Από τον Σημίτη στον Μητσοτάκη: Οι υποχωρήσεις προς τους τούρκους συνεχίζονται

Έλληνες  11/12/2023  

Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης

Η ολοκλήρωση της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα έδειξε ξεκάθαρα τον κατηφορικό δρόμο του ενδοτισμού και της προσαρμογής στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, με όρους δυσμενέστατους για την Χώρα, την κυριαρχία της, το μέλλον της.

Ο Σημίτης, μόλις παρέλαβε την πρωθυπουργία, αντιμετώπισε το ζήτημα των Ιμίων (που έκτοτε γκρίζαραν και πλέον μόνο από πολύ ψηλά και μακριά μπορεί να πετάξει ένας υπουργός «στα κλεφτά» κάποιο στεφάνι για τους Έλληνες Αξιωματικούς που δολοφονήθηκαν εκείνη την νύχτα), ευχαριστώντας από την Βουλή τις ΗΠΑ για τον ρόλο τους στην όλη ιστορία. Ήταν 31 Ιανουαρίου 1996.

Ήταν πάλι ο Σημίτης, ο οποίος υπέγραψε, τον Ιούλιο του 1997, την Συμφωνία της Μαδρίτης με τον τούρκο ομόλογό του Ντεμιρέλ, στην οποία αναγνωρίζεται ότι και η Τουρκία «έχει ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο». Οι γνωστές «σάλτσες» που συνοδεύουν τα κείμενα συμφωνιών, όπως «Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών-Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών με ειρηνικά μέσα, στην βάση αμοιβαίας συναίνεσης και χωρίς την χρήση βίας ή την απειλή βίας», έχουν απλά διακοσμητικό και αποπροσανατολιστικό ρόλο.

Στο Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999, ξανά ο Σημίτης, αποδέχτηκε στο κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ πως υπάρχουν «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα».

Το πλαίσιο, όμως, δεν είναι πλήρες: Το 1995 το τουρκικό κοινοβούλιο ψήφισε το περίφημο casus belli (δηλαδή, κήρυξη πολέμου), στην περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Υπάρχει, βεβαίως, και η επαίσχυντη παράδοση Οτσαλάν τον Φεβρουάριο του 1999, ενώ η εικόνα συμπληρώνεται με τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας από 19 χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, που συνέδραμε όσο μπορούσε (ΝΑΤΟϊκές βάσεις, εφοδιοπομπές μέσω Θεσσαλονίκης, κ.λπ.).

Στις Συμφωνίες Μαδρίτης και Ελσίνκι βασίστηκε η τουρκική διπλωματία και σταδιακά κατοχύρωσε με «τετελεσμένα» την επεκτατική της πολιτική. Ο Σημίτης ήταν που άνοιξε διάπλατα τον δρόμο μιας νέας πολιτικής υποχωρήσεων και ενδοτισμού στο όνομα του «ρεαλισμού». Και σήμερα, ο Μητσοτάκης βαδίζει στον ίδιο ολισθηρό δρόμο, αλλά με πολύ χειρότερους όρους. Εκτελεί ένα ακόμη «συμβόλαιο» που υπαγορεύτηκε από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, όπως ο Τσίπρας ψήφισε την προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών κατά παραγγελία ΗΠΑ-Γερμανίας. Ακόμα περισσότερο, η Τουρκία του 2023 δεν είναι η Τουρκία του 1999. Έχει ισχυροποιηθεί κι άλλο, προβάλλει την επιθετικότητα και τον επεκτατισμό της πολύ πιο έντονα σε πολλαπλά μέτωπα, ενώ πρακτικά έχει κατοχυρώσει πράγματα που πριν 20-30 χρόνια ήταν απλά σχεδιασμοί.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να εμφανίσει ως ιστορικής σημασίας την «Συμφωνία των Αθηνών» (ένα γενικό κείμενο μη δεσμευτικό για καμία πλευρά). Στην ουσία, όμως, η «Συμφωνία των Αθηνών» συνεχίζει στο πλαίσιο Συμφωνιών Μαδρίτης και Ελσίνκι, αλλά σε ένα νέο συσχετισμό ανάμεσα στις δυο χώρες, δυσμενέστατο για την Ελλάδα. «Ξεπλένει» επίσημα τον τουρκικό επεκτατισμό, σε μια στιγμή που αυτός παζαρεύει με ΗΠΑ και ΕΕ, και κυρίως αφοπλίζει από επιχειρήματα την Ελληνική πλευρά για ζητήματα που η Άγκυρα θέτει επίμονα: Αποστρατιωτικοποίηση νησιών, αμφισβήτηση κυριαρχίας και συνόρων, Κυπριακό, «τουρκική» μειονότητα.

Από την άλλη, δεν μπορεί να κρυφτεί ο νεοραγιαδισμός, ο οποίος εκφράζεται ακόμα και συμβολικά: Η υπόκλιση Γεραπετρίτη, η απευθείας κάλυψη από όλα τα ΜΜΕ της άφιξης του Ερντογάν στο αεροδρόμιο, η φύλαξή του από συνοδεία πρακτόρων και ειδικών τουρκικών δυνάμεων, τα ιδιαίτερα καλά λόγια για τον Καιρίδη, οι συνομιλίες με εκπροσώπους της μουσουλμανικής μειονότητας στην τουρκική πρεσβεία.

Υπάρχει ένα ακόμη καίριο ερώτημα: Από την Μαδρίτη (1997) έως την Αθήνα (2023), ποια ήταν η πραγματική στάση κάθε χώρας στον ευρύτερο περίγυρο και στην γειτονιά μας; Πόσο μας βοήθησε η πολιτική «φιλίας», όταν η τουρκική πλευρά δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να προωθεί τα επεκτατικά της σχέδια, να τα αναβαθμίζει («γαλάζια πατρίδα», «σύνορα της καρδιάς» κ.ο.κ.) και να επεμβαίνει με βίαιο τρόπο σε πολλές περιοχές (Βαλκάνια, Λιβύη, Ιράκ, Συρία);

Άλλωστε, πέρα από τις φιλοφρονήσεις, ο Ερντογάν ήταν πολύ σαφής στην συνέντευξη που έδωσε στην «Καθημερινή»: «Φίλε Κυριάκο, δεν σας απειλούμε, αν δεν μας απειλήσετε». Και λίγο πιο κάτω: «Ο ελληνικός λαός, με τον οποίο ζούμε μαζί εδώ και αιώνες, γνωρίζει καλά πόσο στοργικοί ήμαστε όταν απλώνουμε το χέρι φιλίας. Γνωρίζει πολύ καλά την ανοχή και την ειλικρίνεια στην κουλτούρα μας». Με άλλα (απλά) λόγια: Αν μας «κάτσετε», θα… καλοπεράσουμε. Αν όχι, δεν φταίμε εμείς για το τι θα επακολουθήσει…

Έτσι προωθείται η «σχέση» της Ελλάδος με το εξωτερικό. Εξάρτηση και πατρωνία από Δύση, δορυφοροποίηση και ενδοτισμός προς την Τουρκία. Πράγματι, «ιστορικός» τόσο ο ρόλος Μητσοτάκη όσο και όλου του εγχώριου συστημικού πολιτικού κόσμου που «βλέπει θετικά» τον «διάλογο»…

 Γιώργος Μάστορας


Μοιραστείτε το άρθρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης