με την φυσική, άδολη και αντισυστημική οικολογία), τα ατομικά δικαιώματα, την «σεξουαλική απελευθέρωση» και την διφορούμενη (από πλευράς περιεχομένου) νεολαιίστικη κουλτούρα. Παράλληλα, δαιμονοποιήθηκε στον απόλυτο βαθμό κάθε θετική αναφορά στην Εθνική Ταυτότητα και τα Εθνικά συλλογικά δικαιώματα, ενώ επεκτάθηκε μια γενικευμένη ατομικοποίηση των συμπεριφορών και των αντιδράσεων, η οποία επιταχύνθηκε από τον χαώδη κόσμο του διαδικτύου και ιδιαίτερα από τα λεγόμενα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης (τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούν δίκτυα κοινωνικής απομόνωσης).
Επρόκειτο για το κοινωνικό υπόβαθρο και την ιδεολογική προετοιμασία για την γενικευμένη ατομικοποίηση των πάντων, που προωθούσε η μεθοδευμένη μίξη του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού με τον μαρξιστικό διεθνισμό. Αν και φαινομενικά βρίσκονται σε μια σύγκρουση, εν τούτοις, στις διαμορφωθείσες απ' αυτούς πολυπολιτισμικές κοινωνίες δεν μπορεί να υπάρξει ο ένας χωρίς τον άλλον. Στην Χώρα μας, η νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατική αριστερά, η οποία είχε αρχίσει να συγκροτείται σε ισχυρό εξουσιαστικό πόλο γύρω από τον Σημίτη και την κυβέρνησή του, επιχείρησε για πρώτη φορά να προωθήσει ταυτόχρονα τον οικονομικό φιλελευθερισμό της δεξιάς και τον πολιτιστικό εθνομηδενισμό της αριστεράς, έχοντας ως χαρακτηριστικές φιγούρες αυτού του σχεδίου σύζευξης από την μια πλευρά τους Γιαννίτση, Θέμελη, Στουρνάρα και από την άλλη τους Τσουκαλά, Λιάκο, Φραγκουδάκη κ.τ.λ. Έτσι, ήταν το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη αυτό το οποίο επιχείρησε να υλοποιήσει αυτά που απέτυχε (ή απλώς δεν πρόλαβε) να πραγματοποιήσει η ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έχοντας πλέον στην φαρέτρα της και τα δηλητηριώδη ανθελληνικά βέλη της εθνομηδενιστικής αριστεράς.
Η Ελλάδα ακολουθούσε κι αυτή ένα μοντέλο εκσυγχρονιστικής αντεθνικής συμπεριφοράς, το οποίο ήδη είχε αρχίσει να υφίσταται στην υπόλοιπη Ευρώπη από πολύ νωρίτερα. Οι δυτικές μαζικές «δημοκρατίες» είχαν φθάσει ήδη σε εκείνο το οριακό σημείο, όπου οι δύο βασικοί πολιτικοί πυλώνες της, τα φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είχαν μεταβληθεί σε μια λίγο πολύ ενιαία πολιτική τάξη, χωρίς ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους. Στην Ελλάδα του 2000 (και μετέπειτα) η πολιτική της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ελάχιστα πλέον διέφεραν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η κρίση του Χρηματιστηρίου να υπονομεύσει δραστικά την οικονομική ισχύ των μεσαίων τάξεων, ενώ ταυτόχρονα απεδείκνυε το μάταιο του εύκολου κέρδους δίχως την ουσιαστική εργασία.
Ταυτόχρονα, η παραγωγή, με την άνοδο του κόστους εργασίας, που σηματοδότησε η ασχεδίαστη και άναρχη μετάβαση στο ευρώ, τόσο στον αγροτικό όσο και στον βιομηχανικό τομέα, μπαίνει σε κρίση, ενώ η παραγωγική Ελληνική εργατική τάξη παραγκωνίζεται και αντικαθίσταται σταδιακά από τα φθηνά εργατικά χέρια των λαθρομεταναστών. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 θα ωθήσει και την εγχώρια εθνομηδενιστική και πολυπολιτισμική αριστερά, η οποία από εργαλείο ιδεολογικής αναπαραγωγής του μεταπολιτευτικού συστήματος έπαψε να λειτουργεί ως συμπληρωματική δύναμη του καθεστώτος και διεκδικούσε πλέον αυτόνομα το σύνολο της εξουσίας. Τα εφιαλτικά μνημονιακά χρόνια της παρείχαν αυτή την δυνατότητα. Με ένα αλλοπρόσαλλο και αντιφατικό μείγμα οικονομικού (δημοσιοϋπαλληλικού) κρατισμού και πολιτιστικού φιλελευθερισμού και εθνομηδενισμού η «πρώτη φορά αριστερά» καρπώθηκε την εξουσία.
Τι παράξενο, όμως. Στο παρελθόν αυτή η αριστερά, η οποία είχε την αντιπολιτευτική άνεση να κριτικάρει το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο Γιαννίτση (φέρνοντας στην συνέχεια το πολύ χειρότερο νομοσχέδιο Κατρούγκαλου) που προωθούσε η κυβέρνηση Σημίτη, την ίδια στιγμή συμπαρατασσόταν μαζί του εναντίον του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου ή υπερασπίζοντας με φανατισμό το κατάπτυστο σχέδιο Ανάν. Φιλοκρατιστές στην δημόσια διοίκηση και νεοφιλελεύθεροι στους υπόλοιπους τομείς στο οικονομικό επίπεδο, αλλά “αντικρατιστές” στην Εθνική Ιστορία και τα Σύμβολά της και ανθέλληνες στο πολιτισμικό πεδίο.
Έτσι, λοιπόν, ο εθνομηδενισμός αποτελεί την απαραίτητη ιδεολογική προϋπόθεση για την αποδοχή της μνημονιακής σκλαβιάς, την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την “κινεζοποίηση” του Ελληνικού Λαού. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο «ούλτρα» φιλελεύθερος Μητσοτάκης, όχι απλώς συμμερίζεται, επί της ουσίας, τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά φροντίζει να τον επεκτείνει κατά την διάρκεια της δικής του κυβερνητικής θητείας. Είναι ολοφάνερο ότι οι πολιτικές ετικέτες του παρελθόντος «αριστερά» και «δεξιά» δεν έχουν στην σημερινή εποχή κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο ύπαρξης, καθώς οι αλλεπάλληλες «μίξεις» των κομματικών φορέων που κυβέρνησαν όλα αυτά τα χρόνια την Χώρα καθιστούν εντελώς ανενεργό σήμερα κάθε ιδεολογικό ή πολιτικό περιεχόμενο που θα μπορούσε να είχε χρησιμότητα στο παρελθόν γύρω απ’ αυτές τις πολιτικές ετικέτες. Αυτό που στην εποχή μας έχει σημασία είναι το ζήτημα μιας υπαρκτής και διευρυνόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας, αντίδρασης και κίνησης αντίστασης προς την συστημική διαχείριση, που υπάρχει στην πολυεπίπεδη κρίση του καθεστώτος. Επί μια δεκαετία το εγχώριο πολιτικό σύστημα βρέθηκε στο επίκεντρο καταγγελιών και επιθέσεων, εν μέσω μιας τεράστιας αμφισβήτησης που το απονομιμοποίησε σε τεράστιο βαθμό. Παρά την υφιστάμενη «ύφεση» αυτής της αμφισβήτησης και την προσωρινή επάνοδο του δικομματισμού-διπολισμού, η ανικανότητα εξεύρεσης λύσεων απ’ αυτό αποτελεί έναν μοχλό για την (επαν)εμφάνιση ενός Νέου Κινήματος Εθνικής και Λαϊκής Αντίστασης, το οποίο, έστω και με άλλη ονομασία και πολιτική πρόταση και τακτική, φροντίζοντας να αποφύγει τόσο την ποδηγέτηση από όλες τις πλευρές του πολιτικού συστήματος όσο και την επανάληψη λαθών του παρελθόντος, θα δώσει την Ελπίδα ξανά στην Πατρίδα και τον Λαό των Ελλήνων.
Γιώργος Μάστορας