Στα 2, περίπου, χρόνια που ταλαιπωρεί τις ζωές μας το ζήτημα του κορωνοϊού, οι τοποθετήσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας της αριστεράς στην Χώρα μας (και όχι μόνον) την απομάκρυναν από κάθε είδος εργατικής βάσης της, αφού ήταν οι χαμηλών εισοδημάτων εργάτες εκείνοι που επηρεάστηκαν σκληρότερα από τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες των πολιτικών παρατεταμένου «λοκντάουν», και επιπλέον οι ίδιοι ήταν πιο πιθανό να εργάζονται εκτεθειμένοι έξω από το σπίτι τους, ενώ τα κοινωνικά στρώματα του «λάπτοπ» επωφελούνταν από τα προγράμματα υποστήριξης της εξ αποστάσεως εργασίας. Τα ίδια βαθιά κοινωνικά ρήγματα προέκυψαν και όταν μπήκαμε στη φάση διάθεσης των εμβολίων, καθώς και τώρα ξανά κατά την φάση των υγειονομικών πιστοποιητικών.
Άλλος ένας παράγοντας που εξηγεί το αγκάλιασμα των «μέτρων για τον Covid» από την αριστερά είναι η τυφλή πίστη της στην «επιστήμη». Είναι, όμως, άλλο πράγμα να πιστεύει κάποιος στις αδιάψευστες αξίες της επιστημονικής μεθόδου, και άλλο να ξεχνά ολότελα τον τρόπο με τον οποίο αυτοί που κατά καιρούς βρίσκονται στην εξουσία εκμεταλλεύονται την επιστήμη με φαύλο τρόπο για να προωθήσουν την ατζέντα εξυπηρέτησης των στενών συντηρητικών συμφερόντων τους. Η ικανότητα επίκλησης «αδιαμφισβήτητων επιστημονικών δεδομένων» για την δικαιολόγηση συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών είναι ένα απίστευτα ισχυρό εργαλείο-όπλο στα χέρια των εκάστοτε κυβερνήσεων. Είναι, στην πραγματικότητα, η ουσία αυτού που ονομάζεται ως «τεχνοκρατία». Αυτό σημαίνει ότι επιλέγεται προσεκτικά η «επιστήμη» που υποστηρίζει μια συγκεκριμένη ατζέντα, ενώ ταυτόχρονα περιθωριοποιούνται με επιθετικά αρνητικό τρόπο οποιεσδήποτε εναλλακτικές οπτικές, ανεξαρτήτως της επιστημονικής αξίας τους. Αυτό, άλλωστε, είναι κάτι που συμβαίνει εδώ και χρόνια (και) στο βασίλειο των οικονομικών. Είναι, λοιπόν, αλήθεια τόσο δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι σήμερα συμβαίνει μια αντίστοιχη αιχμαλωσία της ιατρικής επιστήμης από επιχειρηματικά, πολιτικά, εκδοτικά συμφέροντα;
Αποτελεί πραγματική ντροπή η κατάφορη περιφρόνηση και κοροϊδία του συνόλου σχεδόν της εγχώριας και διεθνούς αριστεράς για τις θεμιτές και βάσιμες ανησυχίες των ανθρώπων όσον αφορά τα «λοκντάουν», τα εμβόλια ή τα υγειονομικά πιστοποιητικά. Αυτές οι ανησυχίες δεν εδράζονται μόνο στις σημερινές στερήσεις και κακουχίες των πολιτών. Πηγάζουν, επίσης, από μια κατανοητή δυσπιστία προς τις κυβερνήσεις και τους θεσμούς εκείνους που, πέραν πάσης αμφιβολίας, έχουν καταστεί όμηροι επιχειρηματικών συμφερόντων. Οποιοσδήποτε επιθυμεί ένα αυθεντικά προοδευτικό-παρεμβατικό κράτος, όπως συμβαίνει με εμάς, πρέπει να καταπιαστεί σοβαρά και εμπεριστατωμένα με αυτές τις ανησυχίες και όχι να τις αποπαίρνει και να τις δαιμονοποιεί.
Για εμάς τους Εθνικιστές, κάθε μορφή κυβερνητικής παρέμβασης πρέπει να αξιολογείται σύμφωνα με το τι προωθεί. Υποστηρίζουμε τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στο βαθμό που υπερασπίζουν την Εθνική μας Κυριαρχία, που προάγουν την κατοχύρωση και διεύρυνση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, την δημιουργία πλήρους απασχόλησης, την παροχή κρίσιμων δημόσιων υπηρεσιών, όπως π.χ. της Υγείας και της Παιδείας. Τις υποστηρίζουμε όταν βοηθούν την χαλιναγώγηση των μεγαλοκαρχαριών του κεφαλαιοκρατικού τομέα, όταν διορθώνουν αποτελεσματικά τις δυσλειτουργίες των αγορών, όταν διευκολύνουν δυναμικά την άσκηση ελέγχου πάνω σε κρίσιμες για το δημόσιο συμφέρον εταιρείες μεγαλοεπιχειρηματιών. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ούτε με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ούτε με την προηγούμενη κυβέρνηση Τσίπρα, ούτε με καμία άλλη κυβέρνηση του «συνταγματικού τόξου». Όλες τους λειτούργησαν και συνεχίζουν να λειτουργούν ως εντολοδόχοι των αποφάσεων ξένων δυνάμεων και ως πολιτικό υπηρετικό προσωπικό εγχώριων κεφαλαιοκρατών. Το να πιστεύει κάποιος το αντίθετο φαντάζει πιο γελοίο κι από τα «κρύα ανέκδοτα» του «αντιφασίστα» και σεξουαλικά διεστραμμένου Στάθη Παναγιωτόπουλου… Αντιθέτως, τους τελευταίους 19 μήνες έχουμε γίνει μάρτυρες ακριβώς του αντίθετου: μιας άνευ προηγουμένου επιθετικής συμπεριφοράς της παγκοσμιοποίησης εναντίον του Έθνους-Κράτους, καθώς και της ισχυροποίησης των υπερεθνικών εταιρικών κολοσσών και των ολιγαρχών τους σε βάρος των εργαζομένων και των εθνικής/τοπικής κλίμακας επιχειρήσεων. Μια έκθεση του περασμένου Οκτωβρίου, βασισμένη σε στοιχεία του Forbes, έδειξε ότι οι δισεκατομμυριούχοι -ακόμα κι αν περιοριστούμε μόνο σε αυτούς των ΗΠΑ- είδαν τον πλούτο τους να αυξάνεται κατά 2 τρισεκατομμύρια δολάρια στην διάρκεια της πανδημίας.
Η αριστερά έχει μια φαντασίωση, την οποία όμως κονιορτοποίησε η πραγματικότητα. Η φαντασία αυτή της αριστεράς έγκειται στο ότι η πανδημία θα οδηγούσε σε μια νέα αίσθηση συλλογικού πνεύματος τόσο ικανή στο περιεχόμενο της ώστε να υπερβεί 3 δεκαετίες κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου ατομικισμού. Αντιθέτως, η πανδημία ρηγμάτωσε τις κοινωνίες ακόμα περισσότερο, με νέους διαχωρισμούς που πρόσθεσε μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, μεταξύ εκείνων που μπορούν να δρέψουν τα πλεονεκτήματα της εξελιγμένης (τηλε)εργασίας και των υπόλοιπων, που δεν έχουν τέτοια δυνατότητα.
Επιπλέον, ας έχουμε υπόψιν μας ότι ένα πολιτικό-κοινωνικό σώμα, ένας «δήμος» που αποτελείται από άτομα ψυχικά τραυματισμένα, τα οποία έχουν βίαια αποκοπεί από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, που τα έχουν κάνει να φοβούνται και να αποφεύγουν το ένα το άλλο σαν δυνητικό φορέα του ιού, που αισθάνονται τρόμο απέναντι και στην πιο απλή φυσική επαφή, πολύ δύσκολα γίνεται εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη της λογικής αλληλεγγύης.
Γιώργος Μάστορας