Γράφει ο Γιώργος Μάστορας
Αρκεί μια διερευνητική προσέγγιση για να γίνει αντιληπτό ότι η πολύχρονη και πολύπλευρη όξυνση των Εθνικών Θεμάτων συμπίπτει με μια άτυπη προεκλογική περίοδο, καθιστώντας το ήδη άρρωστο κλίμα ακόμη πιο νοσηρό και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό της έλλειψης κάθε σχεδιασμού, καθώς και της πραγματικής ακινησίας ολόκληρου του συστημικού πολιτικού κόσμου. Χαρακτηρίσαμε πολύχρονη και πολύπλευρη την όξυνση, επειδή αυτή δεν εντοπίζεται μόνο στην Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και στις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις σε Αιγαίο, Θράκη, Ανατολική Μεσόγειο, όπως βεβαίως και, το έχον τις ευλογίες της Άγκυρας, σχέδιο της «Μεγάλης Αλβανίας». Μπορεί η ενδοτική πολιτική ρήση «ευχαριστώ την κυβέρνηση των ΗΠΑ» να εκφράστηκε ανοιχτά το 1996 από τον Σημίτη πάνω στον υγρό τάφο των Ιμίων, σήμερα όμως απλώνεται και αγκαλιάζει ολόκληρο το φάσμα του «Συνταγματικού τόξου».
Ταυτόχρονα, με έμμεσο τρόπο, το περιεχόμενο αυτής της ρήσης επεκτείνεται σε γεωπολιτικές διευθετήσεις που θέτουν σε αμφισβήτηση και αυτήν ακόμη την Εθνική Ακεραιότητα της Χώρας. Παραμένοντας σιωπηλός και αδρανής ο πολιτικός κόσμος της Χώρας δεν έχει κανένα σχέδιο αμύνης απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Επί της ουσίας, έχει αποδεχθεί το μοίρασμα του Αιγαίου στην μέση και την αμερικανική επικυριαρχία επί του συνόλου του. Έρμαιο στις διαθέσεις του Ερντογάν περί «Γαλάζιας Πατρίδας», νομιμοποιεί τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Καστελόριζο και επακόλουθα σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και την Κυπριακή ΑΟΖ. Παραμένει παραλυτικά απαθής έναντι των πιο ακραίων τουρκικών δοξασιών και παρεμβάσεων έχοντας στην πράξη αποδεχθεί την λογική ότι ο μαξιμαλισμός των τουρκικών διεκδικήσεων αποσκοπεί στην απόσπαση πιο «ανώδυνων» παραχωρήσεων.
Από κοινού, όλο το πολιτικό προσωπικό του «Συνταγματικού τόξου» αποδέχεται την μετατροπή της Χώρας σε υποχείριο των αμερικανικών σχεδιασμών στα Βαλκάνια, ποντάροντας στο ότι οι ΗΠΑ θα εξασφαλίσουν ώστε οι «ανώδυνες» παραχωρήσεις που ετοιμάζονται να προσυπογράψουν να μην είναι «τόσο» εξευτελιστικές που να θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο την ίδια την πολιτική τους υπόσταση. Έτσι, απέναντι στην νέα φάση επίδειξης δύναμης και κατοχύρωσης τετελεσμένου από την Τουρκία, όλες οι ντόπιες συστημικές πολιτικές δυνάμεις αποδέχονται ως μονόδρομο μια διατεταγμένη από τον «His master voice» πρέσβη Πάιατ, «πολιτική φιλίας» με την γείτονα, προβάλλοντας το όλο θλιβερό σκηνικό υποτέλειας ως απόδειξη της… «ισχύος» της Χώρας. Καμαρώνουν ότι η Ελλάδα αποτελεί «πυλώνα σταθερότητας» στην περιοχή, όταν όλοι οι διεθνείς παράγοντες αναφέρονται, δυστυχώς, σ’ αυτήν ως άψογο υπόδειγμα δουλικότητας και απόλυτα προβλέψιμης υποχωρητικότητας έναντι κάθε πίεσης και απειλής.
Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το νοσηρό και παρακμιακό κλίμα γεννιούνται κάποια ερωτήματα:
α) Ποιας άλλης χώρας το πολιτικό προσωπικό έχει να παρουσιάσει μια τόσο γλοιώδη και δουλοπρεπή πολιτική έναντι των πιο στοιχειωδών Εθνικών και Κοινωνικών δικαιωμάτων του;
β) Ποιας άλλης χώρας το πολιτικό προσωπικό έχει να παρουσιάσει τέτοια ηττοπαθή σιωπή και αδράνεια έναντι των πραγματικών γεωπολιτικών και οικονομικών κινδύνων που την απειλούν, καταφεύγοντας σε έναν κάλπικο διαγωνισμό και αντιπαράθεση μεταξύ «της προόδου και της συντήρησης»;
Και όλα αυτά, κάτω από την αντίστοιχη ένοχη σιωπή όλων των δυνάμεων της αντιπολίτευσης του «Συνταγματικού τόξου» που αδυνατούν να δουν το εκρηκτικό μείγμα που γεννά, με απρόβλεπτες κοινωνικές συνέπειες, η συνάντηση του Εθνικού ζητήματος (με τις απειλές σε βάρος της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Χώρας) με τα οικονομικά προβλήματα που έφεραν τα εθνοκτόνα μνημόνια. Αν αυτή η πτωτική-θλιβερή πορεία των γεγονότων συνεχιστεί ως έχει, χωρίς αντιδράσεις, αντιστάσεις, αντεπιθέσεις και ανατροπές, τότε τίποτε δυστυχώς δεν θα μπορέσει να διαψεύσει την κατάληξη των εκτιμήσεων του αείμνηστου Παναγιώτη Κονδύλη: «Ή η χώρα θα οδηγηθεί σε μια υποταγή άνευ όρων στην Τουρκία ή θα εξωθηθεί σε μια στρατιωτική σύγκρουση με άνισους όρους που θα οδηγήσουν σε τραγική ήττα…»
Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, που οι φουρτούνες απειλούν την υπόστασή μας, αυτό που η Πατρίδα και ο Λαός χρειάζονται εσπευσμένα είναι ένα ανθεκτικό πλοίο που θα αντέχει στους ανέμους και τα κύματα, οδηγώντας το «πλήρωμά» του (την Ιστορία, το παρόν και –κυρίως- το μέλλον αυτού του Τόπου) σε ασφαλείς ακτές. Χρειάζεται τους Έλληνες εκείνους που θα προσπαθήσουν ξανά να γράψουν Ιστορία, διασώζοντας εκ νέου την ύπαρξη του Ελληνισμού στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε.