Με τους γνωστούς πανηγυρισμούς, τόσο ο εγχώριος συστημικός πολιτικός κόσμος όσο και τα «πετσωμένα» ΜΜΕ υποδέχτηκαν τα αποτελέσματα μιας «εργώδους προσπάθειας» 20 ημερών μυστικών διαβουλεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Όπως ανακοινώθηκε στις Βρυξέλλες, κατά την συνάντηση των Δένδια - Τσαβούσογλου, η Άγκυρα θα υποστηρίξει την υποψηφιότητα της Ελλάδας για την θέση του μη μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για την περίοδο 2025-2026 και, σε ανταπόδοση, η Αθήνα θα υποστηρίξει την τουρκική υποψηφιότητα για την θέση του γενικού γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού.
Βεβαίως, κανένας δεν τόλμησε να αναφέρει ότι η θέση της Ελλάδος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ θεωρείται από την δυτική συμμαχία ως σίγουρη, ως «επιβράβευση» της πλήρους υπαγωγής της Χώρας μας στους ΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς από όλες τις πτέρυγες του επίσημου πολιτικού κόσμου. Αντιθέτως, η θέση της Τουρκίας στον Διεθνές Ναυτιλιακό Οργανισμό θεωρείται επισφαλής, καθώς η Άγκυρα είναι παγκοσμίως γνωστή ως χώρα που εφαρμόζει τους διεθνείς κανόνες με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα της. Επιθυμεί, όμως, με ένταση αυτήν την θέση, καθώς ο Οργανισμός αυτός έχει κρίσιμο ρόλο στην ναυσιπλοΐα των στενών των Δαρδανελίων, όπου η Τουρκία έχει μεγάλα συμφέροντα. Κατά συνέπεια, η «αμοιβαία στήριξη» είναι αρκετά ετεροβαρής, αλλά αυτά μοιάζουν μεμψιμοιρίες μπροστά στην μεγάλη εικόνα που είναι η δήθεν αλλαγή στις σχέσεις των δυο χωρών.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο καταστροφικός σεισμός των αρχών του Φεβρουαρίου, με την τεράστια κοινωνική αναστάτωση και την οικονομική ζημιά που προκάλεσε, υποχρεώνουν την Άγκυρα να τροποποιήσει τους σχεδιασμούς της. Ακόμα, υποστηρίζουν με έπαρση ότι το τουρκικό πολιτικό σύστημα θα χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να ανακάμψει από τις ζημιές και ότι αυτό το διάστημα είναι «ακατάλληλο» για να προωθήσει την επιθετική επεκτατική ατζέντα στην περιοχή.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο καταστροφικός σεισμός του Φεβρουαρίου επηρεάζει τις εξελίξεις. Το ερώτημα όμως είναι, όχι μόνο για πόσο χρονικό διάστημα, αλλά και ποιες ακριβώς διεργασίες, επηρεάζει. Για παράδειγμα, ο σεισμός δεν εμπόδισε την Άγκυρα να συνεχίσει τους βομβαρδισμούς της στην Συρία για αρκετές ημέρες μετά τον σεισμό, εν μέσω κραυγαλέου γενικά σιωπητηρίου της «διεθνούς κοινότητας». Ακόμα, δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει στον ελάχιστο βαθμό την πολιτική, κυβέρνησης και συνασπισμένης αντιπολίτευσης, για την Κύπρο, ούτε τις άοκνες προσπάθειες «αναγνώρισης» της κατεχόμενης Κύπρου ως χωριστής κρατικής οντότητας. Άλλωστε, και εν μέσω πανηγυρισμών για την αμοιβαία στήριξη, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Ακάρ διαμήνυσε ότι η Τουρκία είναι σταθερά υπέρ μιας διχοτόμησης του Αιγαίου και «δίκαιου διαμερισμού του πλούτου του». Από την πλευρά του, ο Τσαβούσογλου, από τις Βρυξέλλες, και αφού ολοκληρώθηκαν οι αγκαλιές, οι χειραψίες και οι φωτογραφίσεις με τον Δένδια, δήλωσε, με αφορμή την προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ότι η Άγκυρα «δεν απαιτεί να διακόψουνε τις σχέσεις τους με άλλες χώρες. Όμως, αν υπάρξει οποιαδήποτε συνεργασία, δεν θα επιτρέψουμε να καταπατηθούν τα δικαιώματα της Τουρκίας. Ακόμα κι αν συνεργαστούν μαζί μας, μιλάμε για δίκαιο διαμοιρασμό». Εδώ το σημαντικό δεν είναι η ανοχή της Τουρκίας στις συμφωνίες Ισραήλ και Αιγύπτου με Κύπρο και Ελλάδα, αλλά η επιθετική υποσημείωση ότι η οποιαδήποτε συνεργασία νοείται μόνο υπό τον όρο της ικανοποίησης των τουρκικών συμφερόντων. Και αυτή η αντίληψη της Άγκυρας ισχύει εσαεί, ανεξάρτητα από σεισμούς και ζημιές.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το πόσο θα διαρκέσουν οι καθησυχασμοί από την «διπλωματία των σεισμών», οι προηγούμενες αντίστοιχες εμπειρίες δεν είναι καθόλου αισιόδοξες. Αντιθέτως, οι γεωπολιτικές αναταράξεις που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και η παρέμβαση των ΗΠΑ στην περιοχή διαμορφώνουν νέες και ιδιόμορφες συνθήκες, τις οποίες η τουρκική διπλωματία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί στο έπακρο.
Η ρήξη των σχέσεων Δύσης - Ανατολής και η δίψα της Ευρώπης για ενέργεια έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο τον αγωγό East Med και μαζί του την συζήτηση σχετικά με τις οδεύσεις. Η Τουρκία αντιλαμβάνεται ότι, αν θέλει να παραμείνει ως πιθανός κόμβος διαμετακόμισης του ενεργειακού πλούτου της Μεσογείου προς την Ευρώπη, είναι υποχρεωμένη να αποδεχτεί τους αμερικάνικους όρους στο ζήτημα αυτό, ανεξάρτητα από τις σχέσεις που καλλιεργεί με την Ρωσία και, μέσω αντιπροσώπων, με την Κίνα. Υπό αυτά τα δεδομένα, πειθαρχεί στο πλαίσιο Μπλίνκεν, όπως τέθηκε κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών. Η αμερικανική πολιτική, έναντι της παράλληλης στοχοποίησης Ρωσίας - Κίνας, επιθυμεί αδιατάρακτη την συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και «ήρεμα νερά», όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά σε ολόκληρη την νοτιοανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, σχεδιάζει την αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου της περιοχής υπό αμερικάνικη επικυριαρχία και επίλυση των όποιων διαφορών μεταξύ των χωρών με αμοιβαίες υποχωρήσεις, κατά τα πρότυπα της συμφωνίας μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου.
Η Ελλάδα έχει περάσει με «άριστα» τις εξετάσεις στις σχετικές συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, όπου έχει αποδεχθεί την περιορισμένη επήρεια, ακόμα και των μεγάλων νησιών της, στον καθορισμό ΑΟΖ.
Η Τουρκία θεωρεί ήδη νομικά κατοχυρωμένη την ισχύ της Ελληνικής στάσης και διεκδικεί «κάτι παραπάνω», κρίνοντας ως δεδομένη την υποχώρηση της Ελλάδος. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν έχει κανένα πρόβλημα, όχι μόνο να υιοθετήσει το πλαίσιο Μπλίνκεν, αλλά να το θεωρήσει και ως θεμέλιo λίθο της προσπάθειας να πετύχει τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της, χωρίς «να ανοίξει μύτη». Και δηλώνει αυτήν την πρόθεση, θέτοντας τους όρους, όχι μόνο απέναντι στην πρόθυμη και δεδομένη Αθήνα, αλλά και απέναντι σε πολύ πιο ισχυρούς γεωπολιτικούς παίκτες, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ.
Και όσο αυτά εξελίσσονται στην περιοχή, εδώ στην Αθήνα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ετοιμάζεται να παρουσιάσει την απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων και τον διαμοιρασμό του πλούτου της Χώρας ως «εθνική επιτυχία»…
Γιώργος Μάστορας