Οι τρεις «μεγάλοι» κομματικοί σχηματισμοί του εγχώριου πολιτικού συστήματος (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ), παρά τον ανούσιο μικροκομματικό τους καυγά, επιδεικνύουν ουσιαστική ομοψυχία σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική.
Το επίσημο πολιτικό προσωπικό της Χώρας έχει αποδεχθεί πλήρως την λογική Σημίτη για διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών με βάση τις τουρκικές προδιαγραφές, ενώ ταυτόχρονα συμπεριφέρεται ως μόνιμος εντολοδόχος τόσο των αμερικανικών όσο και των γερμανικών συμφερόντων και συνδυασμών στην περιοχή. Αποδεικτικό στοιχείο αυτής της επιλογής είναι ο ομόφωνος και εκ των υστέρων θαυμασμός για την Συμφωνία των Πρεσπών και η επέκταση της λογικής της σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές, η εμμονή στον διατεταγμένο ελληνοτουρκικό διάλογο, σε μια στιγμή που η Τουρκία αμφισβητεί έμπρακτα το Διεθνές Δίκαιο σε Ελλάδα και Κύπρο. Σ’ αυτές τις εκτιμήσεις υπακούει η μετατροπή της Χώρας σε πεδίο συμφερόντων των ΗΠΑ, η ανοχή στην συνεχή αναβολή των κυρώσεων σε βάρος της Άγκυρας από την ΕΕ, η συστημική αφωνία απέναντι στον φιλοτουρκισμό του Βερολίνου.
Εκείνο που καθιστά τις εξελίξεις ακόμα πιο επικίνδυνες, είναι η ανοχή του εγχώριου πολιτικού προσωπικού στο να αξιοποιείται – χρησιμοποιείται η Χώρα, και ιδιαίτερα τα Κυριαρχικά της Δικαιώματα και η Εδαφική της Ακεραιότητα, ως μέσο «πίεσης» της Τουρκίας, για να διαμορφώσουν «οι μεγάλοι παίκτες» την δική τους γεωπολιτική αρχιτεκτονική στην περιοχή. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν γι’ αυτόν τον λόγο επιδιωχθεί μια αλλαγή πολιτικού σκηνικού στην γειτονική χώρα, αν ζητηθεί μια Τουρκία χωρίς Ερντογάν. Όλοι εκείνοι οι «πατριώτες», που έχουν επενδύσει στο ότι η τουρκική επιθετικότητα έναντι της Ελλάδος αποτελεί αποκλειστικότητα του Ερντογάν, θα βρεθούν στο κενό του γκρεμού. Αμφιβάλλει κανείς ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα παρουσιαστεί ως μια «χρυσή ευκαιρία» επίλυσης των διαφορών Ελλάδος – Τουρκίας, με όχημα όσα θεωρούνται ήδη τετελεσμένα από τις Ελληνικές υποχωρήσεις; Σ’ αυτήν την περίπτωση, ποια πλευρά θα δεχθεί πιέσεις και υποβάθμιση και ποια πλευρά θα επιβραβευτεί και θα αναβαθμιστεί; Η απάντηση είναι, δυστυχώς, εμφανής…
Γιώργος Μάστορας