Σύμφωνα με την φιλελεύθερη λογική, οι άνθρωποι, οι πολίτες, διαθέτουν τα νομικά τους δικαιώματα «αυτομάτως» και αποκλειστικά με την φυσική ιδιότητα του ατόμου του ανθρώπινου είδους και όχι ως μέλη μιας εθνικά και ιστορικά πολιτειακά συγκροτημένης κοινότητας, στην οποία συνανήκουν μαζί με τους άλλους όμοιούς τους.
Η παραπάνω νομικίστικη, απολύτως τυπική και αφηρημένη προσέγγιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκκενώνει από την στενή οπτική της το κοινωνικό-πολιτικό σκέλος του ορισμού της ανθρώπινης ελευθερίας ή, πιο Αριστοτελικά, της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Παραγνωρίζει, για να το πούμε αλλιώς, την, θεμελιώδη για τις κοινωνικές επιστήμες, διαλεκτική σύλληψη των σχέσεων του ανθρώπινου ατόμου με το περιβάλλον του, σύμφωνα με την οποία, αν οι ανθρώπινες κοινωνίες απαρτίζονται από άτομα και, παρά την συγκυριακή σταθερότητά τους, τείνουν να μεταβάλλονται στον χρόνο, είναι ακριβώς επειδή τα ανθρώπινα άτομα «απαρτίζονται από κοινωνίες». Επειδή, δηλαδή, εξανθρωπίζονται, ιστορικά με την κοινωνικοποίησή τους, συνεπώς αφομοιώνοντας συμβολικά και πρακτικά εφόδια: γνώσεις, τεχνικές, μοντέλα σκέψης, ιδέες και αξίες της κοινωνίας, ούτως ώστε να είναι σε θέση να παράγουν με την εργασία τους ένα, εξελισσόμενο στην ροή του χρόνου, ανθρωπογενές περιβάλλον που μεσολαβεί τεχνικά, κοινωνικά και πολιτικά μεταξύ των ανθρωπίνων κοινωνιών και της φύσης. Έτσι, η έννοια και η αίσθηση της ελευθερίας στην ανθρώπινη ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα, έχει μια συγκεκριμένη πολιτική υπόσταση, ακριβώς επειδή είναι σύμφυτη με ένα συλλογικό συνανήκειν, επειδή, δηλαδή, διαθέτει βαθιές ρίζες μέσα στις ιστορικές και εδαφικές συνθήκες της ζωής μιας Εθνικής-Λαϊκής Κοινότητας και των συνεχών αγώνων της για την βελτίωσή τους.
Αυτές οι πραγματικές ελευθερίες δεν είναι αποκλειστικά ατομικές ή τυπικές, ούτε αναδεικνύονται με τρόπο αφηρημένο, όπως συμβαίνει με τις κούφιες φιλελεύθερες διακηρύξεις δικαιωμάτων, που στον νεότερο δυτικό κόσμο αρκούνται στην τυπική αναγνώρισή τους «για όλους τους ανθρώπους», ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες και χωρίς καμιά απολύτως αναφορά απέναντι στις εθνικές, πολιτικές, ηθικές υποχρεώσεις του ατόμου απέναντι στο κοινωνικό σύνολο του. Είναι, ωστόσο, φανερό, ότι κανένα τυπικό «δικαίωμα στην ζωή» ή στην «ιδιοκτησία» δεν εξασφαλίζει το άτομο από μια απόπειρα φόνου εναντίον του, από μια κλοπή, ή ακόμα και από μια κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων από το κράτος ή τους ιδιώτες, «λόγω χρεών». Προφανώς, διαμεσολαβημένο από τράπεζες, το ψηφιακό χρήμα, με την σταδιακή απλοποίηση των συναλλαγών και την κατάργηση του φυσικού χρήματος, διευκολύνει ιδιαίτερα παρόμοιες κατασχέσεις «πιστωτικών μονάδων»…
Με βάση όλα τα παραπάνω, εάν αντιτάξουμε απέναντι στην φιλελεύθερη λογική των δικαιωμάτων την γνωστή λαϊκή ρήση «είδε το τυρί, αλλά δεν είδε τη φάκα», καταλαβαίνει ο οποιοσδήποτε την παγίδα στην οποία πέφτει ο καθένας που ακολουθεί αυτού του είδους τον «δικαιωματισμό»…
Γιώργος Μάστορας