«Ὅλα τά εἶχα προβλέψει, τά εἶχα σκεφθεῖ, ὅλα ἐκτός ἀπό τήν τρέλλα τῶν Ἑλλήνων». Εἶναι λόγια τοῦ Νικολάου Ἰβανώφ, ἀντιστρατήγου, διοικητῆ τῆς 2ης Βουλγαρικῆς Στρατιᾶς, μετά τήν ἥττα του στό Κιλκίς. Χωρίς νά τό γνωρίζει ὁ Βούλγαρος στρατηγός ἐπαναλαμβάνει τά λόγια τοῦ θρυλικοῦ Γέρου τοῦ Μοριά, τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πού ἔλεγε λίγα χρόνια μετά τήν ἁγιασμένη Ἐπανάσταση τοῦ ’21: «Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἠμεῖς, ἄν δέν ἤμεθα τρελλοί, δέν ἐκάναμεν τήν ἐπανάστασιν, διατί ἠθέλαμεν συλλογισθῆ πρῶτον διά πολεμοφόδιαν, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθῆκες μας, τά μαγαζιά μας, ἠθέλαμεν λογαριάσει τήν δύναμιν τῆν ἐδικήν μας, τήν τούρκικη δύναμη. Τώρα ὅπου ἐνικήσαμεν, ὅπου ἐτελιώσαμεν μέ καλό τόν πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, ἐπαινόμεθα. Ἄν δέν εὐτυχούσαμεν, ἠθέλαμεν τρώγει κατάρες ἀναθέματα…» («Ἅπαντα περί Κολοκοτρωναίων», ἐκ. «ΙΔΕΒ», σελ. 215) Ναί, ἡ ἴδια «τρέλλα», ὁ ἡρωισμός, ἡ «νηφάλιος μέθη» τῶν Ἑλλήνων, φανερώθηκε καί στή Σαλαμίνα καί στήν Πόλη καί στό Μεσολόγγι καί στό ἔνδοξο ’40.
Ἡ ελληνική ἱστορία ἔχει μία ἰδιοτυπία, μοναδική ἴσως στήν οἰκουμένη. Εἶναι ἱστορία ἀδιάλειπτων ἀγώνων γιά ἐπιβίωση. Μῆλον τῆς ἔριδος οἱ γεωγραφικές ἑστίες του στή συμβολή δύο ἠπείρων, ἀντιμετωπίζουν εἰσβολές, ἐπιθέσεις, κατοχές καί φρικτές σκλαβιές, ἐρημώσεις κατά τήν διάρκεια ἀδιάκοπων ἐπεκτατικῶν ἐξορμήσεων ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Ὅλοι τίς διεκδικοῦν, ὅλοι τίς ποδοπατοῦν μέ τά στίφη τους. Ἀλέθεται ὁ Ἑλληνισμός, ἡ «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» στίς μυλόπετρες τῆς ἱστορίας, ἀλλά «… ἰδού ζῶμεν». Ή, ὅπως ὡραία τό διατύπωσε ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης στά «ἀπομνημονεύματά» του: «Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὡς τώρα, ὅλα τά θερία πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέν μποροῦνε· τρῶνε ἀπό μας καί μένει καί μαγιά…».
Ἀπό τήν ἴδια τήν μαγιά τῶν ἡρώων τοῦ ’21 ἦταν φτιαγμένοι καί οἱ μαχητές τῶν Βαλκανικῶν πολέμων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συνέχεια τῆς μεγάλης Ἐπανάστασης. Ἑκατό περίπου χρόνια μετά, τό Γένος, ἑδραζόμενο στήν λαϊκή ὁμοψυχία: «Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας… χαλαπούς εἶναι περιγίγνεσθαι», ὅταν ὁμονοοῦν οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀνίκητοι διαλαλεῖ ὁ Ἡρόδοτος («Ἱστορία» ΙΧ, 2) χάρις καί στήν θυσία τῶν παλληκαριῶν τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, διπλασιάζει τά φτερά του.
Οἱ Βαλκανικοί Πόλεμοι τοῦ 1912-13 εἶναι ἀπελευθερωτικοί πόλεμοι. Καί ὁ στρατός μας ἐλευθέρωνε σκλάβους Ρωμηούς, οἱ ὁποῖοι γιά 500 καί πλέον χρόνια διατήρησαν ἄσβεστη τήν ἐθνική τούς συνείδηση, γιατί –αναμφίλεκτη ἀλήθεια αὐτό– κρατήθηκαν ἀπό «τό ἄμφιο» τῆς ἑλληνοσώτειρας Ἐκκλησίας μας.
Στίς 30 Αὐγούστου τοῦ 1907 ὁ λαός τῆς Δράμας ἀποχαιρετᾶ τόν ἐθνο-ιερομάρτυρα Ἐπίσκοπο Χρυσόστομο, πού ὅδευε γιά τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, τήν αἱματοκυλισμένη Σμύρνη. Λίγο πρίν τήν ἐπιβίβασή του στό τρένο, ὁ δημογέροντας Νίκας, προσφωνόντας τον, ὑψώνει τήν φωνή του, ὀρθώνει τήν λεβέντικη κορμοστασιά του, ἀτενίζει ἀγέρωχα τόν ποιμενάρχη καί τοῦ φωνάζει: «Δέσποτα, μᾶς παρέλαβες λαγούς καί μᾶς ἔκαμες λιοντάρια. Μείνε ἥσυχος. Θά γίνει τό θέλημά σου.» (Ν. Βασιλειάδη: «Γιά τήν Ἐλευθερία», σελ. 265) Ἡ Ἐκκλησία στάθηκε ὁ Κυρηναῖος τοῦ Γένους σ’ ὅλη τήν πολυαίωνη σκλαβιά, αὐτή, μέ τούς ἀτρόμητους Μητροπολίτες της, ἦταν ἡ ψυχή τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Ἄς τό θυμοῦνται αὐτό ὅσοι ἐκκλησιομάχοι κουνοῦν σήμερα τό δάχτυλο καί βυσσοδομοῦν κατά τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας.
Ἔλεγε μεταξύ ἄλλων ὁ μεγάλος λογοτέχνης μας Στρατής Μυριβήλης, σέ ὁμιλία του, τό 1953: «Σάν ἔπεσε τό Βυζάντιο, ἡ Ἐκκλησία ἀντικατέστησε τόν τσακισμένο κρατικό ὀργανισμό σάν ὑποκατάστατος μηχανισμός τῆς ἐθνικῆς ἑνότητας. Τά σύμβολα τῆς Αὐτοκρατορίας τά κράτησε ἡ Ἐκκλησία καί τά διατήρησε μέσα στούς μαύρους αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς. Καί μέσα σ’ αὐτούς τούς φοβερούς αἰῶνες, αὐτή στάθηκε τό πνευματικό καί ἐθνικό κέντρο τῆς μαρτυρικῆς φυλῆς. Ἐνάντια στούς ἀρχηγούς της ξέσπαγε κάθε ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τόσο ἀπό μέρους τῶν κατακτητῶν, ὅσον καί ἀπό μέρους τῶν Φράγκων. Καί σωστά τόπανε, πώς σέ πολλές κρίσιμες ὧρες τό ράσο στάθηκε ἡ ἐθνική σημαία τῆς Ἑλλάδας στά χρόνια της σκλαβιᾶς. Σ’ αὐτό τό διάστημα, ἑκατοντάδες χιλιάδες Ἕλληνες χάθηκαν γιά τό ἑλληνικό ἐθνικό σύνολο. Ποιοί ἦταν αὐτοί; Ἦταν ὅλοι ὅσοι μέ τή βία ἤ μέ τόν φόβο ἄφησαν τή θρησκεία τους.» Συμπέρασμα ἀδιάσειστο: «Ἄν ὑπάρχουμε σήμερα σάν ἑλληνική φυλή, εἶναι γιατί κρατηθήκαμε ἀπό τό ἄμφιο τῆς Ἐκκλησίας μας ὅλα αὐτά τά χρόνια».
(Ὁ Μυριβήλης πολέμησε στούς Βαλκανικούς πολέμους καί τραυματίστηκε. Ὅταν ὁ πατέρας του ἔμαθε στή Λέσβο τό νέο, ἀπό τή χαρά του κέρασε ὅλο τό χωριό. «Ἄλλοι καιροί, ἄλλα ἤθη». Τότε μεγαλουργοῦσαν οἱ καρδιές, τώρα μεγαλουργοῦν τά χρήματα, ὅπως ἔλεγε ὁ Κανάρης).
Ἔτσι φτάσαμε στούς Βαλκανικούς πολέμους καί στήν τριήμερη μάχη τοῦ Κιλκίς, στίς 19-21 Ἰουνίου τοῦ 1913 πού φέτος τιμοῦμε τά ἑκατόχρονα ἀπό τήν διεξαγωγή της. Ἡ μάχη τοῦ Κιλκίς – Λαχανά, ἤ δίδυμη μάχη ὡς εἴθισται νά λέγεται, ἦταν ἡ πρώτη ἀποφασιστική σύγκρουση μεταξύ τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Βουλγάρων κατά τόν Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (Β’ ΒΠ) ὑπῆρξε ἡ πιό κρίσιμη καί ἡ πλέον φονική μάχη, ὄχι μόνο τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων, ἀλλά καί τῆς νεότερης ἐλλληνικῆς ἱστορίας. Χάρις στήν νίκη τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος, τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, ἀκόμη καί ἡ Κρήτη καί ἡ Θράκη ἑνώθηκαν ὁριστικά μέ τό λυμφατικό τότε ἑλληνικό κράτος καί απετράπη ἡ προσπάθεια τῶν Βουλγάρων νά ὑλοποιήσουν το ὄνειρο τῆς «Μεγάλης Βουλγαρίας» (Συνθήκη Ἁγίου Στεφάνου, 1878).
Ἔλεγε ὁ ἀθηναιογράφος λογοτέχνης Δημήτρης Καμπούρογλου: «Ὅλα τά ἔθνη γιά νά προοδεύσουν πρέπει νά βαδίσουν ἐμπρός πλήν τοῦ ἑλληνικοῦ πού πρέπει νά στραφεῖ πίσω», ὄχι βέβαια ὡς στείρα προγονολατρία ἀλλά ὡς μελέτη τῶν τιμαλφῶν ἀξιῶν τοῦ Γένους, μέ σκοπό τήν παιδαγωγία κυρίως τῶν νέων. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ σπουδή τῆς ἱστορίας ἐμφυσεῖ στό παιδί ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, τοῦ προσφέρει πρότυπα ζωῆς, τοῦ γνωρίζει τά ἐλλατώματα καί τά προτερήματα τοῦ Γένους, ἐνεργεῖ, μ’ ἕναν λόγο, ἐντός του διαπλαστικά, ὡς κατ’ ἐξοχήν παράγοντας αὐτοσυνειδησίας. Καί δή τί καλύτερο παράδειγμα φιλοπατρίας ἀπό τήν μάχη τοῦ Κιλκίς, τήν ὁποία ἐν συντομία θά ἐξιστορήσουμε, ἐπιμένοντας κυρίως στά βιώματα αὐτήκοων καί αὐτοπτῶν μαρτύρων.
Τό ἀθάνατο ἔπος
Τό κίνημα τῶν Νεοτούρκων (Ιούνιος τοῦ 1908) κι ὁ κίνδυνος νά ἐξοντωθοῦν ἀπό τήν τουρκική μισαλλοδοξία ὅλοι οἱ Χριστιανοί τῆς Μακεδονίας καί τῆς Θράκης, ὁδήγησε τό 1912 τούς Ἕλληνες, τούς Βούλγαρους, Σέρβους καί Μαυροβούνιους νά ξεχάσουν προσωρινά τίς διαφορές τους καί νά συσσωματωθοῦν κατά τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος ἔληξε νικηφόρος γιά τά βαλκανικά κράτη, ὅμως οἱ Βούλγαροι «ἐμνήσθησαν ἡμερῶν ἀρχαίων», ξαναθυμήθηκαν τόν χάρτη τῆς Μεγάλης Βουλγαρίας καί νόμισαν ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα νά πραγματοποιήσουν τά παλιά χιμαιρικά τους σχέδια εἰς βάρος καί τῆς Σερβίας καί τῆς Ἑλλάδας. Ἡ ἀπληστία τῆς Βουλγαρίας, ἡ ὑπερφίαλη συμπεριφορά της πρός τούς συμμάχους κι ἕνα πλῆθος ἀπό δόλιες ἐνέργειες, ἔστρεψαν τήν Ἑλλάδα καί τήν Σερβία ἐναντίον της καί ὁδήγησαν στόν Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο (Β’ ΒΠ).
Στίς 19 Μαίου τοῦ 1913 ὑπεγράφη στη Θεσσαλονίκη ἡ συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ἑλλάδας καί Σερβίας γιά νά ἀντισταθμίσει τίς ἐνέργειες τῶν Βουλγάρων, πού συγκέντρωναν μυστικά τό στρατό τους, γιά νά χτυπήσουν αἰφνιδιαστικά τούς πρώην συμμάχους τους. Μία τελευταία προσπάθεια τῶν κυβερνήσεων Ἑλλάδας καί Σερβίας, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ σύγκρουση, ματαίωσαν οἱ ἴδιοι οἱ Βούλγαροι μέ τήν ἀξίωσή τους νά ἁπλωθοῦν σ’ ὁλόκληρη τή ΝΔ Μακεδονία, τήν ὁποία κατεῖχε ὁ ἑλληνικός στρατός. Ἔτσι ὁδηγήθηκαν τα πράγματα στήν σύγκρουση.
Στίς 16 Ἰουνίου τοῦ 1913 οἱ Βούλγαροι, ἀφοῦ μετέτεφεραν τίς περισσότερες δυνάμεις τους ἀπό τή Θράκη στή Μακεδονία πρός τήν πλευρά τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Σέρβων ἄρχισαν σφοδρότατη ἐπίθεση. Γιά τούς Ἕλληνες καί τούς Σέρβους δέν ἀπέμενε παρά μονάχα ἡ γενική ἀντεπίθεση. Ἀλλά πρίν ἀπό κάθε ἄλλη ἐνέργεια ὁ στρατός μας ξεκαθάρισε τήν Θεσσαλονίκη ἀπό τούς Βουλγάρους, πού μέ δόλο εἶχαν εἰσδύσει στήν πρωτεύουσα τῆς Μακεδονίας, ἀπό τήν ἡμέρα κιόλας τῆς ἀπελευθέρωσής της. Καί ὕστερα ἄρχισαν οἱ μεγάλες ἐπιχειρήσεις. Καί πρώτη στή σειρά ἡ ἔνδοξη μάχη τοῦ Κιλκίς.
Τό Γενικό Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ στήν ἔξοχη πολύτομη ἔκδοσή του, πού ἐπιγράφεται «ὁ Ἑλληνικός στρατός κατά τούς Βαλκανικούς Πολέμους τοῦ 1912-1913 (Ἀθήνα, 1932)» περιγράφει μέ θαυμαστό καί ἀναλυτικό τρόπο ὅλες τίς φάσεις τῆς πολεμικῆς ἐκείνης ἐπιχείρησης, πού δόξασε γιά μία φορά ἀκόμη τά ἑλληνικά ὄπλα καί ὑπῆρξε θέατρο ἀσύγκριτων ἡρωισμῶν τῶν ἀξιωματικῶν καί τῶν ἀνδρῶν τοῦ στρατοῦ μας.
Στά νότια του Κιλκίς ἤσαν γερά ὀχυρωμένοι οἱ Βούλγαροι καί 4 μεραρχίες τοῦ κέντρου τούς χτύπησαν δυνατά στίς 19 Ἰουνίου 1913. Στίς 20 Ἰουλίου, δεύτερη μέρα της μάχης, τό Γενικό Στρατηγεῖο πρόσταξε γενική ἐπίθεση ἀπό τήν αὐγή σέ ὅλο τό μέτωπο. Κι ἐνῶ στό δεξιό ἄκρο τοῦ μετώπου ἡ 7η Μεραρχία ἀνέτρεψε τούς ἀπέναντι ἐχθρούς της καί μπῆκε στή Νιγρίτα, οἱ μεραρχίες τοῦ κέντρου προχωροῦν πρός τό Κιλκίς μέ πολύ ἀργό ρυθμό, γιατί ἡ ἄμυνα τῶν Βουλγάρων, πού ἔκαναν συνεχῶς ἰσχυρές ἀντεπιθέσεις, ἦταν ἀποφασιστική καί πεισματώδης. Στόν τομέα τοῦ Λαχανά ἡ 1η Μεραρχία (στρατηγός Μανουσογιαννάκης) προχώρησε πιό γρήγορα πρός τίς νότιες προσβάσεις τῆς ὀχυρωμένης τοποθεσίας καί κυρίευσε καί 6 ἐχθρικά κανόνια.
Τό δειλινό τῆς 20ης Ἰουνίου ἡ κατάσταση εἶναι πολύ κρίσιμη. Ἡ ἀντίσταση τῶν Βουλγάρων εἶναι λυσσαλέα. Τό ἑλληνικό πεζικό ἔπρεπε νά τούς βγάζει μέ τίς λόγχες ἀπό τά χαρακώματά τους καί οἱ ἀπώλειες ἦταν τεράστιες. Τό Γενικό Στρατηγεῖο ἔστειλε νέα διαταγή στίς Μεραρχίες τοῦ κεντρικοῦ μετώπου νά κυριεύσουν «πάση θυσία» τό Κιλκίς, πρίν σκοτεινιάσει. Ἡ 2η Μεραρχία (στρατηγός Καλάρης) σέ ἐκτέλεση τῆς διαταγῆς ἐνήργησε νυκτερινή ἐπίθεση. Μέ ἐπικό ἀγώνα, φοβερές ἀπώλειες (οἱ περισσότεροι ἀξιωματικοί τέθηκαν ἐκτός μάχης). Ἀνατρέποντας τήν μία μετά τήν ἄλλη τίς 3 γραμμές ἄμυνας τῶν Βουλγάρων, στίς 9:40 τό πρωί τῆς 21ης Ἰουνίου, ἡ γαλανόλευκη κυματίζει στήν πόλη καί περιχαρής ὁ διοικητής στρατηγός Καλάρης τηλεγραφεῖ στό Γενικό Ἐπιτελεῖο: «Ἀγγέλω νίκην Κιλκίς. Ἐχθρός ὑποχωρεῖ ἐγκαταλείψας ὀχυρωμένας θέσεις…» Τό κάστρο τοῦ Βουλγαρισμοῦ πάρθηκε. Ἀλλά μέ πόσες θυσίες! Κατά ἀνακοίνωση τοῦ Στρατηγείου οἱ ἀπώλειες ἀνῆλθαν σέ 10.000 νεκρούς καί τραυματίες. (Ὁ Γαβριήλ Συντομόρου, στό βιβλίο τοῦ «Σαραντάπορο, Κιλκίς, Λαχανᾶς: οἱ πρῶτες μας νίκες», ἔκδ. Ζῆτρος, γράφει: «Στήν πραγματικότητα οἱ ἀπώλειες αὐτές δέν πρέπει νά ξεπέρασαν τούς 8.670 νεκρούς καί τραυματίες, σέ σύνολο περίπου 110.000 περίπου ἀνδρῶν τῶν 8 Μεραρχιῶν καί τῆς Ταξιαρχίας Ἱππικοῦ, πού πῆραν μέρος στή τριήμερη μάχη Κιλκίς – Λαχανά). Εἶναι χαρακτηριστικό της μάχης ὁ θάνατος 10 διοικητῶν μονάδων, οἱὁποῖοι πρόβαλλαν τήν προσωπική τους συμπεριφορά καί ἐθελοθυσία ὡς παράδειγμα μίμησης στούς ἄνδρες τους. Παραθέτουμε τά ὀνόματα τῶν ἡρώων, τιμώντας ἔτσι καί τούς χιλιάδες «ἀγνώστους στρατιῶτες» τους, πού πάντοτε θά τούς εὐγνωμονεῖ τό ἔθνος μας: Καμάρας, Καμπάνης, Παπακυριαζῆς, Κορομηλᾶς, Καραγιαννόπουλος, Διαλέτης, Κουτήφορης, Κατσιμήδης, Χατζόπουλος, Ἰατρίδης… Αἰωνία ἡ μνήμη… Τά «κόκκαλα» τους τά ἱερά πότισαν τήν λευτεριά μας.
Μαθητής μικρός τήν δεκαετία τοῦ 30, ὁ Σ. Λίβας, μετέπειτα στρατιωτικός γιατρός, ἔγραψε τίς ἀναμνήσεις του, μέ τίτλο «Ἡ παλιά, μικρή μας πόλη». Σέ κείμενο μέ τίτλο «οἱ Μαχητές τοῦ Κιλκίς», γράφει τά ἑξῆς συγκινητικά:
«Ἕνα ἀπέραντο «Ἐθνικό Νεκροταφεῖο», πού κρύβει στά σπλάχνα τοῦ τά κορμιά χιλιάδων παλληκαριῶν, εἶναι ὁ τόπος μας. Καί πάνω στά κορμιά αὐτά στήθηκαν τά θεμέλια αὐτῆς τῆς πόλης. Καί τό σιτάρι πού φτιάχνει τό ψωμί μας, θεριεύει καί μεστώνει ρουφώντας ἀπό τή γῆ αἷμα ἀντί για νερό. Κάθε λόφος γύρω μας κι ἕνας «κρανίου τόπος». Κάθε χωράφι κι ἕνας «ἀγρός αἵματος» για νά χρησιμοποιήσω τοῦ χαρακτηρισμούς τοῦ Εὐαγγελίου πού τόσο ταιριάζουν στήν περίπτωση».
Τά πρῶτα χρόνια, τ΄ ἀλέτρια πού ὄργωναν τή γῆ, ἔφεραν στήν ἐπιφάνεια λευκά κόκκαλα «κόκαλα Ἑλλήνων ἱερά», ἀντάμα μέ σκουριασμένες ξιφολόγχες καί δερμάτινες παλάσκες, περασμένες σέ ζωστῆρες πού ἔζωναν, κάποτε λυγερά σώματα παλληκαριῶν. Κι ὅλοι μας λίγο – πολύ, ἔχουμε νά θυμόμαστε πώς κάποτε, σκάβοντας τίς αὐλές τῶν σπιτιῶν μας εἴχαμε βρεῖ σκουριασμένα ὄπλα κι ἀνθρώπινα κρανία. Σάν στοιχειωμένος ἔμοιαζε ὁ τόπος μας καί τά παιδιά φοβόταν νά βγοῦν τό βράδυ ἀπό τά σπίτια τους.
Θυμᾶμαι τούς πρώτους περιπάτους πού κάναμε μέ τό νηπιαγωγεῖο, ἐκεῖ κοντά στούς πρόποδες τοῦ Ἀη- Γιώργη. «Ἡ δασκάλα μᾶς ἔλεγε ὅτι οἱ παπαροῦνες στόν τόπο μας, εἶναι πιό κόκκινες ἀπό ἀλλοῦ, γιατί παίρνουν τό χρῶμα τους ἀπό τό αἷμα τῶν σκοτωμένων παλληκαριῶν. Κι ἐμεῖς διστάζαμε νά τίς κόψουμε, ἀπό φόβο, μήπως καί ματώσουμε τά χέρια μας…» (σελ. 179).
Μαρτυρίες πρωταγωνιστῶν
Μεταξύ τῶν ἡρώων διοικητῶν συνταγμάτων πού ἔπεσαν στήν μάχη τοῦ Κιλκίς, εἶναι καί ὁ Ἀντώνιος Καμπάνης, διοικητής τοῦ 8ου Συντάγματος τῆς 4ης Μεραρχίας. Τόν ἴδιο καιρό ὁ γιός τοῦ Δημήτριος, ὑπηρετεῖ καί αὐτός ὡς στρατιώτης. Στό βιβλίο τοῦ «Ἀναμνήσεις τοῦ Πολέμου καί τῆς Εἰρήνης» περιγράφει τήν σκηνή πού σπεύδει γιά τόν «τελευταίο ἀσπασμόν» τοῦ ἠρωϊκοῦ σκηνώματος τοῦ γονιοῦ του. Φτάνει στή μεγάλη σκηνή πού ἦταν τό χειρουργεῖο τῆς IV Μεραρχίας:
«Μπῆκα στή σκηνή καί πάνω σ’ ἕνα φορεῖο είδα τόν πατέρα. Εἶχε τά μάτια ἀνοιχτά. Τό πρόσωπο γελαστό καί εὐχαριστημένο. Μόνο τό στῆθος του ἦταν γεμάτο τρύπες. Στά χέρια του φοροῦσε γάντια καλοκαιρινά χακί, ἀλλά ὅπως ἦταν σκισμένα καί κρεμασμένα, κατάλαβα ὅτι εἶχαν κοπεῖ τά δάχτυλά του. Ἀργότερα, ὅταν εἶδα τά κιάλια του, πού ἦταν καί αὐτά γεμάτα βλήματα, ἀντελήφθηκα πώς ἡ ὀβίδα εἶχε σκάσει τήν ὥρα πού τά σήκωνε, γιά νά παρατηρήσει τίς ἐχθρικές θέσεις.
Τό θέαμα γιά μένα ἦταν τραγικό, ἀλλά μεγαλύτερη ἀκόμη συγκίνηση μοῦ προξένησαν οἱ ἑκατοντάδες τραυματίες τοῦ Συντάγματός του, πού περνοῦσαν καί τόν ἀσπάζονταν κλαίγοντας. Ἄκουσα μερικούς νά λένε: Ἦταν αὐστηρός, ἀλλά δίκαιος καί ἀγαποῦσε τούς ἄνδρες του».
Νομίζω πώς ὁ ἐπικήδειος αὐτός, ἄν μποροῦσε νά τόν ἀκούσει, θά τόν εἶχε ἀπολύτως ἱκανοποιήσει. Γιατί πραγματικά πρόσεχε ξεχωριστά τους ἄνδρες του, καί γιά νά προστατεύσει τή ζωή τούς εἶχε σκοτωθεῖ ὁ ἴδιος» (σελ. 123).
Μέ τέτοιους ἄξιους ἡγήτορες φθάσαμε στή νίκη. Ἕνας στρατός γενναίων μέ ἀρχηγούς «λιοντάρια» πῶς νά μήν ἀνέλθει στήν κορυφή τῆς δόξης καί τῆς ἀθανασίας.
Τό 1964 ἐκδίδεται τό «Ἀναμνηστικό Λεύκωμα» ἐπί τή 50/ἐτηρίδι ἀπό τῆς μάχης τοῦ Κιλκίς. Στήν σελίδα 44 διαβάζουμε: «Ἦταν δύο σύγγαμβροι ἀπό τήν Κύμη τῆς Εὐβοίας, ὁ συνταγματάρχης Ἰωάννης Παπακυριαζής καί ὁ ταγματάρχης Ἰωάννης Βελισσαρίου. Καί οἱ δύο λεβέντες. Τά ἀνδραγαθήματα τους ὑπῆρξαν ἀπό τά φωτεινότερα δείγματα ἀτομικῆς γενναιότητος. Οἱ δύο αὐτοί συγγενεῖς εἶχαν τσακωθῆ… σάν σύγγαμβροι πού ἤσαν. Στήν μάχη τοῦ Κιλκίς βρέθηκαν οἱ μονάδες τους νά πολεμοῦν πλάι- πλάι καί ὁ συναγωνισμός τῶν δύο τσακωμένων ἔφθασε στό ἀποκορύφωμα.» Στήν τελευταία μάχη, ὅπως ἀναφέρει ὁ στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος στά ἡμιτελῆ ἀπομνημονεύματά του, ἐπῆλθε τό δράμα «…Ἤρξατο τότε σφοδρότατος καταιγισμός πυρός, κατά τήν διάρκειαν τοῦ ὁποίου οἱ 6 λόχοι τοῦ Βελισσαρίου, προχωροῦντες ταχέως ἔφθασαν εἰς ἀπόστασιν ἑφόδου ἀπό τῆς πρώτης γραμμῆς τῶν βουλγαρικῶν ὀρυγμάτων. Καί εἶδον τό ἀλησμόνητον θέαμα τῆς ἑφόδου τῶν 6 εὐζωνικῶν λόχων τοῦ Βελισσαρίου, οἱ ὁποῖοι καθ’ ἄς εἶχον ὁδηγίας ὑπό τοῦ διοικητοῦ των, ἔβαλον αἰφνιδίως ταχύτατον ὀλιγόλεπτον πῦρ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, μετά τό ὁποῖον ὤρμησαν ἀκάθεκτοι καί μέ βροντώδεις ἀλαλαγμούς ἐναντίον τῶν ἐπί τῆς πρώτης ὀφρύος τοῦ λόφου βουλγαρικῶν χαρακωμάτων. Ἡ γραμμή τῶν ἐφορμούντων λόχων μέ τάς ἀπαστραπτούσας ὑπό τόν ἥλιον ὑπερχιλίας λόγχας ὠμοίαζεν πρός χαλύβδινην ταινία, ἡ ὁποία ἀπειλητική ἐπήρχετο ἐναντίον τῶν ἐχθρικῶν ὀρυγμάτων. Ὁ ἀγών ὑπῆρξεν μεγαλειώδης. Οἱ Βούλγαροι ἀνετράπησαν ἤ ἐξοντώθησαν διά τῆς λόγχης. Αὐτό ἦτο τό μεγαλύτερον κατόρθωμα τοῦ Βελισσαρίου καί μέ δικαίαν ὑπερηφάνειαν ἐφώναξεν εἰς τόν λοχαγόν Ζήραν, ἄλλον γενναῖον, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσεν εἰς τό σύνταγμα τοῦ Παπακυριαζῆ, τοῦ μπατζανάκη τοῦ Βελισσαρίου.
–Βρέ Ζήρα, ποῦ εἶναι ὁ διοικητής σου νά δή;
–ΖΗΡΑΣ. Σκοτώθηκε…
Εἶχε πέσει πρό ὀλίγου μόλις, μαχόμενος μέ τόν ἴδιον ἀπαράμμιλον τρόπον. Καί τότε τό πρόσωπον τοῦ συγγάμβρου «ἐμαύρισεν ἀπό τό πένθος». Ἔβγαλε τό πηλήκιόν του, ἔκαμε τόν σταυρό του, ἐδάκρυσεν καί ἐτράβηξεν μπροστά μέ περισσοτέραν ὁρμήν. Ἐκεῖ παρακάτω στή Τζουμαγιά, στό ὑψόμετρο 1378, τόν περίμενε κι’ αὐτόν ὁ Χάρος».
Ἕνα ἐξαιρετικό βιβλίο, πραγματικός θησαυρός, πού ἀναφέρεται στή μάχη τοῦ Κιλκίς εἶναι τοῦ π. Δημητρίου Καλλίμαχου, ἐθελοντή ἱεροκήρυκος τῆς Ἐ’ Μεραρχίας. Ὁ Καλλίμαχος παρακολουθεῖ ἐκ τοῦ σύνεγγυς τήν μάχη παίρνει μέρος σ’ αὐτήν, ἐμψυχώνει τούς στρατιῶτες, παρηγορεῖ τούς πληγωμένους καί ἀναλαμβάνει, πολλές φορές, τό βαρύ καθῆκον τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν πολεμιστῶν. Τό 1942, ἐξέδωσε στή Νέα Ὑόρκη τίς ἐμπειρίες του, σέ βιβλίο μέ τίτλο: «Ἀθάνατη Ἑλλάς» Ἀπό τό ἔξοχο αὐτό πόνημα, ἀποσποῦμε κάποιες σελίδες του, στίς ὁποῖες μοσχοβολᾶ ἡ πίστη καί ἡ φιλοπατρία τοῦ στρατοῦ μας. Στήν μακραίωνη ἱστορία μας πάντοτε τό Γένος ἀγωνίζεται «ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος» καί ματαιοπονοῦν ὅσοι θέλουν νά χωρίσουν τά δύο αὐτά «ριζιμιά λιθάρια» τοῦ ἱστορικοῦ μας βίου. Ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ἡ φωνή τοῦ Μακρυγιάννη μᾶς κανοναρχεῖ: «Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί ἡ θρησκεία εἶναι τό πᾶν… Καί τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μέ πατριωτικά αἰσθήματα· τό ἐναντίον λέγονται παλιόμαθες τῶν ἐθνῶν καί βάρος τῆς γης.»
Περιγράφει ὁ Καλλίμαχος τόν θάνατο τοῦ ἥρωα Καμάρα, τήν στιγμή πού τραυματίζεται, μπροστά καί ὄρθιος, θανάσιμα:
«Γονατίζει ὁ εὐγενικός συνταγματάρχης καί μέ τό λάμπον ξίφος του ἀκόμη εἰς τά χέρια ἀπευθύνει τόν τελευταῖον πρός τούς ἄνδρας του χαιρετισμόν:
–Θάρρος παιδιά, θάρρος, γενναῖοι μου!
Τό αἷμα τρέχει κρουνηδόν ἀπό τό τραῦμα καί ο Καμάρας σωριάζεται:
–Πονῶ, πονῶ πολύ, καίομαι…
Ὅταν μετεφέρετο πρός τά χειρουργεῖα, ἀτενίσας διά τελευταίαν φοράν τούς ἄνδρας του ἐδάκρυσε καί εἶπε:
–Ἄχ, πού σ’ ἀφήνω, σύνταγμά μου. Σᾶς χαιρετῶ, καλά μου παλληκάρια, καί μέ τήν εὐχήν μου ὅλοι ἐμπρός νά δοξάσετε τήν τιμημένη μας πατρίδα!
Καί τώρα ζῆ εἰς τήν ἀθανασίαν ὁ ἀλησμόνητος Καμάρας μας, ἰδεώδης τῦπος ἀνθρώπου καί στρατιώτου, ἐπιβαλλόμενος μᾶλλον μέ τήν ἀπέραντον καλοκαγαθίαν τοῦ πατρός, παρά μέ τήν συνηθισμένην τραχύτητα τοῦ στρατιωτικοῦ.
Εὐσεβής, φιλεύσπλαχνος, ἀγαθώτατος, εὐθύς καί εἰλικρινής καί πράος, ἠδύνατο νά εἶναι καί ἰδεώδης τύπος λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου. Εἰς τά Βοδενά, ὅπου ἔμεινεν ἐπί μήνας τό σύνταγμά του, ἔγινεν ἱεροφάντης τῆς Ἑλληνικῆς Ἰδέας, προσηλυτίζων τά ἑτερογενῆ στοιχεῖα μέ μέσα ἀνθρωπιστικά. Καί ὅταν προυκάλει χορούς καί διασκεδάσεις καί ἐορτᾶς καί ὅταν συνωμίλει μειλίχιος στρατιώτης, πάντοτε ἐν εἶχεν ἰδεῶδες, πῶς νά ἐμπεδώση τήν πεποίθησιν εἰς τήν ἐκπολιτιστικήν ἀποστολήν τῆς Ἑλληνικῆς διοικήσεως. Ὅταν ἔφυγεν ἀπό τά Βοδενά, δέν ἔμεινε κανείς ἀδάκρυτος πάσης φυλῆς καί θρησκείας.
Αὐτός ἦτο ὁ Καμάρας, ὁ πρωτομάρτυς τῆς γιγαντομαχίας τοῦ Κιλκίς. (σελ. 71)»
Συγκινητικότατες ὅμως εἶναι καί οἱ ἀναφορές στούς ἁπλούς στρατιῶτες. Ἔδειξε ἀπαράμιλλο ἡρωισμό ὁ Ἕλληνας στρατιώτης στήν μάχη τοῦ Κιλκίς. Ἦθος ὀρθόδοξο καί ἀγάπη ἄδολη καί ἀπρασάλευτη προς την πατρίδα εἶναι οἱ δύο ὀδοδεῖκτες πού τόν ὁδηγοῦν στά «κρημνά τῆς ἀρετῆς».
Διαβάζουμε στήν σελίδα 165:
«Εἶδα ματωμένο γράμμα νεκροῦ· τό ἐπῆρα καί ἀνέγνωσα: (παρατίθεται ὅπως το ἔγραψε ο ἡρωικός μαχητής)
«Ἦνε τόρα δυό μέρες Ἀγαπημένη μου Βασιληκούλα, πού κάμωμε πόλεμο μέ αὐτά τά παληόσκυλα· μᾶς βαροῦνε πολί μί οὐβίδες· χαθήκανε πουλᾶ πεδιά θκάμας· πάγ κι’ ἡ Γιανςμας τὸν πῆρε οὐβίδα τοῦ κεφάλτ. Τόρα περιμένομ σέ μιά ρεματιά νά ξαπουστάσουμ λιγουλάκι κι σί γράφο. Βασιληκούλα σί χάνο γιά τή Πατρίδα· αὐτό τό χουριό πού θέλουμ νά πάρουμ τού λέν Κιλκίδα κέ λέν πὼς τό μουσχάρη θά πλέξ στό ἔμα· ἔχο ἕνα ἔστημα πώς κεγῶ θά πάγο νά φάγο κούμαρα νά βρό τόν παπούλημ ἀλά νά μή κλάψσ Βασιληκούλαμ· ἅμα ἦνε γιά τί Πατρίδα δάκρια δέν ἐχ’ κλάματα μοναχά γιά ὅσοι ψοφοῦν στό στρόμα· θημᾶμε τί ἔλεγε κι Μῆτρος τοῦ Παπούλ γιά τσεγναίκες τό παλιό κερό στή Σπάρτ: ἡ τάς ἡ ἐπιτᾶς. Κλάματα δέ θέλο· ντροπῆς πράματα νά σκοῦζτε γιά μᾶς ἐδό τσβουλγαροχτόν, ἐγκδιτάδες ντίπ κι γιά οὖλες τσατιμίες πού πράξαν σταδέλφια μας Μακεδόνοι. Μόνο ἕνα κερί στήν ἅγια Παρασκεβί φτάνι· γιά διαθήκ ἴνε τά πεδάκιά μας· ἅμα μιγαλόσν νά πᾶν κιφτά στόν πόλεμο, στή Πόλ μί τόν Βουλγαροχτόνο βασιληά μας νά μνιμονεύσν τόν τάφουν μί ἔμα.
Σί φιλό Βασιληκούλαμ πολύ· γιά χαρά γιά τή Πατρίδα. Ἁπτό ρέμα Κιλκίδας Ἀντρέας».
Μεγαλειώδης ὕμνος ἀγωνιστού τῆς νέας μας ἐποποιίας. Ἀπό τό γράμμα αὐτό τοῦ ἁπλοϊκοῦ ὀρεσιβίου σπαρταρίζει θυσία τοῦ ἀθανάτου μαχητοῦ, ὅστις βαδίζει εἰς τόν θάνατον ὡς νυμφίος καί ἀπαγορεύει τά δάκρυα, ἐνθυμίζων τήν ἡρωικήν καρτερίαν τῶν Σπαρτιατίδων εἰς τήν ἁπλοϊκήν σύντροφον τῆς ζωῆς του».
Εἶναι γνωστό πώς ἡ μάχη διεξήχθη ἐν μέσω φοβεροῦ καύσωνος (περίπου 40 βαθμούς Κελσίου). Τά σιταροχώραφα τοῦ κάμπου του Κιλκίς, ἐξαιτίας τῶν ὀβίδων πῆραν φωτιά. Πολλοί βαριά τραυματισμένοι στρατιῶτες, μή μπορώντας νά μετακινηθοῦν, κάηκαν ζωντανοί…
Ἄλλο ἡρωικό παράδειγμα αὐταπάρνησης καί ἀνδρείας στή σελίδα 76:
«Στρατιώτης τοῦ 22ου ἐτραυματίσθη εἰς τόν βραχίονα.
–Τυχηρός ἤσουνα, συνάδελφε, πού πῆρες τό παράσημο, τοῦ λέγει ὁ παραπλεύρως του, αἶντε τράβα τώρα στό χειρουργεῖο…
–Τί ἔκανε, λέει; Μέ μία τσουγκρανιά νά φύγω; Τό παληοτόμαρό μου βαστάει ἀκόμα· ἔχω νά φάγω καί ἄλλους ἀπ’ αὐτούς τούς ἄτιμους πού σφάξανε γυναικόπαιδα!
Καί συνεχίζει τόν ἀγώνα.
Παίρνει δεύτερο βόλι καί ἐξακολουθεῖ νά μάχεται καί τό δεύτερον τραῦμα γίνεται τρίτον καί ἕπεται συνέχεια… Καί ὅταν πλέον ἡ δυνατή αἱμορραγία τόν ἀναγκάζη νά πέση κάτω, οἱ τραυματοφορεῖς, ὅταν ἐπλησίασαν νά τόν παραλάβουν, ἐπέδσεαν ἐν ὄλω ἑπτά τραύματα! Καί παρεπονεῖτο ὁ Ρουμελιώτης στρατιώτης, διότι δέν ἦτο δυνατόν πλέον νά συνεχίση τόν ἀγώνα του.
–Μωρ’ δέν μποροῦσε νά εἶχα κι’ ἄλλο παληοτόμαρο, νά βγάλω αὐτό τό τρυπημένο καί νά τό βάλω τό καινούργιο!»
Μία τελευταία μαρτυρία ἀπό τό τέλος τῆς μάχης. Ὁ Ἕλληνας στρατιώτης ἔχει συνείδηση τῆς ἀποστολῆς:
«Ὤ τριακόσιοι, σηκωθεῖτε
Καί ξανάλθετε σ’ εμᾶς
Τα παιδιά σας θελ’ ἰδῆτε
Πόσο μοιάζουνε μέ σᾶς»
έψαλλε ὁ ἐθνικός μας ποιητής. Καί ὁ μαχητής τοῦ Κιλκίς ἀπό τό ἴδιο χρέος ἐμφορεῖται. Σηκώνει στίς πλάτες τοῦ τήν ἱστορία τοῦ Γένους καί «ντροπή νά ντροπιασθεῖ».
«Μετά τήν μάχην ἐγύρισα νά μεταβῶ πρός τά χειρουργεῖα, νά παρακολουθήσω τόν βουβόν πόνον τῶν ἡρώων. Ἤθελα νά ἐπισκοπήσω συγχρόνως τήν ἀκτίνα, ὅπου διεδραματίζετο πρό ὀλίγου ἀκόμη μία ἀπό τάς ἀγριωτέρας πολεμικᾶς τραγωδίας τῶν νεωτέρων χρόνων.
Ἐνδιαφερόμην νά ὑπολογίσω τόν ἀριθμόν τῶν εὐγενῶν θυμάτων, διά τούς ὁποίους ἤμην ὑποχρεωμένος νά μεριμνήσω πρός ταφήν καί τέλεσιν τῶν νομίμων.
Ὁ ἀπέραντος χῶρος τοῦ θεάτρου τῆς μάχης ὠμοίαζε πρός μακελλεῖον. Καί ὅταν ἀντίκρυσα τήν φρικιαστικήν εἰκόνα καμμένων σπαρτῶν καί ψημένων σωμάτων καί εἶδα σκοτωμένους μέ τήν λόγχην στά χέρια καί μέ ἀποκρυσταλλωμένην εἰς τό πρόσωπον τήν ψυχολογίαν της ὁρμῆς καί τῆς χαλυβδίνης ἀποφασιστικότητος, ἐδάγκασα ἀσυναισθήτως τά χείλη ἀποθαυμάζων. Ἀγγελιοφόρος τῆς Δ’ Μεραρχίας ἐστάθη καί ἤκουσα νά ἀπαγγέλη:
Στοῦ Κιλκίς τήν ὁλόμαυρη ράχη
Περπατώντας ἡ δόξα μονάχη
Μελετᾶ τά λαμπρά παλλικάρια
Καί στήν κόμη στεφάνη φορεῖ
Γινομένο ἀπ’ ὀλίγα χορτάρια
Πούχαν μείνη στήν ἔρημη γῆ
Ἔρημη ἡ γῆ μέ τά ὀλίγα της ἐναπομείναντα χόρτα ἐστολίζετο ἀπό τῆς ἡμέρας αὐτῆς μέ τόν στέφανον τῆς Ἀθανασίας καί τά ἄσημα ἕως χθές καί πτωχά ἐκεῖνα ὑψώματα παρεδίδοντο εἰς τήν δόξαν καί τόν θαυμασμόν τῶν αἰώνων» (σελ. 83).
Γι’ αὐτό νίκησαν ἐκεῖνα τά λαμπρά παλλικάρια. Ἦταν φτιαγμένα ἀπό τή μαγιά τῶν πολέμαρχων τοῦ Εἰκοσιένα. Ἦταν φτωχά παιδιά, ἡ ψυχή τους ὅμως σπίθιζε ἀπό φιλοπατρία. Ἡ πατρίδα εἶναι ἡ μάνα μας καί τήν ἀγαπᾶμε καί ὅταν εἶναι φτωχή καί ἀναγκεμένη σάν σήμερα. «Φίλει τήν πατρίδα καν ἄδικος ἤ» ἔλεγε ὁ Πλάτων. Πατρίδα εἶναι οἱ τάφοι τῶν προγόνων, τά ἁγιασμένα κόκκαλα τῶν ἡρώων, τά ξωκλήσια τῆς Παναγίας μας.
«Δέν θά μοῦ πήγαινε αὐτό τό ντούφεκι, ἄν δέν ἤσουν ἐσύ γλυκό χῶμα πού νιώθεις σάν ἄνθρωπος. Ἄν δέν ἦταν πίσω μας λίκνα καί τάφοι πού μουρμουρίζουν, ἄν δέν ἦταν άνθρωποι, κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα μέτωπα, κομμένα στόν ἥλιο μέ τό σπαθί τοῦ Θεοῦ» γράφει περήφανα ὁ Νίκ. Βρεττάκος.
«Ἡ μεγαλωσύνη στά Έθνη δέν μετριέται μέ τό στρέμμα, μέ τῆς καρδιᾶς τό πύρωμα, μετριέται και μέ τό αἷμα» λέει ὁ ποιητής.
Τώρα πού μᾶς ταλανίζει ἡ κρίση καί σκύψαμε τό κεφάλι, ἄς στραφοῦμε «πίσω» γιά νά ἀντλήσουμε δύναμη. Ἄς κλείσουμε μές στήν ψυχή μας ἕνα Μεσσολόγι, ἕνα Κιλκίς, ἕνα Σαράντα καί ἄς βαδίσουμε στίς ἀτραπούς τῆς ἱστορίας ὁλόρθοι. «Εἴμαστε παλαβοί ἐμείς οὶ Ἑλληνες, ἁλλά ἔχουμε γνωστικό Θεό» ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης καί Αὐτός θά μᾶς σώσει. Δέν μᾶς πρέπει ὁ φόβος, καταγόμαστε ἀπό γενιές ἡρώων σάν αὐτούς πού δόξασαν τήν πατρίδα στόν τόπο τόν ἱερό τοῦ Κιλκίς.
Κλείνουμε μέ τούς στίχους τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ Κωστῆ Παλαμᾶ, πού τούς ἀπήγγειλε τό 1928, κατά τά ἀποκαλυπτήρια του μνημείου πού δεσπόζει στό ἡρῶον τῆς μάχης. Ὁ ὕμνος ὀνομάζεται «ἡ Πατρίδα στούς νεκρούς της» Νά, πῶς τελείωνε ὁ ποιητής:
« – Παιδιά μου, ὅσοι, προφῆτες μου, στρατιῶτες, ἀρχηγοί,
σάν τά λιοντάρια στήσατε κορμιά καί σάν τά κάστρα,
καί μεσ’ στή μακεδονική ματοθρεμμένη γῆ
βάλατε τήν εἰκόνα μου φερτή σάν ἀπό τ΄ ἄστρα
στοῦ Λαχανά καί στοῦ Κιλκίς τήν ἐκκλησιά τήν πλάστρα,
πνοές κι ἄν πλανάστε σ’ ἄλλη ζωή, λείψανα κι ἄν κοιμάστε,
σᾶς λειτουργῶ στή δόξα μου. Μακαρισμένοι νά ‘στέ».