A’ Μέρος
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα σύγχυσης της εποχής μας είναι η σημασιολογική μετάλλαξη των λέξεων, η οποία εφαρμόζεται συστηματικά ως τέχνασμα. Μετάλλαξη που είναι σε θέση να εξαπατήσει μαζικά, εφόσον καταφέρνει να δώσει στις λέξεις διαφορετική ή ακόμη και αντίθετη κατεύθυνση από την κοινά κατανοητή. Αυτή η επεξηγηματική εισαγωγή έχει σαφή σύνδεση με τα όσα θα ακολουθήσουν στην ροή του γραπτού λόγου. Οι εκάστοτε εγχώριες κυβερνήσεις, το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης του «Συνταγματικού τόξου», αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα της «ελίτ» της αναπαραγωγής ειδήσεων (η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, τηλεπερσόνες, «σελέμπριτις» κ.λπ.) περιγράφουν το προτεινόμενο και ακολουθούμενο σχέδιο διαχείρισης της «προσφυγικής κρίσης» και των «μεταναστευτικών ροών», ως εμπνεόμενο από «τις αρχές του ανθρωπισμού». Μάλιστα, το περιεχόμενο των όποιων διαφωνιών τους έγκειται μόνο στο πόσο πιστά ακολουθεί η (εκάστοτε) κυβέρνηση τις «ανθρωπιστικές εξαγγελίες» της ή κατά πόσο οι καθημερινές πρακτικές της είναι συμβατές με την καθολική προάσπιση «των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών».
Η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε τον Ιανουάριο του 2015 στην εξουσία επικαλούμενη, σε σχεδόν αποκλειστικό βαθμό, την ανάγκη κατάργησης των μνημονίων και διαγραφής του χρέους. Όμως, μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 και την υπογραφή του νέου (ακόμη πιο υπόδουλου και ταπεινωτικού) τρίτου μνημονίου και παρά την δεύτερη εκλογική νίκη της τον Σεπτέμβριο του 2015, διερχόταν μια συνεχή κρίση ηθικής νομιμοποίησης, λόγω του «τρίπτυχου» αποτυχία-ανικανότητα-απροθυμία να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις της.
Ο περιβόητος «ανθρωπισμός» που προέβαλλε η «Πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση και οι άμεσοι-έμμεσοι συνοδοιπόροι της ως θεμέλιο στο σχέδιο αντιμετώπισης και πολιτικής διαχείρισης του «προσφυγικού» ζητήματος έχει ως βασική του λειτουργία το πεδίο της «ηθικής νομιμοποίησης». Έχοντας καταρρεύσει το πολιτικά νομιμοποιητικό αφήγημα του «αντιμνημονίου» και της «αντίστασης στους ισχυρούς» αντικαθίστανται πλέον από εκείνο της κυβέρνησης - θεματοφύλακα των «ανθρωπιστικών αξιών» και υπερασπιστή «των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών». Η κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούσε με ένα (ανθρωπιστικό) «σμπάρο» να πετύχει (νομιμοποιητικά) δύο «τρυγόνια»: α) νομιμοποίηση απέναντι σε μια καταταλαιπωρημένη οικονομικά και κοινωνικά κοινή γνώμη στο εσωτερικό της Χώρας, με την επίκληση υψηλών αξιών και μιας σύγχρονης… «Μεγάλης Ιδέας» για την Ελλάδα-προπύργιο του ανθρωπισμού- β) νομιμοποίηση, όμως και απέναντι στους ισχυρούς παίχτες της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής. Οι τελευταίοι, μαζί βεβαίως με τους ομόλογους και ομοϊδεάτες τους στις ΗΠΑ, έχουν αναγάγει τα «ανθρώπινα δικαιώματα» σε εργαλείο άσκησης πλανητικής πολιτικής. Εμπέδωσαν, δε, την πολιτική εργαλειοποίηση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» με την σωρεία «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» τις δεκαετίες που ακολούθησαν (στρατιωτικές επεμβάσεις σε Βοσνία, Αφγανιστάν, Ιράκ, Κοσσυφοπέδιο, Λιβύη και εσχάτως, Συρία).
Ο νέας κοπής «ανθρωπισμός» εξελίσσεται σε κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία στα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα. Η δυτική αριστερά, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, προχώρησε ολοκληρωτικά στην ιδεολογία των νικητών του «Ψυχρού Πολέμου». Μέσα από διάφορες εκλογικές ακροβασίες και τακτικισμούς, απέμεινε, όπως σαρκαστικά είχε εντοπίσει και επισημάνει από το 1998ο Παναγιώτης Κονδύλης, «να επικαλείται την ιδεολογία του συστήματος ενάντια στην πραγματικότητά του». Επομένως, η «αριστερή συνείδηση» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και των «χρήσιμων ηλιθίων» ΑΝΕΛ στηριζόμενη σε πρόσωπα, κόμματα, οργανώσεις, ομάδες και ΜΚΟ, που έχουν ήδη εδώ και πολλά χρόνια προσχωρήσει στην τρέχουσα (και επικερδή…) πολιτική ιδεολογία του «ανθρωπισμού», δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να δοκιμάσει να ψωνίσει από την εκτεταμένη διεθνώς πολιτική «αγορά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Ιδιαίτερα, όταν στο ζήτημα του «προσφυγικού» η αγορά αυτή ελέγχεται από πολιτικές ελίτ της περιωπής μιας Μέρκελ, ενός Γιούνκερ, ενός Ολάντ. Ήταν οι ίδιες ακριβώς ελίτ, οι οποίες το 2015 «της δίδαξαν» το πικρό μάθημα, ότι σε συνθήκες πλανητικών ανακατατάξεων, στο εσωτερικό της Ευρώπης επανεμφανίζεται, έστω και με πιο… εκλεπτυσμένες (προς το παρόν) μορφές, η παλιά ρωμαϊκή διάκριση ισχύος μεταξύ (τευτονικού, σήμερα) κέντρου και (βαλκανικής) επαρχίας. Συνεπώς, για την παραμονή στην εξουσία της κυβέρνησης της επαρχίας, δεν αρκεί πια μόνο η νομιμοποίηση στο εσωτερικό της, αλλά χρειάζεται, επιπλέον, η νομιμοποίηση από το πολιτικό σύστημα του κέντρου εξουσίας.
Η ευθυγράμμιση, λοιπόν, της κάθε «ελληνικής» κυβέρνησης, (με πιο πρόσφατο παράδειγμα την σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ), αλλά ουσιαστικά και του μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού συστήματος, τουλάχιστον όσον αφορά στα κόμματα και την διοίκηση, με την «ανθρωπιστική» πολιτική των ευρωπαϊκών πολιτικών και οικονομικών ελίτ, εκλαμβάνεται ως μια καλή ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα της επαρχίας να αποδείξει την πολλαπλή χρησιμότητά του σε εκείνο του κέντρου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την μακροημέρευσή του και την εξυπηρέτηση των στενών συντηρητικών συμφερόντων του. Θα συνεχίσουμε, όμως, σε επόμενη αναφορά μας για την «εργαλειοποίηση» του λεγόμενου «προσφυγικού» και την σημασιολογική μετάλλαξη της λέξης και της έννοιας του ανθρωπισμού.
Γιώργος Μάστορας