Σαν μετανεωτερική αποικία, η Ελλάδα με γοργούς ρυθμούς γίνεται εξάρτημα και συμπλήρωμα της ΝΑΤΟϊκής στρατιωτικής μηχανής, χάνοντας ακόμα περισσότερο οποιαδήποτε περιθώρια άσκησης μιας άλλης εξωτερικής πολιτικής που να συνέφερε την Χώρα. Εδώ είναι που ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο, εξίσου σημαντικό: Θα μπορούσε να έχει μια άλλη στάση η Ελλάδα σε αυτό το ταραγμένο τοπίο; Παραβλέπουμε την απάντηση των εγχώριων ελίτ, που είναι δεδομένη και εκφρασμένη με όσα πράττει και στα οποία έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν.
Βλέποντας στρατηγικά τα όσα συμβαίνουν και το που ενδεχομένως οδηγούν, έχει τεράστια σημασία η επένδυση σε έναν σχεδιασμό που να κατοχυρώνει ή να επιδιώκει την Εθνική Κυριαρχία, και όχι μια χωρίς σχέδιο παράδοση τμημάτων της κυριαρχίας σε μια στρατιωτική συμμαχία των ΗΠΑ και στους πολέμους που αυτή θέλει να τροφοδοτήσει. Αυτό, κυρίως, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις τάσεις και τους σχεδιασμούς των βασικών πρωταγωνιστών των πολέμων, αλλά και των επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας -η οποία μπορεί να επωφεληθεί και από τα «δοσίματα» προς αυτήν που θα κάνουν οι «μεγάλες δυνάμεις», αλλά και από την υποτελή και ενδοτική στάση που εκφράζουν οι εγχώριες ελίτ τόσο απέναντι στην Δύση όσο και απέναντι στην Τουρκία. Γιατί εδώ πρέπει να απαντηθούν ορισμένα ερωτήματα: Ποιο «εθνικό συμφέρον» της Ελλάδος οδηγεί να ανακηρύσσουμε «εχθρό» μας την Ρωσία, να ψηφίζουμε όλες τις κυρώσεις εναντίον της, να αποστέλλουμε πολύτιμο στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία, και τώρα να διαρρέει πως «αν χρειαστεί» θα πάνε στο μέτωπο και στρατιωτικό προσωπικό και ειδικές δυνάμεις;
Η Ελλάδα όφειλε και μπορούσε να κρατήσει μια άλλη στάση: Να μην ψήφιζε όλες τις κυρώσεις ενάντια στην Ρωσία. Να μην έστελνε όλο το πολεμικό υλικό στην Ουκρανία, εξασθενίζοντας την Ελληνική αποτρεπτική δύναμη στα νησιά του Αιγαίου. Να παρενέβαινε με προτάσεις για την προστασία των Ελληνικής καταγωγής πληθυσμών της περιοχής. Κρατώντας μια θέση φιλειρηνική, με πρωτοβουλίες και κινήσεις που να δείχνουν ότι δεν ρίχνουμε λάδι στην φωτιά, δεν κλιμακώνουμε, αλλά αποτρέπουμε όσο μπορούμε τα πολεμικά μέτωπα, καλώντας σε τερματισμό των εχθροπραξιών. Να έπαιρνε ξεκάθαρη θέση και πρωτοβουλία στήριξης του δεύτερου Ελληνικού Κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, με συνεχή καταγγελία της τουρκικής κατοχής.
Ακόμα κι αν αυτά μπορούσαν να δηλωθούν με πιο έμμεσο και διπλωματικό τρόπο, θα έπρεπε να δοθεί ένα σήμα ότι η Χώρα επιθυμεί μια πιο ουδέτερη στάση, μια στάση μη εμπλοκής της στους πολέμους, μια στάση ενεργητικής υποστήριξης της ειρήνης. Αυτή η πολιτική ουδετερότητας θα μπορούσε να αρθρωθεί και να συγκεκριμενοποιηθεί σε όλους τους οργανισμούς που μετέχουμε, χωρίς αυταπάτες, αλλά ως ένδειξη της ανάγκης μιας στροφής στις διεθνείς σχέσεις. Η Ευρώπη δεν πρέπει να ΝΑΤΟποιηθεί, ούτε να γίνει πεδίο ενός Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελεί ορμητήριο του ΝΑΤΟ και εμπρηστικό παράγοντα στους πολέμους που θέλουν οι ΗΠΑ. Θα μπορούσε να προβάλλει σχέδια εκεχειρίας ή και συνομιλιών, θα μπορούσε να έχει έναν πιο ενεργητικό ρόλο στην περιοχή. Η ΝΑΤΟφροσύνη είναι αποτέλεσμα της πλήρης εξάρτησης των ελίτ και της απουσίας κάθε τμήματος στήριξης μιας πολιτικής Εθνικής Κυριαρχίας και Ανεξαρτησίας. Αυτό είναι γνωστό από παλιά, αλλά είναι επίσης και άκρως επικίνδυνο στις παρούσες συνθήκες και με όσα προδιαγράφονται.
Το ΝΑΤΟ δεν είναι ένας χώρος διαρκούς πάλης και συγκρότησης ευμετάβλητων διεθνών συσχετισμών, αλλά ένας σκληρός επιθετικός στρατιωτικός βραχίονας των ΗΠΑ. Η συμμετοχή σε αυτόν υπαγορεύει υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, ενώ σε καιρό πολέμου τα περιθώρια στενεύουν για τις μικρές δυνάμεις που συμμετέχουν στην «συμμαχία». Όλοι μας θυμόμαστε την άθλια στάση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Η Τουρκία μετέχει κι αυτή στο ΝΑΤΟ, αλλά διαφοροποιείται σε πολλά ζητήματα, επειδή έχει ένα βάρος ως σχετικά μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Μια υποψία βέτο που έθεσε στο παρελθόν ο Κώστας Καραμανλής, για την μη είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, τού κόστισε την συνταξιοδότηση από την δημόσια πολιτική ζωή. Σήμερα, η ΝΔ, δια στόματος Ντόρας Μπακογιάννη, θεωρεί 100% λάθος το βέτο που έθεσε τότε ο Καραμανλής και τώρα μαζί με τα υπόλοιπα συστημικά κόμματα προσανατολίζονται σε ακόμα μεγαλύτερες παραχωρήσεις, είτε ως «κόμμα της Χάγης», είτε ως οπαδοί της γραμμής «Πρέσπες παντού».
Επομένως, μόνο οντότητες (χώρες, κράτη) που έχουν ένα σχέδιο Εθνικής Κυριαρχίας και μια ανάλογη στρατηγική για να πετύχουν τον στόχο αυτόν, μπορούν να αποκτήσουν βάρος και να έχουν έναν σχετικό λόγο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ανισομετρία που ενδέχεται να υπάρχει ανάμεσα σε στρατιωτική δύναμη και την οικονομική ισχύ ανάμεσα σε διάφορες δυνάμεις μπορεί και πρέπει να αντισταθμιστεί από την πολιτική δύναμη. Και πολιτική δύναμη αποκτιέται με στόχους, με πρωτοβουλίες, με εφευρετικότητα και κινήσεις που προσθέτουν ισχύ, φίλους. Αποκτιέται όταν εκμεταλλεύεσαι κάθε περίσταση και ευκαιρία που παρουσιάζεται, συγκροτώντας μια πολιτική και κοινωνική δύναμη. Αντίθετα, η ΝΑΤΟφροσύνη λειτουργεί διαλυτικά και διαβρωτικά. Μια θέση για Ουδετερότητα της Χώρας και μια πολιτική για την κατάκτηση βαθμών Κυριαρχίας σε όλους τους κρίσιμους τομείς απαιτούνται για να υπάρξει μια άλλη πορεία. Μοιάζει δύσκολο, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί μαζικά και να αποτελέσει μια τέτοια κατεύθυνση-υπόθεση του Εθνικού και Λαϊκού παράγοντα.
Η Ελλάδα θα έπρεπε, ως Χώρα και οντότητα, να πάρει σε όλα αυτά τα ανοικτά μέτωπα μια θέση που θα ενίσχυε την Εθνική της Κυριαρχία και την Υπόστασή της. Η ΝΑΤΟφροσύνη βλάπτει την υγεία της Χώρας. Το σύνθημα της Ουδετερότητας σημαίνει συγκεκριμένη προσπάθεια απεμπλοκής μας από την μηχανή του πολέμου και της καταστροφής. Μπορεί να λειτουργήσει για να αποκτήσει ο Εθνικός και Λαϊκός παράγοντας έναν στόχο που να ενδυναμώνει την πολιτική δύναμη, την οποία χρειάζεται μια ενεργή χώρα στον σύγχρονο κόσμο. Μπορεί να συνδυάσει καλά την ανάγκη απόκτησης βαθμών Κυριαρχίας (άρα και Άμυνας) απέναντι σε απειλές, αλλά και να πολλαπλασιάσει -μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει- τους φίλους της Χώρας.
Γιατί ιστορικά έχει αποδειχτεί πως οι «φίλοι» μας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ δεν μας παρέχουν καμία πραγματική ασφάλεια και εγγύηση. Αντιθέτως, μας βλέπουν ως «κόμβο», «παράρτημα», «βάση», «αποικία», «αναλώσιμη δύναμη», χώρα που πιθανόν να ακρωτηριαστεί, αν αυτό συμφέρει την «συμμαχία» ώστε να κρατηθεί η Τουρκία κοντά στην Δύση (το έχουν κάνει ήδη στην Κύπρο). Τέλος, η θέση αυτή και η στάση απόκτησης βαθμών Κυριαρχίας, θα προσδώσει ένα άλλο βάρος στην διεθνή υπόσταση της Χώρας. Για να γίνουν όλα αυτά μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, πρέπει να στηριχθούν σε μια Μεγάλη Εθνική και Κοινωνική Συμμαχία στο εσωτερικό της Χώρας, καθώς και σε μια διακηρυγμένη πολιτική που θα κρατά την κοινωνία ενωμένη και δεν θα πετά τους φτωχούς ανθρώπους στον όλεθρο και στην καταστροφή.
Χρειαζόμαστε δηλαδή μια πολιτική που να υποστηρίζεται μαζικά και μαχητικά. Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση δεν γίνεται τίποτα σε θετική κατεύθυνση, δεδομένου του πλήρως εξαρτημένου χαρακτήρα των εγχώριων ελίτ…
Γιώργος Μάστορας