Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ πριν από μερικούς μήνες έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο, πέραν από κάθε αμφιβολία, πόσο σημαντική είναι η έρευνα και ανάπτυξη ελληνικής στρατιωτικής σκέψης, έτσι ώστε οι Ένοπλες Δυνάμεις να είναι εναρμονισμένες με τις σύγχρονες εξελίξεις σε αυτό που λέμε «τέχνη και επιστήμη του πολέμου». Και αυτό είναι ένα “προϊόν” που δεν μπορείς να το αγοράσεις απέξω γιατί κάθε περίπτωση είναι διαφορετική.
Οι ίδιες μεθοδολογίες και τεχνολογίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα γεωγραφικά και επιχειρησιακά περιβάλλοντα. Σε εποχές, λοιπόν, μεγάλων αλλαγών στις τεχνολογίες και μεθοδολογίες στρατιωτικής προβολής ισχύος πρέπει να επενδύσεις στο θεμελιώδες οπλικό σύστημα. Και το σύστημα αυτό είναι η εγχώρια στρατιωτική σκέψη, η οποία πρέπει να φτιαχτεί από εμάς για εμάς, έτσι ώστε να ταιριάζει στις δικές μας ιδιαιτερότητες και όχι να μας έρθει “ετοιματζίδικη” από κάποιους γκουρού του εξωτερικού.
Αυτή τη δουλειά στην Ελλάδα, κατά νόμον, την κάνουν τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, δηλαδή η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και η Σχολή Ικάρων. Αυτά θεραπεύουν την στρατιωτική, ναυτική και αεροπορική επιστήμη και δικαιούνται και υποχρεούνται να παρακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις σε αυτούς τους τομείς και να διεξάγουν έρευνα και ανάπτυξη, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εφαρμοσμένο επίπεδο. Όμως, στο έργο τους αυτό αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν μια σειρά από προβλήματα και εμπόδια που ενίοτε αγγίζουν τα όρια της παράνοιας.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι δεν τους επιτρέπεται να αναλαμβάνουν διδακτορικές διατριβές, οι οποίες είναι το θεμελιώδες κομμάτι της πανεπιστημιακής έρευνας. Για να το πούμε όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται, το κράτος σήμερα απαγορεύει σε έναν καθηγητή Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, με ειδικότητα ας πούμε στη ρομποτική, ή στην τεχνητή νοημοσύνη ή σε οποιονδήποτε άλλο πεδίο, να συνεργαστεί ακαδημαϊκά με έναν αξιωματικό του Στρατού που θέλει να ασχοληθεί με αυτό το αντικείμενο έτσι ώστε μετά οι Ένοπλες Δυνάμεις να αξιοποιήσουν τις γνώσεις.
Απελευθέρωση έρευνας
Και όμως, αυτές οι γνώσεις είναι θεμελιώδους σημασίας για την ανανέωση και ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων κάθε χώρας. Αυτό συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, με θλιβερή εξαίρεση την Ελλάδα. Με ελάχιστη δόση υπερβολής θα λέγαμε ότι μπορούν να εκπονούνται 100 στοχευμένες διδακτορικές διατριβές μέσα στο στράτευμα. Εάν εν συνεχεία οι διδάκτορες αξιωματικοί τοποθετηθούν στις κατάλληλες θέσεις, θα προσέφεραν στην Ελλάδα στρατιωτικές ικανότητες αντίστοιχες ενός μεγάλου εξοπλιστικού προγράμματος και με πολύ περισσότερες δυνατότητες περαιτέρω εξέλιξης.
Όμως, κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Η εγχώρια αμυντική έρευνα και ανάπτυξη γενικώς και η στρατιωτική έρευνα και ανάπτυξη μέσα στα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ειδικώς, παραμένουν ουσιαστικά υπό διωγμόν. Κι αυτό σημαίνει ότι διαιωνίζεται το σύστημα αγορών ακριβών οπλικών συστημάτων από τα “ετοιματζίδικα” του εξωτερικού. Όμως, αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να λειτουργήσει πλέον. Πέραν της αιμορραγίας που προκαλεί στην ελληνική οικονομία, δεν μπορείς να συμβαδίσεις με τις διεθνείς εξελίξεις αν απλώς αγοράζεις έτοιμα οπλικά συστήματα.
Πρέπει να αναπτύξεις και δικές σου περιφερειακές ικανότητες, που θα συνδέσουν αυτά που θα αγοράσεις κι αυτά που ήδη έχεις σε δικτυακές μαχητικές ενότητες. Πρέπει να προσφέρεις πολλαπλασιαστές ισχύος στα υπάρχοντα συστήματά σου, να βρεις τον βέλτιστο τρόπο λειτουργίας τους στο σύγχρονο επιχειρησιακό περιβάλλον και μια σειρά από άλλα. Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη να απελευθερωθεί η έρευνα στα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα από τις παρανοϊκές αγκυλώσεις του παρελθόντος και να προχωρήσει.