Τέτοιες ημέρες (13/25 Ιανουαρίου 1825) απεβίωσε στο Λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου ο γενναίος ναυμάχος, ιδιοφυής επιχειρηματίας και μέγας ευεργέτης της Ελλάδος Ιωάννης Βαρβάκης (1750 – 1825). Από μικρός αγωνίσθηκε για την απελευθέρωση της Πατρίδας και όταν κατέστη πάμπλουτος επιχειρηματίας Της δώρισε σχεδόν όλη του την περιουσία. Στα χρόνια του Αγώνα ήταν μέγας χορηγός Του, και παράλληλα χρηματοδότησε γενναία την εκπαίδευση των ελληνοπαίδων. Με τη ζωή και τον θάνατό του απέδειξε ότι πάνω απ’ όλα αγαπούσε Χριστό και Ελλάδα.
Γεννήθηκε στα ηρωικά και μαρτυρικά Ψαρά. Τις στοιχειώδεις μαθητικές γνώσεις (κολλυβογράμματα) έλαβε στη γενέτειρά του από τους εκεί ιερείς και ακολούθως έδειξε ιδιαίτερες ικανότητες στη ναυτική τέχνη, όπως και στις συναλλαγές του. Κατά τα Ορλωφικά εξόπλισε το καράβι του και πολέμησε τους Τούρκους παράλληλα με τον ρωσικό στόλο, πιστεύοντας στην απελευθέρωση της Ελλάδος. Έγραψε ο Α.Ν. Γούδας σχετικά: «Διοικών πλοίον εμπορικόν, δεν εβράδυνε να μετασχηματίση τούτο εις καταδρομικόν…Ο Βαρβάκης από της εκρήξεως του μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας πολέμου, αδάμαστος ων εν τοις κόποις, τολμηρός εν ταις επιχειρήσεσι και κινδύνοις, και δεσπόζων, πράγματι, εν τω πληρώματι του πλοίου του, δεν εβράδυνεν να αναδειχθή και να ευδοκιμήσει ως εις εκ των τολμηροτέρων ψαριανών πλοιάρχων» (Α.Ν. Γούδα «Βίοι παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», Τόμος Γ΄, Εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου Μ.Π. Περίδου, 1870, σελ. 156 κ.ε.).
Όταν ο Βαρβάκης καθείλκυσε στα Ψαρά τρικάταρτο πλοίο, με εξοπλισμό πολεμικού και οπλισμό 26 πυροβόλων, για να πολεμήσει αποτελεσματικότερα τους Τούρκους, η Μεγάλη Αικατερίνη υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον Σουλτάνο Αβντούλ Χαμίτ Α΄, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο στους Τούρκους, όπως και όλους τους Έλληνες. Ο Βαρβάκης κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να πουλήσει το καράβι του, ή να το μεταφέρει στον Εύξεινο Πόντο. Οι Τούρκοι αντιληφθέντες το πλοίο και γνωρίζοντες ότι το κυβερνά ο Βαρβάκης διέταξαν αυτός να συλληφθεί και το πλοίο να κατασχεθεί. Ο Βαρβάκης μόλις που διεσώθη καταφυγών στη Ρωσική πρεσβεία.
Συνεχίζοντας την ιστορία ο Γούδας αναφέρει πως ο Βαρβάκης όταν έμεινε χωρίς περιουσία και ήταν εκτεθειμένος στο μίσος των Τούρκων αποφάσισε να μεταβεί στην Αγία Πετρούπολη και να ζητήσει την προστασία της Μεγάλης Αικατερίνης. Το ταξίδι του ήταν περιπετειώδες. Έφτασε στην έδρα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1778, πεζοπορών μεγάλο μέρος της τεράστιας απόστασης και πολλές φορές ανυπόδητος. Εκεί βρήκε φίλους του αξιωματικούς του ρωσικού στόλου, οι οποίοι «τον περιποιήθηκαν φιλοφρόνως». Τυχαία συναντήθηκε με τον ευνοούμενο της Αυτοκράτειρας Γκριγκόρι Ποτέμκιν. Αυτός βοήθησε στο να συναντήσει ο Βαρβάκης την Αικατερίνη και να της διεκτραγωδήσει την κατάσταση του. Η Τσαρίνα συγκινήθηκε από την ιστορία του, διέταξε να του δοθούν χρήματα για τις ανάγκες του και άδεια αλιείας στην Κασπία «άνευ τέλους».
Ο Βαρβάκης εγκαταστάθηκε στο Αστραχάν. Χαριτωμένα περιγράφει ο Καμπούρογλου την ιδιοφυή επιχειρηματική πρωτοβουλία του να αξιοποιήσει το χαβιάρι. Γράφει: «Γνωρίζετε ότι η μελαγχροινή ερωμένη όλων των οπαδών της Τεσσαρακοστής είναι ελληνική εφεύρεσις;…Το χαβιάρι είναι προϊόν της ελληνικής ευφυίας και ανεκαλύφθη υπό του αειμνήστου Ι. Βαρβάκη». (Περιοδικόν «Εβδομάς», Δ/ντής Δημ. Γρ. Καμπούρογλους, τ. 50, έτος β΄, Έτος 1885). Η βιομηχανική και εμπορική αξιοποίηση του χαβιαριού συνεκόμισε στον Βαρβάκη μεγάλα πλούτη και υψηλά αξιώματα στη Ρωσία.
Μπορεί να έγινε μέγας και πολύς, όμως ο Βαρβάκης ποτέ δεν λησμόνησε την Πίστη του και την Πατρίδα του. Ο Γούδας στο προαναφερθέν έργο του γράφει: «Μόλις ευπορήσας ο Ι. Βαρβάκης ενεθυμήθη την προς τον ναόν του αγίου Νικολάου Ψαρών υπόσχεσίν του και εξεπλήρωσε αυτήν ως εμπρέπει». Ο Κων. Νικόδημος προσθέτει: «Απελθών εις την Κασπίαν (ο Βαρβάκης) ανέδειξε την ελληνικήν ευφυίαν και την ελληνικην παλληκαριάν…και αποκτήσας ταχέως χρηματικήν περιουσίαν ουκ ευκαταφρόνητον εποίησεν χρήσιν αυτής εις αγαθοεργίας, ωκοδόμησεν εκκλησίας, κωδωνοστάσια…» (Κων. Νικοδήμου, του αοιδίμου Υποναυάρχου, «Λόγος εις Ιω. Βαρβάκην». Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Χ.Ν. Φιλαδελφέως, 1884).
Όταν εξερράγη η Επανάσταση, γράφει ο Νικόδημος, ο υπερεβδημηκοντούτης Βαρβάκης δεν είχε τη σωματική ρώμη να πολεμήσει τους Τούρκους, αλλά ενίσχυσε τον Αγώνα όπως μπορούσε. Εξόπλισε και εφοδίασε τους νέους κατοίκους της Ρωσίας που συμμετέσχον στην Επανάσταση του Αλ. Υψηλάντη και στον ίδιο προσέφερε 100.000 ρούβλια. Απέστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο 100.000 ρούβλια προς εξαγορά αιχμαλώτων. Έστελνε στους αγωνιζόμενους Έλληνες με τα καράβια του φορτία με σιτάρι και πυρίτιδα. Όταν πληροφορήθηκε την καταστροφή των Ψαρών (Ιούνιος 1824) δεν υπολόγισε την φυσική του αδυναμία, ούτε τις ανέσεις του στη Ρωσία και ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα με πλοία, φορτωμένα με ενδύματα και τροφές για να τη βοηθήσει.
Στη Μονεμβασία συνάντησε όσους Ψαριανούς είχαν καταφύγει εκεί, υπερήφανους, αλλά γυμνούς, πεινασμένους και ανυπόδητους και απάλυνε τη δυστυχία τους, δαπανώντας ικανά χρήματα. Επίσης το 1822 «πληροφορηθείς ότι οι Πελοποννήσιοι εστερούντο χρημάτων και πολεμοφοδίων απέστειλε εις αυτούς 300.000 ρούβλια δια του αρχιμανδρίτου της εν Ταϊγανίω (ελληνικής) μονής». («Εθνικό Ημερολόγιο», Μαρίνος Βρεττός Τόμος Η΄, 1868, σελ. 376 κ.ε.). Στο Ναύπλιο αφιχθείς, στις 27 Οκτωβρίου 1824 παρουσιάστηκε αυθορμήτως στο Βουλευτικό Σώμα και ανακοίνωσε ότι προσφέρει μέρος της περιουσίας του για σύσταση κεντρικού σχολείου και μισθοδοσία των διδασκάλων.
Η μεγαλοσύνη του Βαρβάκη φάνηκε στο τέλος της ζωής του. Ήταν όπως το περιέγραψε ο Σόλων στον Κροίσο. Απόδειξη η Διαθήκη του, που συνέγραψε και κατεγράφη όταν ήταν στο Λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου. Γράφει στην αρχή της: «Εις το όνομα του εν Τριάδι δοξαζομένου Θεού, του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος. Αμήν. Εγώ ο υποφαινόμενος κάτοικος της πόλεως Ταγανρόγ, σύμβουλος δικολλεγίου και ιππότης Ιωάννης Ανδρέου Βαρβάκης, σώας έχων τας φρένας, υγιά τον νουν και εντελή την μνήμην, αλλ’ αναλογιζόμενος τον θάνατον, άφευκτον όντα εις πάντας τους ανθρώπους και δυνάμενον να έλθη και απροσδοκήτως, θεωρώ νυν αναγκαίον να κάμω περί της περιουσίας μου, κινητής τε και ακινήτου…».
Το πλείστον της περιουσίας του άφησε για την ίδρυση Λυκείου «προς διηνεκή εκπαίδευσιν της νεολαίας», τον εξοπλισμό, μισθούς διδασκάλων, βιβλιοθήκη. Το υπόλοιπο ποσόν αυτής άφησε «εις απολύτρωσιν αιχμαλώτων ελληνικών οικογενειών και εις βοήθειαν πτωχών ελληνικών οικογενειών…». Ο συμβολαιογράφος Ζακύνθου έγραψε: «1825 Ιανουαρίου 13/25 Ζάκυνθος. Επέρασεν εις την άλλην ζωήν ο άνω ειρημένος διατάκτης και έπειτα από την ακολουθίαν του λειψάνου εξεβούλωσα και εκήρυξα την άνωθεν διαταγήν του εις την εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου όπου σώζεται εις το Λαζαρέτο, πολλών παρόντων και ακουόντων. Διονύσιος Ζαπραντινός, Νοτάριος δημόσιος…». (Κ. Π. Ζαβιτζιάνου «Αρχεία Εθνικών Ευεργετών», Μέρος Α΄ Τεύχος Β΄, Αθήναι, Τυπ. Κατ/τα Αφών Γεράρδων, Νοταρά 17, 1929, σελ. 35-41). Ο Βαρβάκης ήταν ο πρώτος που ανακηρύχθηκε από την Βουλή των Ελλήνων «Μέγας Ευεργέτης του Έθνους», στις 10 Νοεμβρίου 1824.-