Αναπαράγεται συνεχώς τον τελευταίο καιρό, και ειδικώς μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από την ΝΔ, η άποψη ότι η Συμφωνία των Πρεσπών, αφ' ης στιγμής κυρώθηκε από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να ακυρωθεί με νομικά μέσα. Είναι όμως έτσι; Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα αντικειμενικά, από καθαρώς νομική σκοπιά και απαλλαγμένοι από ψυχικές φορτίσεις και συναισθηματικές εμπλοκές. Το νομικό έδαφος στο οποίο θα κινηθούμε είναι η Συνθήκη της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών.
Περιδιαβαίνοντας μέσα στις διατάξεις του παραπάνω νομοθετήματος, διαπιστώνουμε ότι προβλέπονται περιπτώσεις καταγγελίας, ακυρότητας, λήξης και αναστολής εφαρμογής μίας διμερούς ή πολυμερούς συνθήκης. Σημειώνεται εδώ, ότι η Σύμβαση της Βιέννης έχει πεδίο εφαρμογής, βάσει του άρθρου 1 αυτής, μόνον όταν άπαντες οι συμβαλλόμενοι είναι κρατικές οντότητες (δεν εφαρμόζεται φερ' ειπείν σε συνθήκες, στις οποίες ο ένας συμβαλλόμενος είναι κράτος και ο έτερος κάποιος διεθνής οργανισμός).
Το πιο στερεό επιχείρημα για την ακύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, κρίνεται ότι παρέχεται βάσει του άρθρου 60 παρ. 1 της Σύμβασης της Βιέννης, στο οποίο ορίζεται ότι ουσιώδης παραβίαση διμερούς συνθήκης εκ μέρους ενός των μερών παρέχει το δικαίωμα στο έτερο μέρος να επικαλεσθεί την παραβίαση αυτή ως λόγο λήξεως ή αναστολής εφαρμογής της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει. Βάσει της παραγράφου 3 του παραπάνω άρθρου, ως ουσιώδης παραβίαση της συνθήκης τυγχάνει η παραβίαση διάταξης ουσιώδους για την πραγματοποίηση του αντικειμένου ή του σκοπού της σύμβασης. Καθίσταται πρόδηλο δε, ότι η αναφορά ανώτατων θεσμικών παραγόντων του γειτονικού κρατιδίου στο όνομά του ως “Μακεδονία”, καθώς και οι αναφορές περί “μακεδονικής μειονότητας” στην Ελλάδα συνιστούν ουσιώδη παραβίαση του αντικειμένου της Συμφωνίας των Πρεσπών, εις ό, τι αφορά το συμπεφωνηθέν όνομα του κρατιδίου. Συγκεκριμένα, υπήρξαν περιπτώσεις οι οποίες συνιστούν ξεκάθαρα ουσιώδη παραβίαση της Συμφωνίας από μέρους ανώτατων θεσμικών παραγόντων, αλλά και ιδιωτικών φορέων μεγάλης απήχησης του γειτονικού κρατιδίου. Σταχυολογούμε μερικές εξ' αυτών:
α. Δηλώσεις του Σκοπιανού προέδρου Πενταρόφσκι: «Εχουμε τους ανθρώπους που δηλώνονται ως Μακεδόνες και στην Ελλάδα. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν τους εγκαταλείπουμε”.
β. Τιτίβισμα του Ζόραν Ζάεφ «Σήμερα βρίσκομαι στο στάδιο του Άμστερνταμ και δίνω την ισχυρή μου υποστήριξη στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Μακεδονίας».
γ. Αναφορά της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της γειτονικής χώρας ως “Ποδσοφαιρική Ομοσπονδία της Μακεδονίας”. Το σχετικό όνομα φαίνεται στην επίσημη ιστοσελίδα της ομοσπονδίας, το οποίο ακόμη και σήμερα, ένα και πλέον μήνα μετά την επιστολή του Ν. Δένδια στον ΥπΕξ των Σκοπίων Μπουγιάρ Οσμάνι, με αίτημα την τροποποίηση της ονομασίας της ομοσπονδίας, δεν έχει αλλάξει, η δε ποδοσφαιρική του ομάδα αγωνίστηκε κανονικά σε όλο το EURO με φανέλες που ανέγραφαν το ΦΦΜ. Όπως γίνεται αντιληπτό, οι Σκοπιανοί “αρχειοθέτησαν” με συνοπτικές διαδικασίες τα ελληνικά αιτήματα και συνεχίζουν προκλητικά να ονομάζουν την ποδοσφαιρική τους ομοσπονδία ως “Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Μακεδονίας”, η δε εμφάνιση στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα με αυτήν την ονομασία στις εμφανίσεις των ποδοσφαιριστών, αγνοώντας επιδεικτικά τις ελληνικές αιτήσεις για αλλαγή του ονόματος, συνιστά κατάφωρη διπλωματική ήττα και εξευτελισμό της Εθνικής μας αξιοπρέπειας. Το επιχείρημα ότι η ποδοσφαιρική ομοσπονδία είναι ιδιωτικός φορέας, μη χρηματοδοτούμενος από το κράτος, κάμπτεται, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 6 (3) της Συμφωνίας των Πρεσπών, το γειτονικό κράτος θα έπρεπε να αποτρέπει και να αποθαρρύνει ενέργειες από ιδιωτικές οντότητες, που πιθανόν υποδαυλίζουν τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό σε βάρος της Ελλάδας.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι Σκοπιανοί έχουν προβεί, σε ανώτατο θεσμικό επίπεδο, σε ουσιώδεις παραβιάσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, τις οποίες, μία πραγματικά εθνική κυβέρνηση, η οποία θα νοιαζόταν για την διατήρηση ακέραιας της Εθνικής μας τιμής, θα χρησιμοποιούσε ως βάση για την λήξη της συνθήκης και δεν θα άφηνε να καταρρακώνεται η Εθνική αξιοπρέπεια με την απροκάλυπτη χρήση του ονόματος Μακεδονία από τους Σλάβους σε μία διεθνή ποδοσφαιρική διοργάνωση με εκατομμύρια τηλεθεατές, γεγονός που καθιστά την εθνική ταπείνωση έτι εντονότερη και οδυνηρότερη.
Κατά συνέπεια, η ακύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι απολύτως εφικτή νομικά και μία Εθνική Κυβέρνηση με πολιτική τόλμη και ευβουλία θα μπορούσε να την επιτύχει και να δώσει ένα τέλος τόσο στον σφετερισμό εκ μέρους των Σκοπιανών της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας και ιστορικής κληρονομιάς, όσο και στην υποκρυπτόμενη σ’ αυτόν προώθηση αλυτρωτικών στόχων εξόδου τους στο Αιγαίο.