17 Μαρτίου 1821: Η Μάνη ανάβει τη φλόγα της Επανάστασης

Έλληνες  17/03/2021  

Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Της Συγγραφέως ″Φλόγα του Ταινάρου″

Φτάσαμε λοιπόν στην επέτειο των 200 χρόνων από την πραγματική έναρξη της Εθνικής Επανάστασης, στις 17 Μαρτίου 1821. Επιβάλλεται να την εορτάσουμε. Επιβάλλεται να «μεθύσουμε με το αθάνατο κρασί του ‘21». Ο καλόπιστος Αναγνώστης θα αναρωτηθεί: Γιατί σήμερα με όλα αυτά τα προβλήματα, αυτή η προστακτική του «Επιβάλλεται»; Απλούστατα για να μην κάνουμε το χατίρι στους εθνομηδενιστές και σε όλους τους εχθρούς του Έθνους μας, αλλά κυρίως γιατί είναι μια λύση στα προβλήματά μας. Ας κάνουμε ότι κάνει ένα παιδί όταν αντιμετωπίζει προβλήματα: Τρέχει αμέσως στους γονείς του για να ζητήσει βοήθεια. Έτσι και εμείς οι Έλληνες, ως «αεί παίδες», πρέπει να αποταθούμε στους Προγόνους μας για να βρούμε λύσεις στα τόσα προβλήματα που μας ταλανίζουν, ή μάλλον ορθότερα που μας δημιούργησαν οι δοτές Ελλαδικές κυβερνήσεις, σε πλήρη σύμπλευση με τους αριστερούς φασίστες, που κατ’ ευφημισμό αρέσκονται να αυτοαποκαλούνται αντιρατσιστές και αντιφασίστες.

Η Εθνική μας Παλιγγενεσία περιλαμβάνει, αμέτρητες θυσίες, ηρωισμούς αλλά και προδοσίες, παλικάρια αλλά και ″εφιάλτες″, μεγάλες χαρές αλλά και ανείπωτη δυστυχία, μοναδικές υπέροχες στιγμές αλλά και κατάμαυρες ώρες. Το να προσπαθήσεις να αναφερθείς στο ‘21 μέσα σε λίγες γραμμές, είναι σαν να προσπαθείς να κρατήσεις στην παλάμη σου τον κεραυνό. Μπορώ να αναφερθώ μόνο στην πρώτη ημέρα της Εθνικής Επανάστασης, με την κρυφή ελπίδα να αποτελέσει ένα ισχυρό τράνταγμα αφύπνισης πνεύματος και συνειδήσεων, του Έθνους μας, έχοντας σαν πρότυπο τους ηρωισμούς των Προγόνων μας. Ας αποτίσουμε φόρο τιμής σε αυτούς που με τα γιαταγάνια και την ψυχή τους δεν νίκησαν μόνο μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, αλλά και την εχθρική στάση των Δυτικών, τον ασφυκτικό ″εναγκαλισμό″ της Παπικής Εκκλησία και κυρίως τον κακό τους εαυτό και την διχόνοια. Όπως έλεγε και ο Μεγάλος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Όλα τα θεριά της φύσης είχαν πέσει επάνω μας». Ήταν επόμενο λοιπόν σύσσωμος ο Ελληνισμός (όχι μόνο του σημερινού Ελλαδικού χώρου, αλλά από τον Δούναβη μέχρι την Αίγυπτο και από την Μεγάλη Ελλάδα μέχρι τον Πόντο) να ξεσηκωθεί κατά του βάρβαρου κατακτητή, αλλιώς η Επανάσταση δεν θα επετύγχανε. Ας με συγχωρέσει λοιπόν σήμερα ο φίλος Αναγνώστης, που θα αναφερθώ σχεδόν αποκλειστικά στα «Σπαρτατώγγονα», γιατί απλώς έτυχε αυτά να ριχτούν πρώτα στη μάχη κατά του βάρβαρου κατακτητή. Σαν δισέγγονη των δρεπανηφόρων Μανιατισσών θα προσπαθήσω να σας ταξιδέψω νοερά, 200 χρόνια πίσω και να πάμε στα μέρη της ιδιαίτερης Πατρίδας μου, στην Αδούλωτη Μάνη.

Βρισκόμαστε στην εσχατιά της χερσονήσου του Αίμου. Σε μια άγρια και παράξενη περιοχή, στο νοτιότερο άκρο τής Ευρώπης. Ντυμένη με πέτρα. Λουσμένη με φως. Είναι ελεύθερη. Το μεγαλύτερο φόβητρο των Τούρκων. Καταφύγιο όλων, των κυνηγημένων Ελλήνων, από τον βάρβαρο δυνάστη. Καστρόσπιτα στα χωριά και στις μικρές πολιτείες της. Οι κάτοικοί της, έχουν κερδίσει, με ποταμούς αίματος, ένα σημαντικό προνόμιο: το δικαίωμα της οπλοφορίας. Είναι ουσιαστικά ένα ανεξάρτητο κρατίδιο με Διοικητή τον Μπέη της Μάνης. Κάστρα που η ιστορία τους χάνεται στα βάθη των χιλιετιών την περιτριγυρίζουν. Κάστρα που γνώρισαν πολλές πολιορκίες, άλλαξαν πολλούς Κυρίους. Κάστρα που κτίστηκαν για να προφυλάσσουν τις εύφορες πεδιάδες της Λακωνίας από τους πάντα αρειμάνιους και πάντα ελεύθερους Μανιάτες. Η κλεψύδρα της ιστορίας τώρα όμως μετράει αντίστροφα. Αυτά τα κάστρα δεν μπορούν να περιορίσουν άλλο τους Μανιάτες.

Μεγάλη Εβδομάδα του 1750. Οι Τούρκοι σκοτώνουν με βασανιστήρια τον Μανιάτη άρχοντα Έξαρχο Γρηγοράκη, ενώ τον είχαν καλέσει στην Τρίπολη για να τον χρίσουν «Μπέη». Ο λόγος: Δεν ήθελε να είναι υποτακτικός των Τούρκων. Δεν ήταν «συνεργάσιμος». Η γερόντισσα μάνα του, όταν το μαθαίνει δεν κλαίει. Φωνάζει άγρια κι αποφασιστικά δείχνοντας το σημαντικότερο κάστρο, αυτό του Πασσαβά: «Εκεί να με γδικηώστε!». Με την φοβερή κραυγή «γδικηώστε» ξεσηκώνονται όλα τα χωριά της Μάνης. Το αίμα και όχι η λογική, τους θυμίζει το Χρέος τους απέναντι στη φυλή. Κρατώντας μπροστά τους σταυρούς από τις εκκλησίες βαδίζουν προς τον Πασσαβά, τον οποίο καταλαμβάνουν, την Δευτέρα του Πάσχα, με ορμητική έφοδο και σφάζουν όλους τους Τούρκους που είναι μέσα. Εξασφαλίζουν τα τρόφιμα της Μάνης από τις εύφορες κοιλάδες του Πασσαβά και του Μαυροβουνίου, που ελευθέρωσαν.

Τα χρόνια κυλούν με ελεύθερη τη Μάνη και σκλαβωμένη την υπόλοιπη Ελλάδα. Φτάνουμε στο 1815. Τότε ο Πέτρος Μαυρομιχάλης γίνεται Μπέης της Μάνης (Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης). Στις 2 Αυγούστου 1817 μυείται στην Φιλική Εταιρεία. Τον Οκτώβριο του 1819 συγκεντρώνει όλους τους αρχηγούς της Μάνης και της Μεσσηνίας στο σπίτι του. Υπογράφουν συμφωνία για συνεννόηση και κοινή προετοιμασία για τον αγώνα του Έθνους. Για την Ελευθερία όλης της Ελλάδος. Ευτυχώς οι μεγάλες οικογένειες (Μούρτζηνων, Τζαννετάκηδων, Μαυρομιχαλέων κλπ) επιτέλους μονιάζουν. Ο Μαυρομιχάλης γνωρίζει ότι η «Ανωτάτη Αρχή» δεν είναι ο Τσάρος, ούτε καν ο Καποδίστριας, αλλά ο Υψηλάντης. Ξέρει ότι ο Υψηλάντης ασχολείται με την επανάσταση στη Μολδοβλαχία και δεν μπορεί αν τον βοηθήσει. Ο Μαυρομιχάλης είναι προβληματισμένος. Στεναχωριέται. Πεισμώνει. Επικοινωνεί με τους πάντες είτε με κρυπτογραφημένες επιστολές είτε με προσωπικές επαφές. Θα διώξουν τους Τούρκους έστω και χωρίς βοήθεια. Άλλωστε έχει δίπλα του την αφρόκρεμα των Αγωνιστών: Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Παπαφλέσσας και πολλοί άλλοι φιλοξενούνται σπίτι του. Έχουν ″αλωνίσει″ όλα τα χωριά της Νοτίου Πελοποννήσου και έχουν στρατολογήσει χωρικούς. Μήνες τώρα τους εκπαιδεύουν. Έχουν δασκάλους τους καλύτερους πολεμιστές. Οι χωρικοί πρέπει να μάθουν να πολεμούν. Ξέρουν να μην φοβούνται, τώρα μαθαίνουν και να νικούν. Οι προετοιμασίες διεξάγονται εντελώς απροκάλυπτα, καθώς η παρουσία της «εξουσίας» είναι, ανύπαρκτη. Ο Πετρόμπεης έχει με επιτυχία κατορθώσει να καλύψει την παρουσία και τη δράση των οπλαρχηγών. Επίσης έχει αποφύγει να πάει στην Τρίπολη, στα τέλη Φεβρουαρίου, προφασιζόμενος ασθένεια. Ήταν τότε που ο Τούρκος διοικητής της Πελοποννήσου, προκειμένου να αποδυναμώσει το ενδεχόμενο της εξέγερσης στην επικράτειά του, κάλεσε όλους τους αρχιερείς και τους προκρίτους της Πελοποννήσου, με το πρόσχημα της σύσκεψης, στην πραγματικότητα, όμως, για να τους κρατήσει ομήρους. Ο Πετρόμπεης στέλνει το γιο του Αναστάσιο, καθησυχάζοντας έτσι την τουρκική ηγεσία και εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη προεπαναστατική δράση. Το αγωνιστικό φρόνημα περισσεύει. Οι αρχιερείς και πρόκριτοι της Αχαΐας, ζητούν από τον Πετρόμπεη να αρχίσει πρώτη η Μάνη τον αγώνα. Ναι! Όλοι και όλα είναι έτοιμα. Η καθολική εξέγερση των Ελλήνων θα ξεκινήσει από τη Μάνη. Μόνο τα μπαρουτόβολα τους λείπουν.

Πρωί 15 Μαρτίου 1821, φτάνουν και τα μπαρουτόβολα. Στο λιμάνι του Αρμυρού ναυλοχεί φορτωμένο με πολεμοφόδια ένα πλοίο, που είχαν στείλει οι Σμυρνιοί και Αϊβαλιώτες Φιλικοί. Ο Παπαφλέσσας ειδοποιεί τον Νικηταρά και τον Αναγνωσταρά, που βρίσκονται στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Η μεταφορά είναι επικίνδυνη. Κινούνται με απόλυτη μυστικότητα, μόνο νύχτα. Με το πρώτο φως της ημέρας σταματούν. Λίγο έξω από την Καλαμάτα, ο βοεβόδας της πόλης, Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου, πληροφορείται τη μεταφορά του φορτίου από ενόπλους χωρικούς και ζητά να μάθει τι συμβαίνει. Οι πρόκριτοι τον καθησυχάζουν: «Μεταφέρουν λάδι και είναι ένοπλοι από τον φόβο των ληστών». Ο Αρναούτογλου, χωρίς να αντιληφθεί την παγίδα που στηνόταν, ζητά ενισχύσεις από τον Πετρόμπεη! Άλλο που δεν ήθελε ο Μαυρομιχάλης. Θα ″βοηθήσει″ τον Αρναούτογλου, αλλά πρώτα έχει να κηρύξει μια επανάσταση.

17 Μαρτίου 1821. Άγια ημέρα. Τσίμοβα, (σ.σ. σημερινή Αρεόπολη), πρωτεύουσα των Μαυρομιχαλαίων. Πλατεία της πόλης, μπροστά στο ναό των Ταξιαρχών. Όλοι οι οπλαρχηγοί είναι εδώ συγκεντρωμένοι, ύστερα από πρόσκληση του Πετρόμπεη. Μια φωνή, μια ψυχή, μια απόφαση «Να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων». Ο Ιερός κλήρος ευλογεί τα όπλα που θα φέρουν τη Λευτεριά. Εκπρόσωποι του Θεού, αρματωμένοι Μανιάτες, και λαός δίνουν όρκο:

Ὁρκίζομαι,

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Παντοδυνάμου μας Θεοῦ,

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ

καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος,

νὰ χύσω καὶ τὴν ὑστέραν ρανίδα τοῦ αἵματός μου,

ὑπὲρ πίστεως καὶ Πατρίδος.

Ὁρκίζομαι,

νὰ μὴ βλέψω εἰς τὰ ὄπισθεν

ἐὰν δὲν ἀποδιώξω τὸν ἐχθρὸν τῆς Πατρίδος

καὶ τῆς Θρησκείας μου.

Ὁρκίζομαι,

«Τὰν ἢ ἐπὶ Τὰς» καὶ «Νίκη ἢ Θάνατος»

ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος.

Για πρώτη φορά μια ξεχωριστή σημαία κυματίζει περήφανα σε έναν καταγάλανο ουρανό: Λευκό ύφασμα, με γαλάζιο σταυρό στο κέντρο. Στην επάνω πλευρά γράφει «Νίκη ή Θάνατος» και στην κάτω «ταν ή επί τας». Δυο μικρές φράσεις. Ένα τεράστιο νόημα. Μια πολύ ″βαριά″ κληρονομιά.

Το νέο της κήρυξης της επανάστασης διαδόθηκε από τη Μάνη στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Οι πολεμιστές οργανώνονται σε σώματα και εξορμούν. Στις 19 Μαρτίου οι αρχηγοί της Ανατολικής Μάνης (Γρηγοράκηδες) εξορμούν προς τη Μονεμβασιά και το Μυστρά. Οι αρχηγοί της Δυτικής Μάνης, υπό τον Πετρόμπεη, κινούνται προς την Καλαμάτα. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, ο Πετρόμπεης πρέπει να ″βοηθήσει″ τον Αρναούτογλου. Με το πρόσχημα της ″βοήθειας″, την 20ή Μαρτίου μπαίνει στην πόλη της Καλαμάτας, ο γιος του Πετρόμπεη, Ηλίας, ηγούμενος σώματος 200 Μανιατών. Οχυρώνονται στις πλέον καίριες θέσεις. Στις 22 Μαρτίου 2.000 ένοπλοι με επικεφαλής τους: Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Μούρτζινους, Καπετανάκηδες, Κουμουντουράκηδες, Κυβέλλους, Χρηστέηδες, κ.α., σφίγγουν τον κλοιό γύρω από την πόλη. Παράλληλα πλησιάζουν ο Παπαφλέσσας, με τον Νικηταρά και τον Αναγνωσταρά. Ο Αρναούτογλου εξαπολύει αγγελιαφόρους προς όλες τις κατευθύνσεις ζητώντας βοήθεια. Όλοι συλλαμβάνονται στον δρόμο από τους επαναστάτες. Ο Πετρόμπεης με 2.000 Μανιάτες απ’ όλα τα καπετανάτα της Μάνης μπαίνει στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821, απλώς κάνοντας παρέλαση. Οι Τούρκοι τρέμουν. Ούτε ντουφεκιά δεν ρίχνουν. Παραδίδονται αμέσως. Κανένας δεν σέβεται τους κιοτήδες, πόσο μάλλον οι Μανιάτες. Οι Τούρκοι της πόλης διασκορπίζονται σε διάφορα χωριά της Μάνης και της Μεσσηνίας, όπου τελικά θανατώνονται. Την 24η Μαρτίου γίνεται δοξολογία στην ελεύθερη Καλαμάτα, στην πρώτη μεγάλη πόλη που ελευθερώθηκε.

Η μεγάλη Εθνική μας Επανάσταση άρχισε μεν αναίμακτα, συνεχίστηκε όμως με σκληρές μάχες. Εμείς οι Έλληνες δεν θα αφήσουμε να πάνε χαμένοι αυτοί οι αγώνες της φυλής για την Ανεξαρτησία του Έθνους μας. Πραγματικά πόση αντίφαση υπάρχει ανάμεσα στο πνεύμα εκείνης της Επανάστασης και στο πνεύμα των σημερινών πολιτικάντηδων που θέλουν να μας φέρουν από την πίσω πόρτα τα τζαμιά, τους μιναρέδες τον ισλαμισμό. Που θέλουν να μας ″μπολιάσουν″ με εκατομμύρια αλλόθρησκους και αλλόφυλους. Που θέλουν να μας πείσουν για την Ελληνοτουρκική φιλία. [Ήδη χθες (16 Μαρτίου) πραγματοποιήθηκε ο 62ος γύρος των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.] Οι, επί 400 και πλέον χρόνια, δυνάστες μας, ήρθαν από τις στέπες της Μογγολίας, μας πολέμησαν από τον 9ο αιώνα, αλληλοσπαραχτήκαμε σε χιλιάδες μικρές και μεγάλες μάχες, κατέκτησαν τα δικά μας εδάφη, μας υποδούλωσαν, μας έπαιρναν τα βλαστάρια μας και τα έκαναν ή γενίτσαρους ή χανουμάκια, μας κατέσφαξαν επανειλημμένα σαν αμάχους, (μόνο στην επανάσταση του ‘21 είχαμε 800.000 νεκρούς, όχι στα πεδία των μαχών βέβαια, όπου εκεί πάντα οι απώλειες των Τούρκων ήταν πολλαπλάσιες, αλλά από τις σφαγές των αμάχων), κατέκαυσαν, ισοπέδωσαν, λεηλάτησαν και εξαφάνισαν χιλιάδες χωριά και πόλεις, μας βεβήλωσαν τους ναούς και τα μνημεία μας και κάποιοι «προοδευτικοί» θέλουν σήμερα να τους χτυπήσουμε φιλικά στην πλάτη και να τους πούμε: «Έλα μωρέ όλα νερό και αλάτι, ελάτε τώρα να μοιραστούμε και τον πλούτο του Αιγαίου». Δεν ξέρω αν κάποιοι τους αρέσει να είναι τα γιουσουφάκια κάποιων κοιλαράδων πασάδων, αλλά εμείς οι Έλληνες για την Πατρίδα προτιμούμε να αγωνιζόμαστε πάντα υπερήφανα εναντίον των εχθρών που απειλούν την ελευθερία του Γένους και της Θρησκείας μας, έστω και αν χρειασθεί να δώσουμε και τη ζωή μας.

Για την επέτειο των 200 χρόνων από το 1821, ήδη ακούσαμε και είδαμε πολλά, επιεικώς κακόγουστα και ευτράπελα από τους εκμαυλιστές της ιστορίας. Αυτές τις ημέρες θα ακούσουμε, πάλι τους πολιτικάντηδες να εκστομίζουν «βαθυστόχαστους», «πομπώδεις» λόγους για την Πατρίδα, το Έθνος, τους Ηρωικούς Προγόνους, λες και αυτοί έχουν καμία σχέση με όλα αυτά. Ας θυμηθούμε τα γραφόμενα ενός λογοτέχνη – ιστορικού και αριστερού (στέλεχος της ΕΔΑ), του Δημήτρη Φωτιάδη: «Από τα κύρια χαρακτηριστικά του Εικοσιένα είναι πως αδιάκοπα δύο διαφορετικοί κόσμοι θ’ αντιπαλέψουν από την αρχή ως το τέλος. Ο ένας της παλικαριάς, της λεβεντιάς και της θυσίας. Ο άλλος του υπολογισμού, της ανικανότητας και της καπατσοσύνης. Το ευτύχημα στάθηκε πως ο πρώτος αγωνιζόταν και το δυστύχημα πως ο δεύτερος κυβερνούσε.». Ο συνειρμός έρχεται αβίαστα: Ο πρώτος κόσμος είναι των Ελλήνων για την Πατρίδα και ο δεύτερος ανήκει «επάξια» στους ανάξιους που μας κυβερνούν όλα αυτά τα χρόνια της λεγόμενης μεταπολίτευσης.

Ένας μοναδικός πίνακας από την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821.

Ο ξιφήρης πολεμιστής με την Σημαία με τον Σταυρό, ποδοπατά και σπάει τα μισητά λάβαρα των Τούρκων

Αυτή είναι η πολυπολιτισμική κοινωνία που οραματίζεται ο κ. Μητσοτάκης:

Καταυλισμός ″προσφύγων″ στο Πεδίον του Άρεως.

Φυσικά κανένας σεβασμός στους Ήρωες της Επαναστάσεως.


Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης