Βρισκόμαστε σε ένα πρωτοφανές κύμα ακρίβειας, πληθωρισμού και συνεχών ανατιμήσεων χωρίς τέλος για τα Ελληνικά δεδομένα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρακολουθεί ως θεατής, ενώ όπου μπορεί να εξυπηρετήσει συμφέροντα με μακροπρόθεσμο ορίζοντα φροντίζει να είναι «χορηγός» των μεθόδων ανατίμησης.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο Ελληνικός Λαός βρίσκεται σε απόγνωση. Όταν καταναλώνεις όλο σου το εισόδημα για να επιβιώσεις και πάλι δεν σου φτάνει, υφίστασαι το σύνολο της ανόδου των τιμών. Αυτό γίνεται ακόμα χειρότερο όταν πρωταγωνιστές της ανόδου των τιμών είναι βασικά αγαθά, όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα.
Ο Λαός, λοιπόν, έχει φτάσει στα άκρα όσον αφορά την ακρίβεια και αδυνατεί πλέον να αντιμετωπίσει τους πάσης φύσεως λογαριασμούς. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση, αντί να λάβει μέτρα ουσίας, που θα ανακουφίσουν πραγματικά τον κόσμο, καταφεύγει «κάθε τρεις και λίγο» σε διαδικασίες επιδοτήσεων, που όμως δεν αλλάζουν την ουσία. Δεν αποτελούν αληθινή λύση, μακροπρόθεσμη του προβλήματος, αλλά «λύση» είτε επικοινωνιακού χαρακτήρα (καύσιμα οχημάτων) είτε προσωρινό ημίμετρο, που απλά αφήνει άθικτη την ουσία του προβλήματος (ηλεκτρικό ρεύμα). Συνεπώς, επιλέγει η κυβέρνηση της ΝΔ την παλιότερη λογική του ΣΥΡΙΖΑ για «επιδοματάκια», αντί για ουσιαστικά μέτρα όπως π.χ. η δραστική μείωση της φορολογίας στα καύσιμα, η οριστική κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής στο ηλεκτρικό ρεύμα και η αποδέσμευση της τιμής του από τα κερδοσκοπικά χρηματιστηριακά παιχνίδια, ο καθορισμός ανώτατης τιμής στα καύσιμα, η αξιοποίηση του Ελληνικού λιγνίτη για παραγωγή ρεύματος κ.α. Οι λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση δεν προχωρά σε τέτοια μέτρα συνδέονται με τις πολιτικές επιλογές της, που συνάδουν με τις θελήσεις της εγχώριας οικονομικής ολιγαρχίας την οποία υπηρετεί.
Η όποια μείωση στην φορολογία καυσίμων δεν θα είναι εύκολο στην συνέχεια να επανέλθει, όταν θα χρειάζεται η κυβέρνηση αύξηση εσόδων. Ας μην ξεχνάμε ότι τα μνημονιακά μέτρα ήρθαν για να μείνουν. Συνεπώς, η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να σφάξει την «ιερή αγελάδα» της πεμπτουσίας των μνημονιακών ρυθμίσεων, που είναι οι αυξημένοι έμμεσοι φόροι σε βάρος του Λαού. Άλλωστε, το δημόσιο «χρέος» συνεχίζει και αυξάνεται και θα πρέπει να εξυπηρετηθεί. Οι ξένοι που το κατέχουν περιμένουν και πιέζουν.
Η κερδοσκοπία των παρόχων ρεύματος επέβαλλε, μέσα από μια δαιδαλώδη διαδικασία, την περιβόητη ρήτρα αναπροσαρμογής. Επομένως, δεν είναι διατεθειμένη ούτε η κυβέρνηση ούτε και τα συμφέροντα που κερδοσκοπούν να αποσύρουν την ρήτρα αναπροσαρμογής. Αυτή ήρθε για να μείνει, ώστε να ενισχύει την κερδοφορία των παρόχων και τα «μπόνους» των εκάστοτε «γκόλντεν μπόις». Προς το παρόν, την θέτουν σε αναστολή, με προοπτική να την επαναφέρουν με την πρώτη ευκαιρία.
Ο ορισμός ανώτατης τιμής σε καύσιμα και ρεύμα επίσης είναι έξω από την λογική τους, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτούσε ότι μπορεί να τεθούν τέτοια όρια και σε άλλα είδη. Όλο το πολιτικό σύστημα έχει αποδείξει έμπρακτα, ο καθένας κατά την δική του περίοδο διακυβέρνησης, ότι αποδέχονται την πρωτοκαθεδρία της «αγοράς». Συνεπώς, ούτε και εδώ χωρούν παρεμβάσεις ουσίας.
Τα παραπάνω ενδεικτικά προτεινόμενα άμεσα μέτρα είναι από αυτά που έχουν υιοθετήσει άλλες κυβερνήσεις της Ε.Ε, όπως π.χ. στο Βέλγιο με την μείωση της φορολογίας καυσίμων, σε Ισπανία και Πορτογαλία η επιβολή ανώτατης τιμής στην ηλεκτρική ενέργεια και στην τιμή φυσικού αερίου και άνθρακα για παραγωγή ρεύματος, η Γερμανία αύξησε τον χρονικό ορίζοντα να καίει λιγνίτη μέχρι το 2040 κ.α. Όμως στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δέσμια συμφερόντων και γνωρίζοντας ότι θα είναι δύσκολη η επαναφορά μέτρων ουσιαστικής ελάφρυνσης (γιατί δεν προβλέπει ότι θα βελτιωθούν τα πραγματικά εισοδήματα στην συνέχεια, ενώ οι δεσμεύσεις για το «χρέος» και την δημοσιονομική πολιτική συνεχίζουν να εφαρμόζονται), αρνείται έστω και αυτά τα μέτρα που χρησιμοποιούνται ήδη και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Γιώργος Μάστορας