Πολύ μεγάλη κόντρα έχει ξεσπάσει μεταξύ Κυβέρνησης και Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αναφορικά με την ακρίβεια στην ενέργεια και τον ΕΦΚ (ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα), τον οποίο η πρώτη αρνείται πεισματικά να μειώσει. Θα εξηγήσουμε γιατί δεν το κάνει και ποιοι ωφελούνται από όλη αυτή την ιστορία.
Πριν ακόμα ξεσπάσει η κρίση στην Ουκρανία με την εισβολή της Ρωσίας, ήδη ο πληθωρισμός ήταν αρκετά υψηλός, στο 6,2%. Αυτό ήταν αποτέλεσμα του υψηλού προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης» που είχε εξαγγείλει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (άνοιξη του 2020 – τέλος καλοκαιριού του 2021) για να αντιμετωπίσει την ύφεση που έφερε η πανδημία Covid-19, καθώς και των προβλημάτων στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, πάλι εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης. Ως γνωστόν, όταν η Κεντρική Τράπεζα «τυπώνει» μια πολύ μεγάλη ποσότητα χρήματος για να αντιμετωπίσει μια οικονομική ύφεση (αναπτυξιακή νομισματική πολιτική) αυτό επιφέρει μακροπρόθεσμα πληθωριστικές πιέσεις (αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών). Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με τα επιδόματα και τα προγράμματα στήριξης των κυβερνήσεων (αναπτυξιακή δημοσιονομική πολιτική) εκτίναξε τον πληθωρισμό στο 6%. Στη συνέχεια η ουκρανική κρίση, οι εξαγγελίες περί επιβολής οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία, η απόσυρση πολυεθνικών επιχειρήσεων από τη ρωσική αγορά, η προσπάθεια βίαιης απεξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, δημιούργησαν ένα κλίμα αρνητικών προσδοκιών για το μέλλον που εκτίναξαν τον πληθωρισμό στο 7,5%. Κάποιες χώρες, όπως η Ισπανία, εξήγγειλαν ότι ο πληθωρισμός μέχρι το τέλος του έτους θα αγγίξει το 10% και η Ευρώπη βυθίζεται σε άλλη μια περιπέτεια Στασιμοπληθωρισμού (συνδυασμός οικονομικής ύφεσης και υψηλού πληθωρισμού).
Ο Στασιμοπληθωρισμός είναι μακράν η χειρότερη μορφή οικονομικής κρίσης διότι δεν αντιμετωπίζεται εύκολα με τα παραδοσιακά Κεϊνσιανά εργαλεία. Αν προσπαθήσεις να θεραπεύσεις την οικονομική ύφεση και την υψηλή ανεργία που αυτή επιφέρει, με αύξηση της προσφοράς χρήματος, μείωση της φορολογίας κι αύξηση επιδομάτων τροφοδοτείς τον πληθωρισμό, ο οποίος μπορεί να ξεφύγει σε διψήφια νούμερα. Αν, από την άλλη, προσπαθήσεις να τιθασεύσεις τον πληθωρισμό, με περιοριστική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική (μείωση της ποσότητας του κυκλοφορούντος χρήματος, αύξηση επιτοκίων, μείωση επιδομάτων και αύξηση φορολογίας), θα χειροτερεύσεις την ύφεση τόσο σε βάθος, όσο και σε διάρκεια. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα! Είναι προφανές ότι βιώνουμε καταστάσεις όπως αυτές που βίωσε η ανθρωπότητα τη δεκαετία του ’70, όπου είχαμε ένα διπλό πετρελαϊκό σοκ. Τόσο το 1973 όσο και το 1978, το καρτέλ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών (OPEC) μείωσε την προσφορά του αργού πετρελαίου με σκοπό την εκτίναξη των τιμών του brend και να κερδοσκοπήσει. Αυτό το γεγονός αποτελεί ένα «αρνητικό σοκ» στη Συνολική Προσφορά αγαθών και υπηρεσιών. Το πετρέλαιο, όπως και οι υπόλοιπες μορφές ενέργειας και τα παράγωγά του (ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο, ντίζελ, βενζίνη κτλ) αποτελεί βασική παραγωγική εισροή για όλες τις επιχειρήσεις όλων των οικονομικών κλάδων που συναποτελούν την οικονομία. Η αύξηση των τιμών της ενέργειας αυξάνει το κόστος παραγωγής όλων των επιχειρήσεων και αυτές αντιδρούν μειώνοντας την παραγωγή τους (μείωση του ΑΕΠ και αύξηση του ποσοστού ανεργίας). Η μείωση της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών εκτινάσσει τις τιμές στα ύψη (πληθωρισμός). Ενώ ο COVID-19 εκλήφθηκε ως ένα «αρνητικό σοκ» στη Συνολική Ζήτηση (οι άνθρωποι διαμορφώνουν αρνητικές προσδοκίες για το μέλλον και μειώνουν δραστικά τις καταναλωτικές τους δαπάνες, οι επιχειρήσεις αναστέλλουν τις επενδύσεις τους, μειώνουν την παραγωγή τους και απολύουν προσωπικό), η περίπτωση της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και η αυτοκτονική αντίδραση της Δύσης εκλαμβάνεται ως ένα «αρνητικό σοκ» στο κομμάτι της Συνολικής Προσφοράς.
Πόσο ενδέχεται να αυξηθούν οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών; Αυτό εξαρτάται από την ελαστικότητα της ζήτησης τους ως προς τις τιμές τους (η ποσοστιαία μείωση της ζητούμενης ποσότητας του αγαθού ως επακόλουθο μιας ποσοστιαίας αύξησης της τιμής του). Αγαθά τα οποία έχουν πολλά υποκατάστατα παρουσιάζουν μια σχετικά υψηλή ελαστικότητα ζήτησης (αρκεί μια μικρή ποσοστιαία αύξηση της τιμής για να επιφέρει μια μεγάλη μείωση της ζήτησης). Επειδή οι αυξήσεις στις τιμές των αγαθών λαμβάνουν χώρα σταδιακά και σε διαφορετικούς χρόνους, και επειδή οι επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε ανταγωνιστικές αγορές, όσες παράγουν προϊόντα με ικανά υποκατάστατα (πολύ ελαστική ζήτηση) θα αυξήσουν σχετικά λίγο τις τιμές τους και θα απορροφήσουν οι ίδιες μεγάλο κομμάτι της αύξησης του κόστους παραγωγής, με ότι συνεπάγεται για την κερδοφορία τους. Πολλές δεν θα αντέξουν το βάρος του ανταγωνισμού και θα εξέλθουν από την αγορά (μείωση του ΑΕΠ και αύξηση της ανεργίας).
Οι εταιρίες που παράγουν προϊόντα με ελάχιστα ή καθόλου ικανά υποκατάστατα, παρουσιάζουν μια σχετικά ανελαστική ζήτηση, κυρίως στη βραχυχρόνια περίοδο. Μια πολύ μεγάλη ποσοστιαία αύξηση της τιμής επιφέρει μια πολύ μικρή ποσοστιαία μείωση της ζητούμενης ποσότητας. Η τιμή μπορεί να αυξηθεί 50-80% και η ζήτηση να μειωθεί μόλις 10-15%. Σε αυτή την περίπτωση όλο το βάρος της αύξησης του κόστους παραγωγής θα μετακυληθεί στους καταναλωτές μέσω αυξήσεων των τιμών. Το πετρέλαιο κίνησης, η βενζίνη, το φυσικό αέριο κι η ηλεκτρική ενέργεια είναι αγαθά που δεν έχουν υποκατάστατα και οι καταναλωτές δεν προλαβαίνουν να αντιδράσουν και να προσαρμοστούν στις ξαφνικές αυξήσεις των τιμών. Οι εταιρείες και η κυβέρνηση το γνωρίζουν και όλα τα βάρη θα μετακυληθούν στα νοικοκυριά μέσω δριμύτατων αυξήσεων των τιμών. Επίσης σε μικρές αγορές, όπως την ελληνική, όπου βασιλεύουν τα καρτέλ και υπάρχει πολύ υψηλό επίπεδο διαφθοράς, ενδέχεται να σημειωθούν υψηλά περιθώρια αισχροκέρδειας. Η μέση τιμή της βενζίνης λιανικής είναι σήμερα στα 2,20 ευρώ το λίτρο (με αποκλίσεις σε κάποια νησιά όπου έφτασε τα 2,5 ευρώ ανά λίτρο), ενώ το πετρέλαιο θέρμανσης είναι στο 1,70 ευρώ. Το πετρέλαιο θέρμανσης έχει μια πιο ελαστική ζήτηση και γι` αυτό και είναι πιο φθηνό απ` ότι η βενζίνη και το ντίζελ. Οι πολίτες για να ζεσταθούν χρησιμοποιούν εναλλακτικά πυρηνόξυλο , ξυλεία, κλιματιστικά και τα κρύα θα συνεχιστούν το πολύ ένα μήνα ακόμα. Το ντίζελ και η βενζίνη δεν έχουν υποκατάστατα και τόσο τα νοικοκυριά (μισθωτοί που πάνε με το αυτοκίνητο στη δουλειά τους) όσο και οι ελεύθεροι επαγγελματίες (ταξιτζήδες, διανομείς, μεταφορείς κτλ) δεν έχουν περιθώρια αντίδρασης.
Τα πρατήρια υγρών καυσίμων συγκρατούν τις τιμές όσο είναι εφικτό, χρησιμοποιώντας και εξαντλώντας τα αποθέματα που είχαν, όταν το αργό πετρέλαιο ήταν ακόμα στα 60-80 δολάρια το βαρέλι. Το πρόβλημα παρατηρείται στα διυλιστήρια (ολιγοπώλιο) και στις τιμές χονδρικής. Ενώ και αυτά είχαν σημαντικά αποθέματα πετρελαίου, όταν αυτό ήταν ακόμα σχετικά φθηνό, έσπευσαν να εκμεταλλευθούν την ουκρανική κρίση εκτινάσσοντας στα ύψη τις τιμές χονδρικής πώλησης, καθαρά για λόγους αισχροκέρδειας. Η αδράνεια της κυβέρνησης σε αυτό το φιάσκο είναι εκκωφαντική. Όταν τα βενζινάδικα λιανικής εξαντλήσουν τα αποθέματά τους και αναγκαστούν να αγοράζουν σε υψηλές τιμές χονδρικής, τότε μπορεί να δούμε την τιμή της βενζίνης στα 4 ευρώ ή και πιο πάνω. Τα διυλιστήρια, τα βενζινάδικα και η κυβέρνηση δεν πλήττονται από αυτή την εξέλιξη και θα γίνουμε περαιτέρω σαφείς. Ο νόμος της ζήτησης μας λέει ότι όταν η τιμή ενός αγαθού ανέρχεται, τότε μειώνεται η ζητούμενη ποσότητα. Η καμπύλη της ζήτησης έχει αρνητική κλίση. Η αύξηση της τιμής του αγαθού ασκεί δυο αντίρροπες δυνάμεις στα έσοδα της επιχείρησης που το παράγει. Μια θετική επίδραση (η αύξηση της τιμής τείνει να αυξήσει τον τζίρο) και μια αρνητική επίδραση (η μείωση της κατανάλωσης, δηλαδή της ζητούμενης ποσότητας, τείνει να μειώσει τα έσοδα της επιχείρησης). Όταν η καμπύλη ζήτησης του αγαθού είναι εξαιρετικά ανελαστική, όπως είναι αυτή της βενζίνης επί παραδείγματι, τότε η αύξηση της τιμής αυξάνει τα έσοδα τόσο των διυλιστηρίων όσο και των βενζινάδικων. Η τεράστια ποσοστιαία αύξηση της τιμής θα υπερφαλαγγίσει την σχετικά μικρότερη ποσοστιαία μείωση της ζητούμενης ποσότητας και άρα τα έσοδα θα αυξηθούν. Οπότε αυτές οι εταιρίες έχουν κάθε κίνητρο να μετακυλήσουν όλο το επιπρόσθετο κόστος παραγωγής τους στους καταναλωτές μέσω αυξήσεως των τιμών. Η δε κυβέρνηση και αυτή ωφελείται διότι θα εισπράξει τους ΕΦΚ (ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα). Δηλαδή η βενζίνη και η ενέργεια εν γένει ως αγαθό είναι μια πολύ καλή και σταθερή πηγή κρατικών εσόδων. Ο καταναλωτής, παρ` όλη την αύξηση της τιμής του αγαθού, δεν μπορεί να αποφύγει την κατανάλωση του και οπότε η Κυβέρνηση εισπράττει τους αντίστοιχους φόρους. Στα δυο ευρώ και κάτι που πληρώνετε τη βενζίνη, η κυβέρνηση εισπράττει 0,70-0,80 ευρώ ως ΕΦΚ.
Η ίδια κατάσταση διαδραματίζεται και στην ηλεκτρική ενέργεια. Η ζήτηση του ρεύματος είναι εξόχως ανελαστική ως προς την τιμή του. Κανένα νοικοκυριό και καμία επιχείρηση δεν μπορεί να δουλέψει χωρίς ρεύμα. Το ελληνικό κράτος από την εποχή του Αντώνη Σαμαρά ξεκίνησε να κλείνει τις ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες λιγνίτη, ενώ προς τα τέλη του 2023 η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενδέχεται να κλείσει ακόμα ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με τη μέθοδο του λιγνίτη. Οι ελληνικές κυβερνήσεις εισακούοντας την προτροπή της ΕΕ για στροφή στην «πράσινη ανάπτυξη» δίνουν περισσότερο ροπή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες όμως είναι αναποτελεσματικές και παραδόξως λιγότερο φιλικές προς το περιβάλλον. Πχ για να στηθεί μια ανεμογεννήτρια χρειάζονται τόνοι τσιμέντου και για την κατασκευή τους χρειάζονται πρώτες ύλες και μέταλλα, των οποίων η παραγωγή είναι και οικονομικά αναποτελεσματική (εξ ου και η ανάγκη επιδότησης των ανεμογεννητριών) αλλά και εξόχως εχθρική στο περιβάλλον. Επιπλέον, δεν φρόντισαν οι κυβερνήσεις εδώ και δεκαετίες να εκμεταλλευθούν τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η εξάρτησή μας από το ρωσικό φυσικό αέριο είναι υψηλή και η Ευρώπη καλύπτει το 40% των αναγκών της με αυτό. Η Ευρώπη σχεδόν το μισό της φυσικό αέριο το αγοράζει από τη Ρωσία. Υπόψη, οι Ρώσοι συνεχίζουν να θέλουν να μας πουλάνε φυσικό αέριο και πετρέλαιο και εξήγγειλαν ότι όλα τα συμβόλαια παράδοσης θα εκτελεστούν κανονικά από πλευράς τους. Εμείς δεν αγοράζουμε από τους Ρώσους! Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η εκτίναξη των τιμολογίων της ΔΕΗ και των παρόχων λιανικής πώλησης, με ότι συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Οι επιχειρηματίες διαμαρτύρονται για τα χαράτσια και τους φόρους υπέρ τρίτων που εμφανίζονται στους λογαριασμούς ρεύματος, κυρίως για την εμφάνιση ενός υπέρογκου χαρατσιού με τον όρο «χρέωση αναπροσαρμογής». Η κατανάλωση του ρεύματος, διαμαρτύρονται, ότι πολλές φορές δεν ξεπερνάει το 40% του λογαριασμού που καλούνται να πληρώσουν, ενώ το υπόλοιπο 60% είναι χαράτσια, φόροι υπέρ τρίτων και …«τέλος αναπροσαρμογής»! Κερδίζει η κυβέρνηση που εισπράττει υπέρογκα χαράτσια, κερδίζουν οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας που βρίσκουν ευκαιρία να αισχροκερδήσουν, χάνουν οι πολίτες οι οποίοι βλέπουν τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματά τους να εξαερώνονται. Αυτά είναι δυστυχώς τα αποτελέσματα της ανελαστικότητας της ζήτησης του ηλεκτρικού ρεύματος, της εμμονής περί «πράσινης ανάπτυξης» και της εγκληματικής αμέλειας της κυβέρνηση για χάραξη ΑΟΖ και εξόρυξης φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Δεν αγοράζουμε από τους Ρώσους υδρογονάνθρακες σε μια προσπάθεια τιμωρίας της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία και πολυάριθμες δυτικές πολυεθνικές επιχειρήσεις σε καθημερινή βάση ανακοινώνουν την απόσυρσή τους από τη ρωσική αγορά. Στην ρωσική αγορά είχαν διεισδύσει τόσο κάνοντας απλές εξαγωγές προϊόντων, όσο και εγκαθιστώντας παραγωγικές μονάδες στη Ρωσία (Άμεσες Ξένες Επενδύσεις). Επίσης τα δυτικά κράτη ανακοίνωσαν μπαράζ οικονομικών κυρώσεων και ο Τζο Μπάιντεν διεμήνυσε ότι θα πάψει να αγοράζει φυσικό αέριο από τη Ρωσία.
Να διευκρινίσουμε ευθύς αμέσως ότι σε μια ανοικτή οικονομία της αγοράς εν μέσω παγκοσμιοποίησης τέτοια μέτρα προσβάλλουν την ευημερία όλων, κι όχι απλώς της Ρωσίας. Κοινώς πυροβολούν τα πόδια τους οι Δυτικοί! Ο καπιταλισμός, μακροπρόθεσμα, δεν έχει αδιέξοδα! Οι Ρώσοι στη βραχυχρόνια περίοδο θα υποστούν μεγάλη οικονομική απώλεια, αλλά στη μακροχρόνια περίοδο θα κάνουν τις απαραίτητες προσαρμογές και διευθετήσεις και θα επέλθει μια νέα κατάσταση ισορροπίας. Όσες δυτικές επιχειρήσεις αποχωρήσουν από τη ρωσική αγορά, θα χάσουν τα μερίδια αγοράς που είχαν και θα τα υφαρπάξουν οι κινεζικές εταιρίες που θα αδράξουν την ευκαιρία. Οι Ρώσοι το φυσικό αέριο που πωλούσαν στους Ευρωπαίους, θα το διοχετεύσουν στους Κινέζους, κάνοντας την Κίνα ένα σχεδόν «μονοψώνιο» πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η Κίνα εδώ και δεκαετίες λειτουργεί στα όρια των παραγωγικών της δυνατοτήτων και για να συντηρήσει τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης χρειάζεται τεράστιες ποσότητες ενέργειας. Οι Ρώσοι θα υποστούν βλάβη μόνο στη βραχυχρόνια περίοδο από τη διακοπή των συμβολαίων, ενώ μεσομακροπρόθεσμα όλες αυτές οι ποσότητες ενέργειας θα απορροφηθούν από τους Κινέζους. Η Ευρώπη θα πληρώσει πανάκριβα τις οικονομικές κυρώσεις προς τη Ρωσία με Στασιμοπληθωρισμό, παρόμοιο με εκείνον της δεκαετίας του ’70. Η ΕΚΤ θα αντιδράσει μειώνοντας την προσφορά χρήματος και αυξάνοντας τα βασικά της επιτόκια για να αντιμετωπίσει τον φρενήρη πληθωρισμό, πράγμα που θα επιφέρει μεγάλη φτώχεια και ανεργία στους Ευρωπαίους πολίτες. Η δε αύξηση των επιτοκίων θα αυξήσει το κόστος δανεισμού των δημοσιονομικά προβληματικών χωρών, με πρώτη και κύρια την Ελλάδα, της οποίας το χρέος είναι στο 210% του ΑΕΠ της, γεγονός που ίσως μας οδηγήσει σε νέα μνημόνια ή σε χρεοστάσιο. Η Δύση επιβάλλοντας οικονομικό πόλεμο στη Ρωσία στην ουσία πυροβολεί τα πόδια της! Η ΕΚΤ δίνει παραδοσιακά μεγάλη έμφαση στον πληθωρισμό. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της ΕΚΤ, ένας πληθωρισμός είναι υποφερτός όταν κυμαίνεται στο 2% περίπου. Πάνω από το 3,5% σίγουρα καθίσταται προβληματικός και πρέπει άμεσα να αναχαιτιστεί.
Πως αντιδρούν παραδοσιακά οι κυβερνήσεις απέναντι σε τέτοιες αυξήσεις στα καύσιμα; Μια πρώτη λύση είναι η επιβολή «πλαφόν» (ανώτατη επιτρεπόμενη τιμή) στις τιμές των καυσίμων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μάλιστα εισηγήθηκε κάτι τέτοιο να γίνει σε επίπεδο ΕΕ, υπό την αιγίδα της Κομισιόν. Κάποιοι τον αποκαλούν νεοφιλελεύθερο και τη Νέα Δημοκρατία ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα, όμως η επιβολή ανώτατης επιτρεπόμενης τιμής σε κάποιο αγαθό ή υπηρεσία είναι η αποθέωση του κρατικού παρεμβατισμού σε μια οικονομία της αγοράς. Αποτελεί ωμή παρέμβαση στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και δημιουργεί σοβαρές ελλείψεις στην αγορά του αγαθού στου οποίου επιβάλλεται. Επειδή η ανώτατη επιτρεπόμενη τιμή είναι πιο χαμηλή από την τιμή ισορροπίας της αγοράς, τότε δημιουργείται υπερβάλλουσα ζήτηση. Στην τιμή ισορροπίας- «εκκαθάρισης της αγοράς» – η συνολική ζητούμενη ποσότητα εξισώνεται με τη συνολική προσφερόμενη ποσότητα. Σε αυτή την τιμή (τιμή ισορροπίας της αγοράς), οι καταναλωτές μπορούν να βρουν και να αγοράσουν όλες τις ποσότητες του αγαθού που επιθυμούν και οι πωλητές όλες τις ποσότητες που δύνανται να προσφέρουν, και κανείς εκ των δυο δεν αλλάζει μονομερώς την οικονομική του συμπεριφορά. Μετά την επιβολή ανώτατης επιτρεπόμενης τιμής όμως, η συνολική ζητούμενη ποσότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από την συνολική προσφερόμενη ποσότητα και δημιουργούνται ελλείμματα/ελλείψεις στην αγορά του αγαθού. Εν ολίγοις μετά την επιβολή πλαφόν στα καύσιμα, οι καταναλωτές δεν θα βρίσκουν βενζίνη να βάλουν στα αυτοκίνητά τους και θα σχηματίζονται ουρές στα βενζινάδικα. Στο κάτωθι σχήμα παρουσιάζονται οι καμπύλες προσφοράς και ζήτησης στην αγορά της βενζίνης. Οι ποσότητες μετρούνται στον οριζόντιο άξονα και η τιμή της βενζίνης ανά λίτρο στον κάθετο άξονα.
Η τιμή ισορροπίας της αγοράς είναι η Ρ*, ας υποθέσουμε 3 ευρώ ανά λίτρο. Ο Μητσοτάκης εισηγείται να μπει τιμή πλαφόν Ρ1, ας υποθέσουμε 2 ευρώ το λίτρο. Σε αυτή την τιμή δημιουργείται υπερβάλλουσα ζήτηση, δηλαδή έλλειμμα στην αγορά της βενζίνης. Η συνολική ζητούμενη ποσότητα είναι Qd ενώ οι βενζινοπώλες στην τιμή Ρ1 προσφέρουν μόνο Qs. Το έλλειμμα που διαμορφώνεται είναι ίσον με Qd-Qs. Καθώς τα διυλιστήρια θα αγοράζουν ολοένα και ακριβότερα το πετρέλαιο, θα αυξάνουν τις τιμές χονδρικής και δεδομένη η σταθερή τιμή λιανικής θα εξανεμίζονται τα κέρδη των βενζινοπωλών. Κάποια θα εξέλθουν εκτός αγοράς. Θα ωφεληθούν μόνο οι τυχεροί καταναλωτές που θα προλάβουν να βρουν και να βάλουν βενζίνη στα 2 ευρώ. Οι υπόλοιποι θα γυρνάνε από βενζινάδικο σε βενζινάδικο και παντού θα γράφει SOLD OUT! Οπότε η επιβολή ανώτατης επιτρεπόμενης τιμής δεν αποτελεί λύση του προβλήματος.
Είναι προτιμότερο η Κυβέρνηση να χορηγήσει επιδόματα και να μειώσει τους άμεσους και έμμεσους φόρους. Η χορήγηση επιδόματος και η μείωση των άμεσων φόρων θα αυξήσουν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και θα αντισταθμιστεί η απώλεια του πραγματικού εισοδήματος που υπέστησαν εξαιτίας της ανόδου της τιμής των καυσίμων. Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης θα λειτουργήσει και θα οδηγήσει την αγορά των καυσίμων σε μια νέα κατάσταση ισορροπίας, όπου η τιμή της αγοράς θα εξισώσει την ζητούμενη με την προσφερόμενη ποσότητα. Στη νέα αυτή πιο υψηλή τιμή, οι καταναλωτές θα έχουν κίνητρο να ψάξουν υποκατάστατα (την τάση δηλαδή να υποκαταστήσουν το αγαθό που έγινε σχετικά ακριβότερο με άλλα αγαθά που είναι σχετικά φθηνότερα) και να κάνουν τις απαραίτητες προσαρμογές στον τρόπο ζωής τους. Η κυβέρνηση θα πρέπει να παροτρύνει τέτοιες ενέργειες. Παραδείγματος χάριν η κυβέρνηση μπορεί να παροτρύνει με επιδοτήσεις τις επιχειρήσεις να εγκαταστήσουν φωτοβολταϊκά ώστε να παράγουν οι ίδιες μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν στην παραγωγική τους διαδικασία. Η μείωση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, ΕΦΚ, χαράτσια και φόροι υπέρ τρίτων στα τιμολόγια του ρεύματος) θα προσδώσει τιμολογιακή ευελιξία στις εταιρίες. Αν μειωνόταν ή εξαλειφόταν ο ΕΦΚ στα καύσιμα, έστω για λίγους μήνες έως ότου βγούμε από τη συγκυρία, η τιμή της βενζίνης θα έπεφτε από τα 2 ευρώ που είναι σήμερα στο 1,20.
Το επιχείρημα του Άδωνι Γεωργιάδη ότι αν μειωθεί ο ΕΦΚ στα καύσιμα θα ευνοήσει τους πλουσίους που έχουν τις Πόρσε Καγιέν, είναι ένα βλακώδες και επικίνδυνο επιχείρημα. Ο πλούσιος δεν ενδιαφέρεται αν το σουπερμάρκετ του κοστίσει 50-100 ευρώ παραπάνω ή αν χρειαστεί 50 ευρώ παραπάνω για να γεμίσει το ρεζερβουάρ της Πόρσε Καγιέν. Τον φτωχό όμως, η αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, τον τσακίζουν! Το 80% του εισοδήματος του φτωχού πηγαίνει για να καλύψει δαπάνες στέγασης, τροφής θέρμανσης και μετακινήσεων. Η απώλεια αγοραστικής δύναμης εξαιτίας της ανόδου των τιμών των καυσίμων και των τροφίμων θα τον φτάσει στα όρια της εξαθλίωσης.
Γιατί η κυβέρνηση δεν μειώνει τους άμεσους και έμμεσους φόρους και γιατί δεν χορηγεί επιδόματα; Διότι κάτι τέτοιο δημοσιονομικά κοστίζει: μειώνει τα όποια πρωτογενή πλεονάσματα ή διογκώνει τα υπάρχοντα πρωτογενή ελλείμματα. Για το δημοσιονομικό έτος 2022 οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι στο υπάρχον Δημόσιο Χρέος της χώρας ανέρχονται στα 18 δισεκατομμύρια ευρώ, ένα υπέρογκο ποσό που αντιστοιχεί στο 10,3% του ΑΕΠ της χώρας. Ένα τέτοιο ποσό η Ελλάδα δεν μπορεί να το αντλήσει από τις κεφαλαιαγορές για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της. Τα μνημόνια και ο κίνδυνος χρεοκοπίας δεν έφυγαν ποτέ από τη χώρα και ο βραχνάς του υδροκέφαλου Δημοσίου χρέους συνεχίζει να πιέζει την πραγματική οικονομία. Ένα κομμάτι της εξυπηρέτησης του χρέους θα καλυφθεί με έκδοση ειδικών ομολόγων και ένα άλλο θα καλυφθεί από τους φορολογούμενους. Γι` αυτό το λόγο δεν μειώνουν τους φόρους σε όλα τα αγαθά που εμφανίζουν μια εξαιρετικά ανελαστική ζήτηση (όπως στη βενζίνη, το πετρέλαιο θέρμανσης, το πετρέλαιο κίνησης, την ηλεκτρική ενέργεια, τα τσιγάρα, τα ποτά κτλ), διότι αυτά είναι εξαιρετικές πηγές είσπραξης φόρων και αύξησης των κρατικών εσόδων. Γι` αυτό και συνεχίζει να υπάρχει και ο ΕΝΦΙΑ εξάλλου. Για να πληρώνονται οι δανειστές της χώρας, ενός Δημοσίου χρέους το οποίο είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο και δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί κίνδυνο επιβίωσης του ελληνικού έθνους. Η παγκόσμια αναταραχή που προκλήθηκε από τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης προς τη Ρωσία, από την συνεπακόλουθη μείωση της προσφοράς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, θα καταστήσουν φειδωλούς και σκεπτικιστές τους θεσμικούς επενδυτές προς τα ομόλογα δανεισμού των δημοσιονομικά προβληματικών χωρών, όπως είναι η Ελλάδα, και αυτό θα εκτινάξει το κόστος δανεισμού των εν λόγω χωρών.
Μιχάλης Δέλτας
Οικονομολόγος