Σαν σήμερα το 1849 πεθαίνει ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς)

Έλληνες  25/09/2022  

Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Οι ήρωες δεν πεθαίνουν ποτέ αλλά ζουν για να μας εμπνέουν. Τέτοιος ήταν ο Νικηταράς. Ο Νικήτας Σταματελόπουλος όπως ήταν το πλήρες όνομά του ήταν μια ηγετική μορφή της ελληνικής επανάστασης του 1821. Έμεινε στην ιστορία ως Τουρκοφάγος.

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε το 1787 (κατ’ άλλους το 1781) στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα (σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας) στον Ταΰγετο. Πατέρας του ήταν ο κλέφτης Σταματέλος Τουρκολέκας. Η μητέρα του Σοφία Καρούτσου ήταν αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Νικηταράς λοιπόν ήταν ανιψιός του Γέρου του Μωριά.

Έντεκα χρονών έγινε αρματωλός ακολουθώντας τον πατέρα του

«Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα (Αναστάσοβα) αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ έναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι…» Γράφει ο Τερτσέτης στα απομνημονεύματα του Νικηταρά.

Αργότερα εντάχθηκε στο «μπουλούκι» του περίφημου κλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Κοντά του έμαθε τα μυστικά της πολεμικής τέχνης, ξεχωρίζοντας για την ανδρεία και την ευρωστία του. Ήταν ψηλός, μελαχρινός, πρώτος στο πήδημα και γρήγορος στο τρέξιμο. Η αλληλοεκτίμηση και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ του Καπετάνιου και του Νικηταρά, οδήγησαν τελικά στον γάμο του με την κόρη του Ζαχαριά, την Αγγελίνα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, έναν γιο και δύο κόρες.

Με τον Κολοκοτρώνη

Στα 1805, μετά την εκτέλεση του πατέρα και του αδελφού του, κυνηγημένος από τους Τούρκους κατέφυγε στη Ζάκυνθο ακολουθώντας το θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Έκτοτε, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Την αφοσίωση του Νικηταρά προς τον θείο του ο λαός την είπε με δύο λόγια.

«Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης» αλλά και θέλοντας να τονίσουν την στενή και άρρηκτη σχέση των δύο ανδρών έλεγαν: «Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά».

Θέλησε να πολεμήσει με τους Ρώσους εναντίον του Ναπολέοντα, αλλά ο Κολοκοτρώνης τον απέτρεψε. Έφτασε στη Νάπολη, όμως δεν έλαβε μέρος στις μάχες -ο Ναπολέων είχε νικήσει τους εχθρούς του στο Αούστερλιτς.

Επανάσταση

Με την έκρηξη της επανάστασης, μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς μπήκε στην Καλαμάτα, στις 23 του Μάρτη του 1821. Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Τρίπολης που τότε ήταν το Διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο.

Στις 12-13 του Μάη επικεφαλής 800 ανδρών συμμετείχε στην νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι. Στην μάχη αυτή του βγάλαν το παρακάτω τραγούδι, διότι έτρεχε με το γιαταγάνι στο χέρι και κυνηγούσε τους Τούρκους, ενώ αυτοί υποχωρούσαν:

«Γειά σου ορέ Νικηταρά

που ’χουν τα πόδια σου φτερά,

μες στους κάμπους πας κοιμάσαι

και κανέναν δε φοβάσαι».

Αμέσως μετά και ενώ κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο με 200 μόλις άντρες, προέκυψε η ανάγκη να αντιμετωπίσει στα Δολιανά, ισχυρή Τουρκική δύναμη 6.000 ανδρών υπό τον Κεχαγιάμπεη, υποστηριζόμενη και από πυροβόλα. Ήταν 18 του Μάη του 1821. Εκεί απέδειξε στο έπακρο τον ηρωισμό του και την σπάνια στρατιωτική του αρετή και ικανότητα. Κατάφερε να τους προξενήσει τεράστια καταστροφή και σχεδόν να τους αποδεκατίσει.

Έντρομοι οι Τούρκοι σκορπίστηκαν στις γύρω ρεματιές για να γλυτώσουν, εγκαταλείποντας τα ζώα και τα πυροβόλα τους στα χέρια των Ελλήνων. Ο Νικηταράς, βλέποντας τους να φεύγουν τους φώναζε : «Σταθήτε Πέρσιάνοι να πολεμήσωμε».

Ο Τσοπανάκος, λαϊκός στιχουργός του απελευθερωτικού αγώνα, τραγουδούσε:

“Του Λεωνίδα το σπαθί, Νικηταράς θα το φορεί”

Στα Δολιανά ακούστηκε το παρατσούκλι που θα τον συνόδευε σε όλη του την ζωή. Με αυτό που έμεινε στη συνείδηση και την ψυχή των Ελλήνων. Νικηταράς ο Τουρκοφάγος.

Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη της Λιβαδειάς. Με τον Ανδρούτσο ανέπτυξαν φιλία κι αλληλοεκτίμηση κι έγιναν μάλιστα σταυραδελφοί.

Πήρε μέρος στην άλωση της Τριπολιτσάς (23/09/1821) και ήταν από τους ελάχιστους οπλαρχηγούς που δεν δέχτηκαν να πάρουν λάφυρα. Όταν του έδωσαν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το προσέφερε σε έρανο που έκανε η προσωρινή κυβέρνηση της Ύδρας για ν’ αρματώσει τον Ελληνικό Στόλο.

Τον Δεκέμβρη του 1821 τον βρίσκουμε να πολιορκεί το Ναύπλιο. Η πολιορκία αυτή υπήρξε ατυχής και μάλιστα κινδύνευσε σοβαρά να αιχμαλωτισθεί από τους Τούρκους. Τον Απρίλη του 1822 με 700 παλικάρια παίρνει μέρος στην μάχη της Στυλίδας και της Αγίας Μαρίνας στο πλευρό του Ανδρούτσου.

Ακούραστος και ανιδιοτελής πολεμιστής

Αργότερα ο Νικηταράς συνέβαλε στη συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Πολέμησε μαζί με τον Υψηλάντη και τον Παπαφλέσσα και απέκρουσαν τον τουρκικό στρατό στη χαράδρα του Αγίου Σώστη. Κατά την διάρκεια της μάχης ο Νικηταράς έσπασε διαδοχικά τρία σπαθιά και, όταν έσπασε και το τέταρτο, το χέρι του έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε γιατρός για να του το ανοίξει και να βγάλει το σπαθί!

Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί. Τον βρήκαν και τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Με το ζόρι του χάρισαν ένα άλογο μεγαλόσωμο, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί. Την σέλα του αλόγου τη χάρισε αμέσως σε συμπολεμιστή και φίλο του.

Την ταμπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του Αγγελίνα με το σημείωμα «Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι». Το ξίφος το έστειλε στην Ύδρα για τις ανάγκες του στόλου. Οι πρόκριτοι όμως του νησιού, το επέστρεψαν λέγοντας ότι το σπαθί αυτό, μόνον όταν το κρατεί το χέρι του Νικηταρά έχει αξία.

Εμφύλιοι

Όταν άρχισαν οι εμφύλιες διαμάχες το 1823, ο Νικηταράς τάχθηκε με το μέρος του θείου του και κατά της Κυβέρνησης Κουντουριώτη. Παρ᾽ όλη την υποστήριξη του στον Κολοκοτρώνη, τήρησε μετριοπαθή στάση και δεν πήρε μέρος στις μάχες που έγιναν προσπαθώντας μάλιστα με τις παρεμβάσεις του, να συμφιλιώσει τα πράγματα.

Μετά την επικράτηση των Κυβερνητικών, πήγε στο Μεσολόγγι και εντάχθηκε στην υπηρεσία του Δημήτρη Μακρή. Κλείστηκε στην πολιορκημένη πόλη και πολέμησε κατά του Κιουταχή, στην δεύτερη πολιορκία. Μετά την χορήγηση αμνηστίας, ενόψει της εισβολής του Ιμπραήμ, επέστρεψε στην Πελοπόννησο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Το 1826 με συμπολεμιστή τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, έλαβε μέρος, με 800 άντρες, στη νικηφόρα μάχη της Αράχοβας. (Νοέμβρης 1826).

Γύρισε εσπευσμένα στο Ναύπλιο γιατί αρρώστησε βαριά από πλευρίτιδα. Μετά την θεραπεία του ακολούθησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά του Ιμπραήμ. Για δεύτερη φορά πολέμησε στο πλευρό του Καραϊσκάκη στη μάχη του Φαλήρου τον Απρίλη του 1827 που έπεσε ο Καραϊσκάκης.

Μετά την επανάσταση

Ο Νικηταράς ήταν υποστηρικτής του Καποδίστρια. Διορίστηκε υπασπιστής του κυβερνήτη και εκλέχθηκε πληρεξούσιος του Λεονταρίου στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829).

Με την έλευση του Όθωνα άρχισαν τα προβλήματα. Ανήκε στα ηγετικά στελέχη της Φιλορθόδοξης Εταιρείας μαζί με τους Γεώργιο Καποδίστρια (μικρότερο αδελφό του κυβερνήτη), Εμμανουήλ Παπά και Νικόλαο Ρενιέρη.

Ο Νικηταράς μάλιστα είχε το αξίωμα του υπεύθυνου περί τα στρατιωτικά. Σκοπός τους ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και ο εξαναγκασμός του Όθωνα να ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα. Ο Νικηταράς άνηκε στο ρωσόφιλο κόμμα και ο Κωλέττης με το Μαυροκορδάτο ηγέτες του γαλλικού και του αγγλικού κόμματος ήταν αντίπαλοί του.

Φυλακισμένος και τυφλός

Στις 22 Δεκεμβρίου του 1839 οι ηγέτες της Φιλορθόδοξης Εταιρείας συλλαμβάνονται από τον Όθωνα και αφήνεται ελεύθερος μόνο ο Εμμανουήλ. Παπάς, ο οποίος εντέχνως είχε μπει στην Εταιρεία, για να τους προδώσει, όπως και έκανε.

Αφού κάθισαν προφυλακισμένοι έξι μήνες, δικάστηκαν στις 11 Ιουλίου του 1840. Ο Νικηταράς ήταν τόσο αδύναμος λόγω της ασιτίας, της φυλάκισης, των βασανιστηρίων και της ασθένειάς του, που μόλις τον αντίκρυσαν δικαστές και ακροατήριο βουβάθηκαν. Κατά την απολογία του, του επέτρεψαν οι δικαστές να απαντά καθήμενος. Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, το δικαστήριο τον αθώωσε υπό όρους. Τον μεν Γ. Καποδίστρια τον εξόρισαν, τον δε Νικηταρά τον περιόρισαν στην Αίγινα υπό επιτήρηση. Εκεί έμεινε άλλους δεκατέσσερις μήνες.

Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1841, μετά από εισήγηση του Μακρυγιάννη στον Όθωνα, βγήκε από την Αίγινα και επέστρεψε στον Πειραιά. Με αφορμή εκείνη την περιπέτεια τον αποκαλούσαν «Νικήτας ο Μακεδονικός». Όταν βγήκε από την βάρκα που τον μετέφερε από την Αίγινα στο Τουρκολίμανο και τον αντίκρυσαν οι δικοί του τυφλό και αδύνατο, δυστυχώς η μια του κόρη δεν άντεξε να τον βλέπει μπροστά της τον άλλοτε γίγαντα, ή όπως τον έλεγαν «Αχιλλέα» να είναι ένα ερείπιο, τρελάθηκε και αργότερα πέθανε.

Ο ήρωας της Επανάστασης έγινε ζητιάνος με την έγκριση του κράτους

Η φτώχεια ήταν τόσο μεγάλη που του συνέστησαν να γίνει ζητιάνος. Αλλά την εποχή εκείνη έπρεπε να έχεις άδεια ζητιάνου. Έτσι του έδωσε ο τότε Υπουργός Στρατιωτικών άδεια να ζητιανεύει μια φορά την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή στον Ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας του Πειραιά.

Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό με τον Ρώσο πρέσβη, που όταν έμαθε την κατάληξη του Νικηταρά, έσπευσε στον Πειραιά “Τι κάνετε εδώ στρατηγέ μου”, ρώτησε τον Νικηταρά, που μόλις αντιλήφθηκε ότι του μιλούσε κάποιος ξένος, μάζεψε το χέρι του. “Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα”, απάντησε περήφανος ο Τουρκοφάγος “Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος κάτω στο δρόμο” ρώτησε ο Ρώσος. “Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος” είπε ο Νικηταράς. Ο Ρώσος πρέσβης φεύγοντας, άφησε να πέσει διακριτικά ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς, αν και δεν έβλεπε, άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και του είπε: “Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε μην το βρει κανένας και το χάσεις”!

Σημειωτέον ότι ο Νικηταράς είχε δανείσει στο Ελληνικό έθνος 12.225 φοινίκια και 105.000 γρόσια, τα οποία διεκδικούσε και διεκδίκησε και η οικογένειά του μετά το θάνατό του, αλλά ποτέ δεν έλαβαν.

Το τέλος και τα χαμένα οστά του ήρωα

Το 1843, όταν ο βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει Σύνταγμα στην Ελλάδα, του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου, μαζί με μία πενιχρή σύνταξη. Κατόπιν, το διάστημα 7/9/1844 – 20/12/1844 διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, και το 1847 διορίστηκε Γερουσιαστής. Απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 68 ετών. Αρχικά ετάφη δίπλα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ωστόσο ο θάνατος της γυναίκας και των παιδιών του και η έλλειψη στενών συγγενών και άμεσων απογόνων στάθηκε αφορμή να μη μεριμνήσει κανείς για τα οστά του ήρωα.

Ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος είχε αποκαλύψει σχετικά το 2019.

“Άφησε την τελευταία του πνοή στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, σε ηλικία 68 ετών, έχοντας χάσει πια τελείως ακόμη και το φως του. Όμως η ψυχή του έμεινε, ως το τέλος, άγρυπνη και αφιερωμένη στο Έθνος μας και στην Ιστορία μας. Τελευταία του επιθυμία υπήρξε να ταφεί δίπλα στον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο Α′ Νεκροταφείο Αθηνών.

Μα ακόμη και μετά την ταφή του σταθήκαμε, δυστυχώς, επιλήσμονες απέναντι στον Ήρωα της Εθνεγερσίας. Κανένας δεν φρόντισε τον τάφο του, ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια αγνοείται. Όπως αγνοούμε και το πού βρίσκονται ως και τα τιμημένα οστά του. Ο Νικηταράς δεν αξιώθηκε να έχει, μετά θάνατον, ούτε δύο μέτρα γης. Αυτή ήταν η ανταμοιβή του για τις υπηρεσίες του στην Επανάσταση του 1821!”

Με πρωτοβουλία ενός Βατραχανθρώπου του Λιμενικού Σώματος εν αποστρατεία, του Κώστα Χατζηδάκη το 2022 αποκαταστάθηκε η αδικία. Ο γλύπτης Γιώργος Ρούσσης αφιλοκερδώς φιλοτέχνησε προτομή του ήρωα ενώ η δωρεά έγινε από την οικογένεια Βαντόλα. Η τελετή των αποκαλυπτηρίων της προτομής και του κενοτάφιου του ήρωα, έγινε εν τέλη στις 23 Μαρτίου 2022. Στα αποκαλυπτήρια ήταν φυσικά παρούσα και η Νεολαία του Εθνικού Κόμματος ΕΛΛΗΝΕΣ!


Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης