Όπως δείχνουν τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, στόχος της Άγκυρας είναι να «επισημοποιήσει» την αλλαγή «στάτους» που θέλει να έχει στον διεθνή στίβο (του «στάτους» της μεγάλης δύναμης) και τις αξιώσεις που έχει απέναντι στην Ελλάδα σε όλα τα μέτωπα (νησιά, Αιγαίο, Θράκη, Κύπρο) και να προσέλθει στον όποιο «διάλογο» θα ακολουθήσει από φανερή θέση ισχύος. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως και σύσσωμο το εγχώριο πολιτικό σύστημα, έχει επί της ουσίας αποδεχτεί την τουρκική γραμμή και τα πλαίσια που έχουν οριστεί από τις ΗΠΑ -ελπίζοντας ότι αυτά θα τηρηθούν από τον Ερντογάν- αντιδρώντας χλιαρά, ενώ δεν λείπουν και κάποιοι λεκτικοί λεονταρισμοί που στην πραγματικότητα προσπαθούν να καλύψουν την αποδοχή μείωσης τής Κυριαρχίας τής Χώρας μας.
Ο Ερντογάν πιστεύει ότι έχει έρθει η στιγμή η Τουρκία να διεκδικήσει ό,τι της «αναλογεί» στην περιοχή, με βάση ότι πλέον θεωρεί πως είναι μια μεγάλη δύναμη και ισότιμη των άλλων μεγάλων δυνάμεων στο διεθνές σκηνικό. Γι’ αυτό, κλιμακώνει συστηματικά την ένταση μεταξύ των δυο χωρών και πιέζει σε όλα τα μέτωπα τις δυο κρατικές υποστάσεις του Ελληνικού Έθνους σε Ελλάδα και Κύπρο. Απανωτές είναι πλέον οι «απειλές» του τύπου ότι «θα έρθει μια νύχτα ο τουρκικός στρατός» και ότι η Ελλάδα θα πάθει τα ίδια με το 1922. Παράλληλα, μιλάει για καταπίεση της «τουρκικής» μειονότητας στην Θράκη, για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο ζήτημα του «προσφυγικού» από την Ελλάδα και για παραβίαση των διεθνών συνθηκών σχετικά με το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των Ελληνικών νησιών. Με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή των ψεύτικων αφηγημάτων, ο Ερντογάν προσπαθεί να στήσει μια «νομική» και «πολιτική» αφορμή επέμβασης, διπλωματικής και στρατιωτικής. Την ίδια στιγμή, πολλαπλασιάζονται από την μεριά τής Τουρκίας τα ειδικά στρατιωτικά συμβούλια, οι προετοιμασίες του τουρκικού στρατού, οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου της Ελλάδας, η κατασκοπεία μέσω των «ντρόουν», η ένταση στον Έβρο, η παράνομη διακίνηση των «προσφύγων» στο Αιγαίο, οι «βόλτες» τού ερευνητικού Yunus δυτικά της Λέσβου κ.ο.κ.
Παράλληλα, δεν είναι και λίγα τα μηνύματα που η Τουρκία στέλνει προς τις ΗΠΑ, που επί της ουσίας λέει ότι έχουν συμφωνηθεί κάποια πράγματα και πρέπει να αρχίσει η υλοποίησή τους, εννοώντας την αποστρατιωτικοποίηση των Ελληνικών νησιών και την μοιρασιά του πλούτου του Αιγαίου. Και ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να σταματήσουν να κάνουν «πλάτες» στην Ελλάδα και να πιέσουν περισσότερο την Χώρα μας να προχωρήσει αυτές τις κινήσεις «καλής θέλησης» πιο γρήγορα, κάτι που με γενικούς όρους το εγχώριο πολιτικό σύστημα δυστυχώς το έχει αποδεχτεί.
Από την μεριά της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και σύσσωμο το εγχώριο πολιτικό σύστημα, έχει αποδεχτεί το πλαίσιο που έχουν θέσει οι ΗΠΑ και η Τουρκία. Έχουν δεχτεί ότι η Τουρκία πρέπει να έχει λόγο στο Αιγαίο, την Θράκη και την Κύπρο, ελπίζοντας ότι οι ΗΠΑ θα βοηθήσουν ώστε οι απαιτήσεις του Ερντογάν να κινηθούν σε «λογικά» πλαίσια και να προκύψουν ενδοτικές συμφωνίες που όμως δεν θα έχουν σοβαρό πολιτικό κόστος εσωτερικά. Γιατί αυτό είναι που ενδιαφέρει πρωτίστως το εγχώριο πολιτικό σύστημα: Να μην έχει σοβαρό πολιτικό κόστος. Ειδικά από την στιγμή που έχει συμφωνήσει στην μείωση των Εθνικών Κυριαρχικών Δικαιωμάτων της Χώρας.
Εξ ου και η χλιαρή και αναντίστοιχη, σε σχέση με αυτήν του Ταγίπ Ερντογάν, ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στον ΟΗΕ, ο οποίος, για ακόμα μια φορά, κάλεσε τον τούρκο πρόεδρο να συναντηθούν και να βρούνε «λύσεις». Μια πρόσκληση που συμβαδίζει πλήρως με την αμερικανική πολιτική τού «βρείτε τα». Βέβαια, δεν λείπουν και οι διάφοροι λεκτικοί λεονταρισμοί, που στην πραγματικότητα προσπαθούν να καλύψουν την ασκήμια της ενδοτικής «ελληνικής» πολιτικής και να στείλουν το μήνυμα προς ΗΠΑ και Τουρκία ότι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε ορισμένες παραχωρήσεις, αλλά με προσοχή γιατί δεν πρέπει το πράγμα να «ξεφύγει»…
Γιώργος Μάστορας